ΑΝΑΝΕΩΜΕΝΟ
Ευχές και εαρινά μηνύματα για την ανθρώπινη φύση
Εργασία στο γνωστικό αντικείμενο «ήθη-έθιμα-παραδόσεις
Η Λαζάρα της Βόνιτσας οδεύει για την Unesco, ως πολιτιστική κληρονομιά
Το Γυμνάσιο Βόνιτσας επέλεξε ως τοπικό θέμα ανάπτυξης την "Λαζάρα της Βόνιτσας". Μια από τις εργασίες που συντάχθηκαν για αυτό το project είναι του Ιωάννη Ντίνου, μαθητή Γ' Γυμνασίου. Στόχος του Γυμνασίου Βόνιτσας είναι η ανάδειξη αυτού του μοναδικού εθίμου, ως πολιτιστική κληρονομιά στηνUnesco.
Τόπος τέλεσης: Βόνιτσα Ακαρνανίας
Χρόνος: Παραμονή της ανάστασης του Λαζάρου. Λόγω του ότι η εορτή της ανάστασης του Λαζάρου είναι «κινητή» και εξαρτάται από την ημερομηνία του Χριστιανικού Ορθόδοξου Πάσχα, δεν υπάρχει η σταθερή ημερομηνία τέλεσης του εθίμου.
Περιοδικότητα τέλεσης: Το έθιμο από τον χρόνο αρχικής προέλευσης τελείται μια φορά τον χρόνο, χωρίς όμως να υπάρχει «υποχρέωση» πραγματοποίησης. Διαχρονικά έχουμε εξιστορήσεις για περιόδους που δεν πραγματοποιήθηκε, αλλά και για συγκεκριμένες χρονιές που λόγω σοβαρού πένθους των «αφηγητών» δεν έγινε το έθιμο. Επίσης η Λαζάρα τραγουδιέται από Βονιτσιάνους σε χρονικές στιγμές ευθυμίας ή και ακόμη τα βράδια των αγρυπνιών, με διαφορετικούς στίχους αλλά πάντα στο ίδιο μέτρο μουσικής.............
Ήθη που προκάλεσαν το έθιμο: Η χρονική περίοδος που τελείται το έθιμο είναι η εαρινή ισημερία, με τις ανόδους των χυμών στα δέντρα, με τις εξάρσεις των ανθρώπινων αρχέγονων συναισθημάτων, με την ανάγκη των ανθρώπων να έρθουν σε επικοινωνία και να εκφράσουν με ευγενικό τρόπο τις ευχές τους για την νέα χρονιά δημιουργίας της φύσης. Οι ευχές των ανθρώπων διαφέρουν ανάλογα με το που απευθύνονται και το τι ανάγκες έχει μια οικογένεια.
Απαρχή του εθίμου: Δεν υπάρχουν γραπτές πληροφορίες για την περίοδο που άρχισε το έθιμο. Στις εφημερίδες της Βόνιτσας, περιόδου 1936-1937, δεν καταγράφεται καμιά πληροφορία που να έχει κύριο θέμα την Λαζάρα αλλά ούτε και σαν επι μέρους πληροφορία.
Περιγραφή του εθίμου: Μια ομάδα από Βονιτσιάνους, ηλικίας συνήθως άνω των 50 ετών, συγκεντρώνεται το βράδυ της παραμονής του Σαββάτου (Σάββατο, η εορτή του Λαζάρου). Η συγκέντρωση παλαιά γίνονταν στην εκάστοτε «λόμπα». Ως λόμπα νοείται το κατάστημα παραγωγής και διάθεσης οινοπνευματωδών ποτών. Τελευταία λόμπα στην Βόνιτσα ήταν το κατάστημα της Κας Χατζηβασιλείου, της θείας μου της Αθανασίας. Μιας γυναίκας που γνώριζε τις φόρμουλες κατασκευής ποτών, αλλά και μιας γυναίκας με δυνατό χαρακτήρα. Ακούω τον πατέρα μου, όταν ανεβαίνουμε στο κοιμητήριο της Βόνιτσας, να την παινεύει πάνω από τον τάφο της, για την λεβεντιά της, την τιμιότητά της και την αφοσίωσή της στους συγγενικούς δεσμούς. Λέει ότι αυτό είναι το καλλίτερο μνημόσυνο.
Με το κλείσιμο της λόμπας (λόγω οικονομικής δυσπραγίας, αφού τα καταστήματα Πατρών-Αθηνών προμήθευαν τα καφενεία με οικονομικότερα οινοπνευματώδη ποτά) η μάζωξη γίνεται σε παραδοσιακό καφενείο.
Από αυτούς που συμμετείχαν στην Λαζάρα έχουν μείνει στις μνήμες των Βονιτσιάνων τα ονόματα των Πέτσα Γ. Λουριώτη, Αμερικάνου (Τάσου Γενίτσαρη), Κοτσαλάκια (Αυγουστής). Από θύμηση, της από τον πατέρα μου, οικογένειας υπάρχει η καταγραφή ότι στην Λαζάρα συμμετείχε και ο μουσικός Διαμάντης. Η καταγραφή έμεινε μετά από την κουβέντα που έλεγε η γυναίκα τουΔιαμάντη, η κυρά Βασιλική (ονομαζόμενη παπαδιά). Έλεγε ότι την χρονιά του θανάτου του αδελφού της, ο άνδρας της δεν βγήκε στην Λαζάρα, παρά την οικονομική χασούρα που είχε. Στην Λαζάρα έβγαινε και ο Γιώργος ο Διαμάντης, γιός της Παπαδιάς, στα νεανικά του χρόνια, πρίν ασχοληθεί επαγγελματικά ως μουσικός στα πανηγύρια. Στον οικογενειακό τάφο του προπάππου μου «Αργύρη ΝΤΙΝΟΥ» είναι θαμμένη και η κυρά Βασιλική Διαμάντη, ως οικογενειακή φίλη.
Αφού τα μέλη της ομάδας «ανεβάσουν την διάθεση» χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι έχουν φτάσει στο σημείο της μέθης, η ομάδα αρχίζει την περιήγηση στην πόλη της Βόνιτσας. Σε σπίτια που γνωρίζουν ότι θέλουν να ακούσουν την Λαζάρα, ή σε σπίτια που θέλουν αυτοί (για δικούς τους λόγους), χτυπούνε την πόρτα και πριν ο νοικοκύρης ανοίξει, η ομάδα αρχίζει την απαγγελία στίχων με ένα ιδιόμορφο άκουσμα μουσικής, που για την συμπλήρωση του μέτρου, οι αφηγητές χρησιμοποιούν το «λα» και το «να», είτε από μόνα τους , είτε μαζί και τα δυο.
Η Λαζάρα αρχίζει και τελειώνει πάντα με τους ίδιους στίχους:
Αρχή της Λαζάρας:
Νεδώ (Να εδώ) διαβαίνει ο Λάζαρος με δώδεκα ναποστόλους (αποστόλους)
και πάλι ξαναγύνερισε (ξαναγύρησε) με δεκατρείς ν’ αγγέλους.
Τέλος της Λαζάρας:
Εδώ που τραγουδή-νή-σαμε πέτρα να μη νε-ραΐσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει.
Σε κάθε σπίτι οι αφηγητές απαγγέλουν διαφορετικούς στίχους, που πάντα έχουν κυρίαρχη την έννοια της ευχής και της ελπίδας. Βέβαια υπάρχουν και οι στίχοι που σατιρίζουν μια κατάσταση αλλά πάντα επιστρέφουν στην ευχή.
