Η ΕΛΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Β. ΚΙΣΣΑ


Είδα   να   σε  χτυπούν,  με  ράβδο  ξύλινη,
κλαράκι  από   δένδρο  της  παρέας  σου

Του  είχαν  καψαλίσει  το  κορμί.
Είπαν  να  μη  λυγάει,  οι  χωριάτες. 

Να  μη  λυγάει,  είπα  κι  εγώ,
για  τούτο  το ‘χουν  κάψει.

Να μη  λυγάει και μη  λιποψυχά,
όταν,  ραβδιές  αθέλητα,   σου  δίνει. 

Είδα  να  σε  χτυπούν,  να  πάρουν  τον  καρπό σου.
Μέρες  χειμώνα,  μέρες  μολυβένιες.

Την  πίκρα  σου  δεν  έβλεπα,
ως  είσαι  εσύ  καρτερική  κι ελαιοδότρα.

Μάνα,  το  έλαιον  του  ελέους  σου, για  μας, 
και  της  ψυχής  μας   το  καντήλι

Την  πίκρα  σου,  στην  καταχνιά, δεν  έβλεπα  αδελφή,
ώσπου  μια  λιόλουστην  ημέρα,

μετά  από  βροχή  δροσάτη, όσο κι αχρείαστη,
ξέφυγε  της προσοχής μια  ηλιαχτίδα. 

Σε  μια  χοντρή σταλαματιά,   στραφτάλισε
στης  μαύρης  της  ελιάς,  της  ώριμης,  την άκρη. 

Το  δάκρυ  σου  είδα  τότε τ’  ακριβό, μου  φάνηκες
σαν  να  δακρύζει,  η  μαυρομάτα  η κοπελιά, η  αγάπη  μου,

Μικρή  ελιά  μου, όμως μεγάλη  φαμελιά  μου. 





ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ  Β.  ΚΙΣΣΑΣ

Σχόλια