Ο νοικοκύρης ανοίγει την πόρτα του, ακούει τις ευχές, κερνά τους αφηγητές και τους δίνει ένα χρηματικό ποσό, ανάλογα με την οικονομική του δυνατότητα.
Το ξημέρωμα βρίσκει τους αφηγητές στον δρόμο και στα σπίτια, σταματούν δε με το κτύπημα της καμπάνας για την λειτουργία του Λαζάρου. Το χρονικό σημείο της παύσης των στίχων ευχής, μπορεί να είναι και πιο γρήγορο από το ξημέρωμα. Αυτό εξαρτάται από την κατάσταση των αφηγητών που λόγω «αρκετού ανεβάσματος» πέφτουν από σκάλες ή στον δρόμο. Τότε έχει την αξία να βρεθείς και να απολαύσεις την δυνατότητα των αφηγητών να πλάθουν σάτιρα και ευχές προς τον παθόντα, πάντα μέσα από το έμμετρο μουσικό ιδίωμα. Υπάρχει χρονιά που η ομάδα των αφηγητών έπαθε ατύχημα από νωρίς, σχεδόν αμέσως με την έναρξη του εθίμου. Ο παθών δεν έμεινε μόνος του αλλά κάθισε δίπλα του ένας άλλος αφηγητής και τον «έψελνε» μέχρι το πρωί, ενώ η υπόλοιπη ομάδα συνέχισε το έθιμο. (αφήγηση του γεγονότος από τον Τάσο τον Γεννίτσαρη, τον επονομαζόμενο Αμερικάνο).Σε κάθε σπίτι οι ευχές ήταν κάτω από το «πρωτόκολλο» της οικογενειακής ιεραρχίας. Δηλ. αρχηγός οικογένειας ο πατέρας, αλλά αν υπήρχε παππούς, το πρώτο δικαίωμα στην ευχή ανήκει σε αυτόν. Σε κάθε σπίτι οι ευχές μπορούσαν να ήταν περισσότερες από μία. Αυτές αφηγούνταν με την ιεραρχία που προαναφέραμε και το σύνθημα της αλλαγής από ευχή σε ευχή το έδινε ο πρώτος του χορού με τον στίχο:
Πολλά παμε (είπαμε) στον αφέντη μας , να πούμε και στην κυρά μας.
ή
Πολλά παμε (είπαμε) στον αφέντη μας , να πούμε και των παιδιών μας.
Οι στίχοι αυτοί δίνουν το δικαίωμα στους αφηγητές να αλλάξουν θέμα ευχής, με προαναγγελία σε ποιόν θα απευθυνθεί η ευχή.
Ορισμένες ευχές είχαν άμεση είσοδο στο θέμα, με πανηγυρική φωνή του πρώτου του χορού. Δηλαδή το ιδιόμορφο μουσικό ιδίωμα ντύνεται με στίχο που τραγουδιέται από τον πρώτο της κομπανίας (χορού). Η φωνή του πρώτου έχει χαρακτηριστικό την δυνατή φωνή με τόνο κορώνας και κρατά τόσο όσο να υπάρξει ο προσδιορισμός στο που θα απευθυνθεί η ευχή. πχ
Παλικαράκι μ’ ή
Σήκω κόρη μ’ ή
Κυρά μου ή
κλπ ,
η λέξη που ακολουθούσε λάμβανε αξία κορώνας, με φωνητικό παιγνίδι επανάληψης μιας ενδιάμεσης συλλαβής ή την προαναφερόμενη χρήση του «λα», «να», «νε» που δεν αλλοίωνε το άκουσμα της λέξης.
Το ιδιόμορφο της Λαζάρας
Σε πολλές άλλες πόλεις που τραγουδιέται «Ο Λάζαρος» έχουμε λόγια – ερωτήσεις και απαντήσεις για την ζωή και όσα είδε ο Λάζαρος στον κάτω κόσμο. Μια σταχυολόγηση των στίχων του «Λάζαρου» που τραγουδιέται την παραμονή ή την ημέρα του Σαββάτου Λαζάρου, έχουμε κυριάρχηση της φράσης «πες μας Λαζαρε τι είδες εις τον Αδη που επήγες» , «είδα πόνους, είδα φόβους …. κλπ». Η απάντηση του Λαζάρου είναι τέτοια που ενθυμίζει στους ανθρώπους τι συμβαίνει στους αμαρτωλούς της κόλασης.
Το θέμα της επαναφοράς ενός ανθρώπου από τον Αδη εμφανίζεται στην Χριστιανική θρησκεία με την Ανάσταση του Θεανθρώπου, με την ανάσταση του Λαζάρου, με την ανάσταση του γιού της χήρας στη Ναΐν και της κόρης του αρχισυναγώγου Ιαείρου.
Στην συνείδηση του λαού και στην ανάγκη της ισχυροποίησης του λόγου-υπόσχεσης που μπορεί να δώσει ένας άνθρωπος, η λαϊκή μούσα σύνταξε και διατήρησε τον μύθο «το τραγούδι του νεκρού αδελφού».
Η μάνα με τους εννιά τους γιούς και την μιά την κόρη…..
Ανεξάρτητα από την ονομασία της ξενιτεμένης κόρης (Αρετή στο πολυναντούμενο κείμενο, Νορουντίν στο Αρβανίτικο, Βδόκω στο Ενετικό Κοντινέντε, κλπ), ο μύθος έχει την ίδια δομή.
Ο Κωνσταντής βγαίνει από τον τάφο για να κρατήσει τον λόγο που έδωσε στην Μάνα του. Ο μύθος αυτός απλώνεται σε όλη την Ήπειρο και προεκτείνεται στην περιοχή της Δρυόπολης. Ο Ιsmail Κantere στο ηθογράφημα «ποιος έφερε την Νορουντίν» καταγράφει την ανάσταση του Κωνσταντή και πάνω σε αυτό το θέμα δημιουργεί την καλλίτερη συνέχεια που θα μπορούσε να έχει αυτός ο υπέροχος μύθος.
Εκτός από το μεγάλο ερώτημα της ανθρωπότητας, για το τι υπάρχει στον άλλο κόσμο, στην λαζάρα της Βόνιτσας διαφαίνεται ότι ο Λάζαρος, για τον λαό, δεν ήταν διαχυτικός στις εκφράσεις του και στην διήγηση στα συμβάντα του άλλου κόσμου. Το ίδιο υπάρχει και στον μύθο του «νεκρού αδελφού». Η Αρετή (Νορουντίν για την Δρυόπολη του Ισμαήλ Καντερέ) ρωτά τον αδελφό της σε όλη την διαδρομή από τα ξένα, όπου ήταν παντρεμένη, μέχρι το πατρικό της. Σε όλες τις ερωτήσεις της, ο Κωνσταντής, απαντά μονολεκτικά ή αποφεύγει να δώσει απάντηση στο ερώτημα. Ο λαός με την σοφία που τον διακρίνει στην μυθοπλασία ενός γεγονότος, αφήνει πάντα να αιωρείται το ερώτημα για το τι συμβαίνει στον άλλον κόσμο.
Ο Κωνσταντής κτυπά το άλογο για να φτάσει γρήγορα στο πατρικό. Στον μύθο κανένα γεγονός δεν θυμίζει τον λόγο, την αιτία, που ο Κωνσταντής επέμενε να παντρέψει την Αρετή στα ξένα. Αποσιωπά τον πόθο που είχε αναπτυχθεί στα στήθια του Κωνσταντή για την Αρετή. Καλύπτει με το πέπλο της σιωπής το ένοχο μυστικό που οδήγησε τον Kωνσταντή , στο να επιμένει, για να παντρευτεί η Αρετή μακριά στα ξένα. Ο μύθος δίνει ξεκάθαρη απάντηση ότι στον άλλο κόσμο τα πάθη έχουν ξεθυμάνει. Ο Κωνσταντής κτυπά άγρια το άλογο για να φτάσει όσο γρηγορότερα γίνεται στο πατρικό και δεν αισθάνεται ότι ο διακαής πόθος του βρίσκεται, έστω και με αυτή την κατάσταση, δίπλα του.
Αν συνεχίσουμε να αναφερόμαστε σε όλα τα δρώμενα των άλλων περιοχών γύρω από την εορτή του Λαζάρου, θα έχουμε πλήθος γεγονότων και πληροφοριώνπου δεν έχουν καμιά σχέση με την λαζάρα της Βόνιτσας. Στην Λαζάρα δεν υπάρχει πουθενά το ερώτημα για τα μεταθανάτια, πουθενά οι αναζητήσεις για την άλλη ζωή, παρά μόνο ευχές και εαρινά μηνύματα για την ανθρώπινη φύση.
Ευχές της Λαζάρας
Ευχή για γιό που είναι κοντά στην παντρειά:
παλικαράκι μ’ έμορφο με το στριφτό μουστάκι
σου παραγγελν (παραγγέλνει) η λυγερή, σου παραγγέλν’ η ρούσα
να πά’(πας) να φέρεις το φιλί πρίν βρέξει πριν χιονίσει
πριν κατεβάσ’ ο Ντούρναβος και σύρουν τα λαγκάδια.
Αν βρέβει βρέξει βρέχουμε κι αν χιονίσει χιονιώνομαι
σ’ αυτό το διπλοχόρταρο θα διπλωθώ να κάτσω
για να αγναντέψω τα’ έμορφες πως στρώνουν πως κοιμώνται
πως ρίχνουν τα’ άνθη πάνω τους τριγύρω στο λαιμό τους.
Ευχές για μονάκριβο μικρής ηλικίας γιό:
Κυρά μου τον παιδανάκι (παιδάκι) σου το μουσχαναθρεμένο
για λούστο και για στόλιστο (στόλισέ το)
και στο σχολιό νταγιά στείλτο
το περιμέν’ ο δανάσκαλος (δάσκαλος) με μια χρυσή νεβεργούλα (βεργούλα)
(σε περίπτωση δασκάλας ο στίχος αλλάζει σε)
τα περιμέν’ η ’δασκάλα τους με μια νεχρυσή βιργούλα
σημείωση: αν στην οικογένεια υπάρχει γιαγιά , τότε ο πρώτος στίχος λέει «Κυρά μου τα παιδάκια σου….» τότε η ιεραρχία ορίζει το «Κυρά μου τα εγγονάκια σου….»
Όταν υπήρχαν πολλά παιδιά, η ευχή ήταν στο πληθυντικό, αλλά και με πρόσθετα λόγια.
Κυρά μου τα παιδανάκια σου, τα μοσχαναθρεμμένα
για λούστα και για χτένιστα και στο σχολιό να πάνε
τα καρτερεί ο δάσκαλος με μια χρυσή βεργούλα
τα περιμένει η δασκάλα τους με δυό κλωνάρια μόσχους.
Παιδιά μου πουν τα γράμματα, παιδιά μου που είναι ο νούς σας
Τα γράμματα είναι στο χαρτί και ο νούς μας πέρα ως πέρα
Πέρα πέρα και αντίπερα, πέρα στις μαυρομάτες
πούχουν ελιά στο μέτωπο φεγγάρι στα καπούλια
πούχουν το ματοτσίνορο, σαν φράγκικο δοξάρι.
Ευχή για τους ξενιτεμένους:
ξενιτεμένα μου πουλιά κι αλαργινά γιράκια (γεράκια)
η ξενιτιά σας χαίρεται κι εγώ πίνω κιντέρι .
Ας μου επιτραπεί σε αυτό το σημείο να αναφερθώ σε όσα ο πατέρας μου αναφέρει για τον «Ραμώνα» τον δάσκαλο της Βόνιτσας και εκ μητρός θείο του. Ο Ραμώνας παρά του ότι δεν είχε ξενιτεμένο στο σπιτικό του, μετά τον θάνατο του αδελφού του, έρχονταν στην γιαγιά μου την Αλκμήνη και της ζητούσε να του τραγουδήσει τους παραπάνω στίχους, με ρυθμό όμως καθαρά βυζαντινό. Η γιαγιά Αλκμήνη δεν του χαλούσε χατίρι, O Ραμώνας ξάπλωνε στην ποδιά της , εκείνη του χάιδευε τα μαλλιά και του τραγουδούσε τον καημό του, τον πόνο του. Έκλαιγαν και οι δύο, για τον παντοτινό ξενιτεμό του συγγενούς τους. Κάποια χρονιά χάθηκε και ο άλλος ο αδελφός του Ραμώνα, ο Στυλιανός. Όταν μετά από χρόνια ήλθε η στιγμή της βάπτισης του πατέρα μου, η « βάβω-μαμή¨, χήρα του Στυλιανού, έθεσε θέμα για το όνομα που θα έδιναν στον πατέρα μου.Ήθελε το όνομα αυτό να πρωτακουστεί από άμεσο απόγονο και όχι από έμμεσο. Χρειάστηκε η παρέμβαση του νουνού του πατέρα μου, ο οποίος εξήγησε πως το όνομα που θα δώσει είναι προς τιμή και ανάμνηση του πατριού του. Μάλιστα της εξιστόρησε όλα τα γεγονότα που είχαν προηγηθεί, ώστε να γίνει νουνός και να πρέπει να δώσει αυτό το όνομα. Μετά από αυτά η βάβω-μαμή αποδέχθηκε το γεγονός και όλοι μαζί βρέθηκαν στο σπίτι του παππού μου, όπου έγινε η βάπτιση του πατέρα μου και το τραπέζι για το καλωσόρισμα του νέου ονόματος.
Ο Θείος ο Ραμώνας, λέει ο πατέρας μου όπως του τα έχει πεί η γιαγιά Αλκμήνη, ως άνθρωπος των γραμμάτων ήταν προοδευτικής ιδεολογίας. Δεν ανήκε όμως σε καμιά παράταξη, σε κανένα κόμμα. Ο αδελφός του με την προώθηση που είχε από τους εκ μητρός συγγενείς , τους Ζερβαίους, είχε φτάσει σε μεγάλα αξιώματα στο σώμα της Χωροφυλακής. Λόγω της κατάστασης που υπήρχε στην επαρχία, τα γεγονότα του χαμού του Γιώργου Ζέρβα, του λευκού καβαλάρη του ΕΛΑΣ, απέφευγε την κάθοδο στην γενέτειρα, όπως και ο εξάδελφός του και αδελφός του Γιώργου, ο Θανάσης, που τότε ήταν και αυτός σε υψηλά αξιώματα του πεζικού.
Μια Λαμπρή (έτσι ονομάζει ο πατέρας μου το Πάσχα) κατέβηκε στην Βόνιτσα, γύρισε όλα τα τόπια και τις γειτονιές, ήπιε, έφαγε, τραγούδησε και γύρισε σπίτι για τον μεσημεριανό ύπνο. Μα δεν ξύπνησε άλλο. Οι δεξιοί της Βόνιτσας άρχισαν να διαδίδουν ότι τον δηλητηρίασε ο αδελφός του ο Ραμώνας, για ιδεολογικούς λόγους. Ο Ραμώνας με συμβουλή της μάνας του, της Φίλιας, φεύγει για την γιαγιά Αλκμήνη, που γνώριζε τα κατατόπια από τότε στον εμφύλιο. Η γιαγιά Αλκμήνη αφού τον έκρυψε, έφυγε για να πάει να «αλλάξει» τον αδελφό του.. Μόλις μπήκε στο σπίτι, δεν πήγε κατά τον νεκρό, παρά του ότι μάτωνε η καρδιά της. Πήγε απευθείας στα πράγματά του, να βρεί κανένα σημείωμα, κάποια γραφή. Αγράμματη η γιαγιά αλλά στρατηγός στην ζωή της, γνώριζε ότι κανένας δεν τον πείραξε και ότι μπορεί να είχε αυτοκτονήσει. Αυτοί που αυτοκτονούν συνήθως αφήνουν και μια γραφή, στα επάνω –επάνω της νοικοκυροσύνης τους.
Αφού δεν βρήκε γραφή, έψαξε τη βαλίτζα του. Βρήκε κάτι φάρμακα, τάχωσε στον κόρφο της και έτρεξε στον γιατρό τον Καλαντζή, εκατό μέτρα πιο πάνω. Ο Καλαντζής έτρωγε το γιαούρτη του, όταν έμπασε μέσα η Αλκμήνη. Τα έβαλε πάνω στο τραπέζι και τον ρώτησε τι είναι αυτά. Ο Καλαντζής την ρώτησε που τα βρήκε. Του είπε ότι τα βρήκε στην βαλίτζα του. Αρχικά δύσπιστος ο Καλαντζής, γνώριζε την Αλκμήνη (αργότερα της βάφτισε και δύο παιδιά), έφυγε με τα φάρμακα στα χέρια για τον Φαρμακοποιό και μετά στην Αστυνομία.
Δεν υπήρχε δολοφονία, ούτε αυτοκτονία. Από τον ιατρικό του φάκελο στο στρατιωτικό νοσοκομείο της Αθήνας επιβεβαιώθηκε ότι έπασχε από ζάχαρο, κανείς δεν το ήξερε και η χωρίς έλεγχο κρεατοφαγία, πιόμα και χωρίς αντίστοιχη λήψη φάρμακου, τον έριξε σε κώμα και στον θάνατο. Μετά από αυτό, ο Ραμώνας ίσα που πρόλαβε να δεί τον αδελφό του στην εκκλησία.
Ας γυρίσουμε στο αρχικό μας θέμα, που η ροή του θα μας οδηγήσει στην λαζάρα.
Ένα καλοκαίρι στην αυλή του σπιτιού του (εκεί που σήμερα είναι το καφέ παπαθανασίου στην παραλία) τα δύο εξαδέλφια (Ο Ραμώνας και ο Σπ. Περιστέρης, ο άρχων ψάλτης στην Μητρόπολη Αθηνών) είχαν ανάμεσα την ξαδέλφη τους και αγκαλιασμένα όπως ήταν, ο καθένας είπε ένα τραγούδι, ο Σπύρος Περιστέρης το «τούρκοι βαστάτε τα άλογα» , η γιαγιά Αλκμήνη «τώρα τα πουλιά» και ο ραμώνας «τα ξενιτεμένα μου πουλιά», αρχικά στο βυζαντινό , όπως το τραγουδούσε η γιαγιά και το έκλεισε με τον ρυθμό της Λαζάρας.
Ακριβώς απέναντι από το σπίτι του Παπαθανασίου, έμενε ο γέροντας Λουργιώτης, ο ντελάλης της Βόνιτσας. Μόλις άκουσε να τραγουδάνε την λαζάρα, βγήκε από το φτωχικό του και τραγουδώντας την λαζάρα πορεύτηκε στο παπαθανασεϊκο. Έψαλλε όλους τους στίχους. Η φωνή του καθαρή, δυνατή και με τον απαραίτητο λαρυγγισμό στην δεύτερη λέξη του κάθε στίχου. Για τα παιδικά μάτια του πατέρα μου ήταν μια αξέχαστη βραδιά, αφού συνέχεια την ομολογεί.
Την άλλη μέρα ο παππούς Σπύρος Περιστέρης μαγνητοφώνησε την γιαγιά Αλκμήνη και τον Λουργιώτη. Και τα δύο «κομμάτια» βρίσκονται στην Λαογραφία της Ακαδημίας Αθηνών.
Ευχές για την κόρη που είναι για παντρειά:
Σήκω κόρη μου κι άλλαξε κι προξενιές θα να έρθουν
θα να ’ρθ’ ο γιος του βασιλιά θα να ’ρθ’ ο γιος του ρήγα
-Δε θέλω γιο του βασιλιά δε θέλω γιο του ρήγα
Μόν’ θέλω τα’ αρχοντόπουλο που είναι το ριζικό μου.
και κείνο το αρχοντόπουλο πολύ προικιό δουλεύει
γυρεύει μύλους δώδεκα, μ’όλους του μυλωνάδες.
Ευχές για την κυρά του σπιτιού:
Σήκω κυρά μ’ κι άλλαξε και βάλε τα χρυσά σου
βάλε τον ήλιο στο πρόνοσωπο (πρόσωπο) και το φεγγάρι στα στήθη
και το καθάριο ν’ Αυγερινό βάλτόνε (βάλε τον) δαχτυλίδι.
Ευχές στον μπερμπάντη που είναι αναποφάσιστος στην παντρειά
Αφέντη μ΄ αφεντάκη μου , πέντε βολές αφέντης
πέντε κρατούν το μανάρι σου, πέντε το καλυγώνουν
και άλλοι πέντε περικαλούν, αφέντη καβαλλίκαι
το έλλινο προσέλινο, στο καλινό μουλάρι
πόχει ελιά στο μέτωπο, φεγγάρι στα καπούλια
πίσω απ’ τα καπούλια του τρείς φραγκοπούλες παίζουν
η μια βαρεί τον ταμπουρά, και η άλλη το μπουζούκι
και η τρίτη η καλλίτερη παίζει με τον αφέντη.
Παίζοντας και γλεντίζοντας αποκοιμήθει ο αφέντης.
Η μια του παίρνει τα άσπρα του , και η άλλη το μαντήλι
και η τρίτη η καλλίτερη παίζει με τον αφέντη.
Σημασιολογία:
Νεδώ (Να εδώ) διαβαίνει ο Λάζαρος με δώδεκα ναποστόλους (αποστόλους)
και πάλι ξαναγύνερισε (ξαναγύρησε) με δεκατρείς ν’ αγγέλους.
Σημείωση: προαναγγελία του γεγονότος της ανάστασης του Λαζάρου, την πορεία του από τον θάνατο στην ζωή, την αναγγελία του τέλους του Χειμώνα και την έλευση της Ανοιξης.
Η αρχική έκφραση «Να εδώ», δίνει ταυτοποίηση στον χρόνο και τον τόπο της προαναγγελίας.
Η λέξη «διαβαίνει» δίνει το πρόσκαιρο της καθόδου στον Αδη του φίλου του Χριστού Λαζάρου. Η κάθοδος δεν είχε σκοπό να φύγει από την γή ο Λάζαρος αλλά να διαβεί από αυτό τον τόπο. Η έννοια διαβαίνω δεν περιέχει την έννοια σταματώ ούτε για προσωρινά στέκομαι.
«με δώδεκα Αποστόλους»: Η κάθοδος του Λαζάρου στον Αδη δεν έγινε με μόνη την παρουσία του εκεί. Συνοδεύτηκε από τους δώδεκα Απόστολους για να δοθεί τιμή και δόξα στην κάθοδο.
Η κάθοδος και η ανάσταση στην Χριστιανική θρησκεία εμφανίζεται μόνο με την ανάσταση του Θεανθρώπου και αυτή του Λαζάρου. Σε ορισμένες περιπτώσεις η λαϊκή μούσα έχει χρησιμοποιήσει την ανάσταση ή την πρόσκαιρη άνοδο ενός προσώπου από τον Αδη για να δημιουργήσει μύθους ή να ισχυροποιήσει ηθικούς νόμους που είχαν εξασθενήσει.
Τι σημαίνει «με δεκατρείς αγγέλους»; Γιατί δεκατρείς και όχι άλλος αριθμός. Φωνητικά ή στο μέτρο του στίχου η συγκεκριμένη λέξη παίζει με το «δεκα-νε-τρείς». Δηλ. για την συμπλήρωση του φωνητικού μέτρου εισέρχεται το –νε-. Αυτό σημαίνει ότι δεν χρησιμοποιείται η λέξη δεκατρείς για να κρατήσει την φωνητική ισορροπία του στίχου. Συνεπώς η λέξη αυτή καθ’ αυτή έχει μια σημασία και για αυτό έχει τεθεί. Τι να σημαίνει όμως το δέκα τρία. Αν αναφέρονταν στα τάγματα των Αγγέλων η πιο κατάλληλη λέξη θα ήταν το εννιά.
Μια άποψη που μας δόθηκε από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης είναι για τους 13 έκπτωτους Αγγέλους της Ιουδαϊκής θρησκείας. Τι σχέση είχαν οι Ιουδαίοι με την περιοχή της Βόνιτσας; Από την εργασία των σπουδαστών των εκπαιδευτηρίων πληροφορικής Βόνιτσας Moses Educational Establishments «Το γαλλικών συμφερόντων εργοστάσιο επεξεργασίας γλυκόριζας στην Ενετική Βόνιτσα» αντλώ την πληροφορία ότι στην τελευταία ενετική απογραφή, το ποσοστό των Ιουδαίων στην borgo Serato (μια από τις 6 οικιστικές περιοχές της ενετικής Βόνιτσας, η πόλη των ευγενών) ήταν αρκετά μεγάλο.
Απευθύνθηκα στον πατέρα μου και στον κύριο Νικόλα Βερνίκο, καθηγητή Πανεπιστημίου Αιγαίου, σε μια από τις συναντήσεις που είχαν και τους έθεσα το ερώτημα, τι σχέση είχε η παρουσία των Ιουδαίων με την Ενετική Βόνιτσα. Με ενημέρωσαν ότι οι «τζεσούς» συγκεντρώθηκαν στην Βόνιτσα λόγω του μεγάλου εμπορίου που εκεί υπήρχε. Ο Κος Βερνίκος μου έδειξε σε χάρτη εκείνης της εποχής, το πού μπορεί να ήταν ακριβώς ο οικισμός τους, καθώς και το σημείο με την πέτρα του Σολομώντα. Ο Χάρτης που μου έδειξε ήταν από την εργασία της Ελένης Γιαννακοπούλου. Ο σύζυγος της κυρίας Ελένης, ο Κωστας Τριανταφυλλίδης, δώρισε στα Εκπαιδευτήρια Πληροφορικής Βόνιτσας μέρος από το αρχείο της θανούσης συζύγου της. Από τον πατέρα μου επίσης ενημερώθηκα ότι στο έθιμο των «αγραπνιών» στους στίχους που λέγονται γύρω από την φωτιά, αναφέρουν ορισμένα ονόματα έκπτωτων αγγέλων .
Πρόσθετα ο Κος Νικόλας Βερνίκος μου ανέπτυξε μια άλλη θεώρηση πάνω στους αριθμούς δώδεκα και δεκατρία. Ο αριθμός 12 στο θέμα της μέτρησης του χρόνου, αναφέρεται στους δώδεκα μήνες του έτους, μια μέτρηση που είχε να κάνει με την επίσημη μέτρηση μιας χρονικής περιόδου. Ο αριθμός δεκατρία, αναφέρεται στα 13 φεγγάρια του έτους, μια μέτρηση που χρησιμοποιούνταναπό τον απλό λαό, μια μέτρηση χρήσιμη για τις καλλιέργειες, για την ανθρώπινη καθημερινή ζωή.
Τέλος ο πατέρας μου, σε μια πρόσφατη εργασία που είχε και αντιμετώπισε μεγάλο πρόβλημα στις μετατροπές ημερολογίων, διαπίστωσε ότι η χρονολόγηση με βάση το έτος εγύρας δεν είναι μια απλή μετατροπή της τάξης, πχ στο έτος εγύρας 509 προσθέτω το 622 (έτος έναρξης μέτρησης) και έχω την δική μας αντιστοίχηση έτους. Στην μετατροπή, παίζει ρόλο το 13ο φεγγάρι. Το μωαμεθανικό έτος δεν είναι με μήνες αλλά με φεγγάρια, δηλ. 13 φεγγάρια. Ετσι σε όλες τις παραμέτρους που συνθέτουν το αίνιγμα για τους δεκατρείς αγγέλους, προστίθεται και η πιθανότητα ο στίχος αυτός να απευθύνονταν στον πληθυσμό με μωαμεθανική θρησκεία.
στίχος: ξενιτεμένα μου πουλιά κι αλαργινά γιράκια (γεράκια)
η ξενιτιά σας χαίρεται κι εγώ πίνω κιντέρι.
σημείωση: η έκφραση «η ξενιτιά σας χαίρεται» αντικατοπτρίζει την επιθυμία των οικείων να διατρανώνεται ότι οι ξενιτεμένοι ζούν μια καλλίτερη ζωή στα ξένα. Ο ξενιτεμένος έχει στεριώσει στα ξένα, έχει πετύχει στην ζωή του. Μέσα από την καλοτυχιά του κάποιοι χαίρονται από την παρουσία του, από τα χαρίσματα του. Ο καημός, η επιθυμία για επάνοδο του ξενιτεμένου εκφράζεται μέσα από την λέξη «κιντέρι».
στίχος: παλικαράκι μ’ έμορφο με το στριφτό μουστάκι
σημείωση: κάθε ένας θέλει να ακούει για την ομορφιά του και η κομπανία ακολουθεί τον κανόνα. Η έκφραση για το στριφτό μουστάκι μπορεί να μας οδηγήσει στην τότε καθιερωμένη εμφάνιση των νεαρών αγοριών με μουστάκι που να μπορεί να στριφτεί. Μέσα από τον στίχο αναδεικνύεται η εικόνα-εμφάνιση του προσώπου των νεαρών αγοριών-εφήβων, μας αποδεικνύει ότι τότε η συνήθεια του στριφτού μουστακιού ήταν μια συνειδητή και αποδεκτή καθιέρωση.
στίχος: σου παραγγελν (παραγγέλνει)η λυγερή, σου παραγγέλν’ η ρούσα
σημείωση: η λέξη παραγγέλνει μπορεί να μας οδηγήσει στο τότε έθιμο για την προξενιά ως κύριος και αποδεκτός τρόπος για μια παντρειά. Οι λέξεις λυγερή καιρούσα συνοδεύει όχι την κάθε αρχέγονη επιθυμία αλλά ταυτίζεται και με το πνεύμα της εποχής, της άνοιξης, που για αυτήν γίνεται το έθιμο.
στίχοι: να πά’(πας) να πάρεις το φιλί πρίν βρέξει πριν χιονίσει
πριν κατεβάσ’ ο Ντούρναβος και σύρουν τα λαγκάδια.
σημείωση: Ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της περιοχής ανήκει στους τσομπάνηδες που μετέφεραν στην Βόνιτσα τα κοπάδια τους για να ξεχειμάσουν. Από τις συνεχείς μετακινήσεις αρκετοί από αυτούς προτίμησαν την παραμονή στην περιοχή και την ενσωμάτωσή τους στο κοινωνικό περιβάλλον της Βόνιτσας. Η προέλευση του γένους, οι συνήθειες αλλά και οι παραδόσεις έμειναν για να κρατούν ζωντανές τις μνήμες. Στην ζωή και στις ενέργειες των τσομπάνηδων (κατά μια άποψη Βλάχων) οι εποχές του έτους και τα φυσικά φαινόμενα όριζαν την ζωή τους. Πρίν αρχίσουν οι βροχές του φθινοπώρου και τα χιόνια του Χειμώνα, πρίν αρχίσουν να κατεβάζουν τα ποτάμια το λιώσιμο των πάγων, πρέπει να ενεργήσει ο νιός. Η ευχή αυτή δίνει το πρόσταγμα της άμεσης ενέργειας δηλ. μέχρι το καλοκαίρι να πάρει το φιλί δηλ. να λογοδοτήσει.
Για την παρουσία των Βλάχων στην περιοχή της Βόνιτσας, την πρώτη πληροφορία την έχουμε από την αλληλογραφία του Απόκαυκου, μητροπολίτη Ναυπάκτου 1200-1230. Σε επιστολές προς τον πρώτο την τάξη επίσκοπο της περιοχής, τον Νικόλαο της Βονδίτζης, του υπενθυμίζει το γεγονός με τα παράπονα που εξέφρασε ένας κάτοικος της περιοχής, για όσα έπαθε η κόρη του και αυτός από τους Βλάχους. Επίσης από το βλάχικο τραγούδι «το κάστρο της Βόνιτσας», τραγούδι που χορεύεται με το άνοιγμα του μεγάλου χορού «Κόρλου Μάρι», διαφαίνεται η ύπαρξη των Βλάχων και την περίοδο του 1800.
στίχος: Κυρά μου το παιδάκι σου το μουσχαναθρεμένο
σημείωση: ο Όρος Κυρά, όπως προαναφέραμε μπορεί να απευθύνεται στην μητέρα ή στην γιαγιά. Με την ύπαρξη της γιαγιάς η λέξη «παιδάκι σου» αντικαθίσταται με το «εγγονάκι σου». Η λέξη μοσχοαναθρεμένο τρανώνει στο αίσθημα της οικογένειας ότι ο γιός είναι σωστά αναπτυγμένος, ότι η σωματική διάπλαση είναι η καλλίτερη που υπάρχει. Στις τότε παλιές εποχές με την στέρηση τροφής και κυρίως στέρηση σε πρωτεΐνες, η σωστή σωματική διάπλαση και κυρίως το πάχος ήταν χαρακτηριστικό της σωστής και πλήρους διατροφής, της προσοχής αλλά και της οικονομικής δυνατότητας μιας οικογένειας να τρέφει καλά τα παιδιά της.
στίχος: για λούστο και για στόλιστο (στόλισέ το)
σημείωση: Οι αρχές μιας κοινωνίας δεν στηρίζονται μόνο στις ηθικές αρχές αλλά και στους κανόνες υγιεινής. Σε όλα τα συγγράμματα των αρχαίων αλλά και στο ιερό βιβλίο της Χριστιανοσύνης, το Δευτερονόμιο, οι κανόνες της υγιεινής καθιερώνονται άλλοτε με την προτροπή και άλλοτε με την δίοπο του φόβου. Το λούσιμο ήταν μια καθιερωμένη ενέργεια στα τότε σπιτικά, κάθε Σάββατο βράδυ. Ακόμα και στα κρύα χειμωνιάτικα βράδια, η υγιεινή του σώματος γίνονταν με καλά αναμμένη την φωτιά, με την λεκάνη του πλυσίματος κοντά στην φωτιά και με το ζεστό νερό στην κατσαρόλα που είχε βράσει στο πετρογκάζ. Κάθε παράπονο παιδιού για την «ταλαιπωρία» είχε την απάντηση από την μητέρα του. «Πως θα πάς αύριο στην εκκλησιά;».
στίχος: Για λούστο και για στόλιστο και στο σχολιό νταγια στείλτο.
Μέσα στις όλες ευχές και η έννοια-προτροπή για μάθηση. Δεν γνωρίζουμε αρκετά για την κοινωνική ζωή της Βόνιτσας στις αρχές ή στα μέσα του περασμένου αιώνα. Από το αρχείο της ΑΜΦΙΚΤΙΟΝΙΑΣ ΑΚΑΡΝΑΝΩΝ και μάλιστα από τα φύλλα της εφημερίδας ΑΝΑΚΤΟΡΙΟ, διαβάζουμε ότι το 1936-1937 τα Βονιτσιανόπουλα δεν πήγαιναν σχολείο. Σε άρθρα καταγράφονται 10-15 μαθητές που παρακολουθούσαν το σχολείο ενώ το μεγάλο πλήθος των νεαρών για διάφορους λόγους απέφευγαν την μάθηση. Ο Διευθυντής του σχολείου με συνεχή άρθρα καυτηρίαζε την αδράνεια και την απροθυμία των Βονιτσιάνων να στείλουν ή να υποχρεώσουν τα παιδιά του στο να πάνε στο δημοτικόσχολείο.
Η λαϊκή μούσα της Λαζάρας έχει ενσωματώσει στις ευχές της, την προτροπή της καθαριότητας και της μάθησης.
Στίχος: το περιμέν’ ο δανάσκαλος (δάσκαλος) με μια χρυσή νεβεργούλα (βεργούλα)
Θα σταματήσουμε στην λέξη «χρυσή». Η εικόνα του δασκάλου στα παλιά χρόνια ήταν ταυτισμένη με την χειρολαβή μιας βέργας. Όπου δεν πίπτει λόγος πίπτει η ράβδος. Δεν πρέπει να ταυτιστούμε με την μονόπλευρη άποψη ότι τα παιδιά φοβόνταν το ξύλο και γιαυτό δεν πήγαιναν στο σχολείο. Υπάρχουν και άλλοι σοβαροί παράγοντες που απομάκρυναν ή κρατούσαν τα παιδιά μακριά από την μάθηση. Μια σοβαρή μερίδα του μαθητικού πληθυσμού εργάζονταν στις δουλειές του πατέρα. Πάντως στις απεικονίσεις των δασκάλων η βίτσα ήταν το απαραίτητο στοιχείο για να ταυτιστεί ο άνθρωπος με τον δάσκαλο.
Εδώ η μούσα της λαζάρας, πάντα με την καλοπροαίρετη άποψη, βαφτίζει την βίτσα με «χρυσή βεργούλα». Μια συνέχεια από τα αρχαία χρόνια που βάφτισαν την μαύρη Θάλασσα σε Εύξεινο πόντο, το ακρωτήριο της καλής ελπίδας, κλπ.
Στο στίχο πρέπει να αναφερθούμε και για την διαφοροποίηση που υπήρχε στην λαζάρα στο φύλο του δασκάλου. Άλλοτε έλεγαν δάσκαλος και άλλοτε δασκάλα. Αυτό σήμαινε ότι οι αφηγητές της Λαζάρας γνώριζαν για το αν ο μαθητής είχε δάσκαλο ή δασκάλα.
-τα περιμένει η δασκάλα τους με δυό κλωνάρια μόσχους.
1.Ο μόσχος προέρχεται από το φυτό ιβίσκος, έχει την ομορφιά αλλά και το άρωμα που, όπως διαφημίζουν οι ασχολούμενοι με την αρωματοποιία, δίνειαυτοπεποίθηση, εμπιστοσύνη και δύναμη. Η λέξη μόσχος πάντα οδηγεί στο άρωμα και στην μαγεία της προσέλκυσης για ένα ειδικό σκοπό. Βέβαια για τέτοιες βλέψεις χρησιμοποιείται ο μόσχος από τον αρσενικό γεννητικό αδένα ενός είδος ζαρκαδιού. Εδώ ο σκοπός του μόσχου είναι ιερός και θεμιτός. Ο μόσχος καλείται θα κάνει την δουλειά του. ...
Παιδιά μου πουν τα γράμματα, παιδιά μου που είναι ο νούς σας
Τα γράμματα είναι στο χαρτί και ο νούς μας πέρα ως πέρα
Πέρα πέρα και αντίπερα, πέρα στις μαυρομάτες
πούχουν ελιά στο μέτωπο φεγγάρι στα καπούλια
πούχουν το ματοτσίνορο, σαν φράγκικο δοξάρι.
Οι παραπάνω πέντε στίχοι μοιάζουν σαν να έχουν την διάθεση για σάτιρα, παρά για ευχή. Κάτι πρέπει να έχει διαπιστωθεί για την μαθητική πρόοδο των παιδιών. «Παιδιά μου πουν τα γράμματα, παιδιά μου που είναι ο νούς σας» τραγουδά η κομπανία της Λαζάρας. Αυτό έρχεται σαν ένα ερώτημα, για να υπάρξει από τους ίδιους τους τραγουδιστές η απάντηση: «Τα γράμματα είναι στο χαρτί και ο νούς μας πέρα ως πέρα». Αυτή η συνομιλία, ερώτηση-απάντηση μας οδηγεί στην αντίστοιχη στιχομυθία της κόρης που την καλούν να παντρευτεί με τον Ρήγα και αυτή απαντά με την δική της επιθυμία.
Και για επιβεβαίωση ότι δεν υπάρχει διάθεση για γράμματα, οι τραγουδιστές επιβεβαιώνουν και τον λόγο που έχει φτάσει εκεί η κατάσταση: «Πέρα πέρα και αντίπερα, πέρα στις μαυρομάτες, πούχουν ελιά στο μέτωπο φεγγάρι στα καπούλια, πούχουν το ματοτσίνορο, σαν φράγκικο δοξάρι.».
Αυτή η μορφή της ευχής φαίνεται να είναι αρθρωτή, ώστε να χρησιμοποιείται μόνο που εκεί υπάρχει το πρόβλημα. Όμως και εδώ η λαϊκή μούσα έχει να «ντύσει» ένα πρόβλημα με μια ωραία δικαιολογία, μια ανδροπρεπή δικαιολογία, μια λεκτική αλληλουχία που αν δεν κάνει κρυφά υπερήφανο τον γονιό, τουλάχιστον δεν θα τον στεναχωρήσει, αφού τα γράμματα δεν ήταν και τόσο αγαπητά, όπως έχουμε περιγράψει, σύμφωνα με τις εφημερίδες της δεκαετίας του 30’.
στίχος: Σήκω κόρη μου κι άλλαξε κι προξενιές θα να έρθουν
θα να ’ρθ’ ο γιος του βασιλιά θα να ’ρθ’ ο γιος του ρήγα
-Δε θέλω γιο του βασιλιά δε θέλω γιο του ρήγα
Μόν’ θέλω τα’ αρχοντόπουλο που είναι το ριζικό μου.
και κείνο το αρχοντόπουλο πολύ προικιό γυρεύει
γυρεύει μύλους δώδεκα, μ’όλους του μυλωνάδες.
σημείωση: οι στίχοι αυτοί φέρονται να έχουν προστεθεί στην πορεία του χρόνου. Είναι οι μοναδικοί στίχοι στους οποίους υπάρχει αμφίδρομη κατεύθυνση της αφήγησης. Οι αφηγητές καλούν την κόρη να ετοιμαστεί για να δεχτεί το προξενιό, την μοίρα της, μια μοίρα με τον γιό του καλλίτερου νοικοκύρη, του βασιλιά.
Όμως εδώ για πρώτη φορά στα δρώμενα της Λαζάρας (γιαυτό και τοποθετούμαστε ότι μπορεί να είναι μεταγενέστερη ενσωμάτωση επηρεασμένη από άλλα μουσικά δρώμενα) η κόρη με τα λόγια των αφηγητών της Λαζάρας ανταποκρίνεται στην ευχή και αποκαθιστά την γενική ευχή που της δίνουν, με συγκεκριμένης ποιότητας σύζυγο. Δεν θέλει πλούτη και δόξες αλλά τον άνθρωπο που θα είναι το ριζικό της, η μοίρα της. Βέβαια δίνει την αξία στον άνθρωπο που θα δεθεί μαζί της, τον ονομάζει αρχοντόπουλο, μια λέξη με ρίζα την αρχοντιά.
Και να που σε αυτή την ευχή, εκτός από την ευχή-προτροπή, από την απάντηση της κόρης, έρχεται και μια άλλη διαπίστωση. Φαίνεται ότι σαν να την λέει τρίτο πρόσωπο:
«και κείνο το αρχοντόπουλο πολύ προικιό γυρεύει
γυρεύει μύλους δώδεκα, μ’όλους του μυλωνάδες»
Με όλη την ανωτέρω διάρθρωση, αυτή η ευχή έχει τρία σκέλη, που μπορεί να μην λέγονταν υποχρεωτικά όλα. Οι δύο πρώτες γραμμές είναι οι ευχές της Λαζάρας, των τραγουδιστών. Οι δύο επόμενες μοιάζουν σαν μια ευχή-απάντηση της κόρης που συγκεκριμενοποιεί τι είναι αυτό που θέλει. Τέλος οι δύο τελευταίοι στίχοι φαίνεται να είναι η αδυναμία, ή το πρόβλημα στην πραγματοποίηση της ευχής.
Με αυτό το σκεπτικό υπάρχει η δυνατότητα, η ευχή να ήταν αρθρωτή και ανάλογα την περίπτωση να τραγουδιόνταν οι δύο ή οι τέσσερες ή και οι έξι στίχοι.
Αφέντη και αφεντάκη μου , πέντε φορές αφέντη μ’
πέντε σελώνουν τα’ άλογο , πέντε το καλιγώνουν.
Σημείωση: Η ευχή απευθύνεται στον μπερμπάντη, που έχει τα προς το ζείν αλλά και δεν έχει γνώση και θέληση για οικογενειακή τακτοποίηση. Η ευχή του δίνει το κρύο τίτλο «αφέντη» αλλά άμεσα συνεχίζει και με την ζεστασιά του δικού μας ανθρώπου «αφεντάκη». Η αριθμο-αναφορά με το νούμερο πέντε, προσανατολίζει την δραστηριότητα του νέου. Του αποδίδει την μεγαλοσύνη, και το πολυπληθές σύνολο που είναι στην δούλεψή του. Σαν αφέντης καβαλάει μόνο σελωμένο άλογο που είναι περιποιημένο με προσοχή στα πόδια του. Η συνεχής αναφορά του αριθμού πέντε, δημιουργεί από μόνη της μια αίσθηση ποίησης, δοξασίας και τάσης για ομοιοκαταληξία.
πίσω απ’ τα καπούλια του τρείς φραγκοπούλες παίζουν
Μέσα στις θύμησες της περιοχής, η κάθε είδους φραγκοκρατία έχει φτιάξει τους δικούς της μύθους. Είναι φυσική συνέχεια μιας μεγάλης εποχής , όπου διάφοροι λατινογενείς ή λατινο-κατοικούντες λαοί, με επιθυμία του Πάπα, ήλθαν και κατέλαβαν την πόλη της Βόνιτσας, Βόνδιτζας, Βούνδιτζας, Μποντίτζας, Vonizza. Δίκαια αποκαλούν το κάστρο μας, ως το κάστρο των 18 εθνοτήτων. Και ποιος δεν το διοίκησε. Οι Νορμανδοί Βίκιγκς της Απουλίας, το Βασίλειο της Νάπολι, το Βασίλειο του Τάραντα, Οι Ιππότες της Μάλτας, οι Ενετοί, οι Σέρβοι , οι Βούλγαροι, οι Βυζαντινοί, κλπ..
Στον απλό κόσμο οι περισσότεροι από αυτούς ήταν γνωστοί με το όνομα Φράγκοι.
Οι γυναίκες των Φράγκων διέφεραν από τις ντόπιες, ήταν πιο ασπρούδες και κυρίως πιο διαφορετικές. Εξ άλλου όπως διατείνεται ο πατέρας μου, ο μύθος για τις όμορφες γερμανίδες – αγγλίδες κλπ έθνη που έρχονταν διακοπές στην Ελλάδα, ήταν μια σαπουνόφουσκα.
Ας απαντήσει όποιος επιθυμεί στο ερώτημα: Ποια γυναίκα θα έφερνε ο ευρωπαίος για διακοπές, άσχημη ή όμορφη;
η μια βαρά τον τζαμουρά, η άλλη το μπουζούκι
και η τρίτη η καλλίτερη παίζει με τον αφέντη.
Εδώ φαίνεται η μπερμπάντικη ζωή του εργένη. Η ευχαρίστησή του, η διασκέδασή του, η καθημερινή του ζωή. Η ονομασία «Τζαμπουρά» αναφέρεται στο μουσικό έγχορδο όργανο, τον Ταμπουρά. Η μετεξέλιξη του Ταμπουρά μας έδωσε το τρίχορδο «μπουζούκι». Η μια φραγκοπούλα με τις παλιές συνήθειες διασκεδάζει τον αφέντη, η άλλη με νεώτερες συνήθειες ευχαριστεί τις αισθήσεις του αφέντη. Αλλά «η τρίτη η καλλίτερη» έχει αφιερωθεί στον αφέντη. Αν προσέξουμε το ρήμα «Πάιζει» και την σημασία του, θα δούμε ότι αυτή η λέξη κυριολεκτεί στην ανθρώπινη συμπεριφορά.
Το ρήμα «παίζω» έχει σχέση με τα ρήματα: ψυχαγωγούμαι, διασκεδάζω , συμμετέχω, χειρίζομαι. Πολλές φορές η έκφραση «η ζωή είναι παιγνίδι» συμφωνεί με όσα αντικρύζουμε.
Η Τρίτη η καλλίτερη παίζει με τον αφέντη. Να το πρώτο μήνυμα της ευχής. Υπάρχει μια γυναίκα που συμμερίζεται όλες τις αισθήσεις σου.
Ας δούμε όμως πιο κάτω την συνέχεια της ευχής για να καταλάβουμε ότι ηΛαζάρα δεν εύχεται μόνο αλλά έρχεται σαν ένας άγγελος καλών ειδήσεωνκαι προτροπών.
Παίζοντας και γυρίζοντας αποκοιμιέται ο αφέντης.
Η μια του παίρνει τα άσπρα του , η άλλη το μαντήλι
Η λέξη «αποκοιμιέται» είναι συνακόλουθη της ξεγνοιασιάς, της έλλειψης προσοχής, της ανοχής, της αδιαφορίας. Μέσα σε αυτό το κλίμα της αφαίρεσης της προσοχής, οι γυναίκες της διασκέδασης, η πρώτη και η δεύτερη, θα πάρουν αυτό για το οποίο δέχθηκαν να διασκεδάσουν τον αφέντη. Για την πρώτη φραγκοπούλα που παίρνει τα «άσπρα του», η ερμηνεία είναι εύκολη. Η Βόνιτσα χρησιμοποιούσε δύο νομισματικές μονάδες. Για την συναλλαγή με το εσωτερικό της Ακαρνανίας ή την Αρτα χρησιμοποιούσε τα τουρκικά νομίσματα (άσπρα – παράδες κλπ) , ενώ για συναλλαγές με το Continente , το νόμισμα ήταν τα τσεκίνια.
Τι να σημαίνει όμως η έκφραση «του παίρνει το μαντήλι». Τι σηματοδοτεί το μαντήλι ενός άνδρα για εκείνη την εποχή;
και η τρίτη η καλλίτερη παίζει με τον αφέντη.
Να η αξία για να αποφασίσει ο μπερμπάντης στο να παντρευτεί. Εχει βρεθεί σε κατάσταση μειονεκτική και η Τρίτη φραγκοπούλα, δεν τον κλέβει, δεν τον εγκαταλείπει, αλλά συνεχίζει να είναι μαζί του και να του προσφέρει τα ίδια πράγματα που του έδινε και πιο πριν. Συνεχίζει και παίζει με τον αφέντη.
Σήκω κυρά μ’ κι άλλαξε και βάλε τα χρυσά σου
Η προτροπή «Σήκω» δίνει το έναυσμα για ενέργεια, για κάτι που πρέπει να γίνει, για αυτό που είναι μια βαθειά επιθυμία. Στην λέξη «σήκω» έχουν κτιστεί πολλά δημοτικά τραγούδια. Εδώ μπορεί να περιέχει και την έννοια ότι η κυρά του σπιτιού δεν είναι η βαρυοδουλεμένη, ότι είναι στο σπίτι αρχόντισσα.
«Σήκω και άλλαξε και βάλε τα χρυσά σου.» Εδώ αντί για χρυσά μπορεί να ακουστεί και η λέξη «καλά» δηλαδή «τα καλά σου». Ευχή για την σιγίρηση του σπιτιού, για την ύπαρξη όλων αυτών των «σκουτιών» που βλέπουμε στους δύο τόμους των Ιστορικών κειμένων της Βόνιτσας. Αλατζάδες, ασημοζώναρα,βρακόζωνες, κεφαλοπάνια, μανίκες, μπελνταρί μακρομάνικο, πουκαμίσες,τζοέλλος, γκόλφια κλπ
βάλε τον ήλιο στο πρόνοσωπο (πρόσωπο) και το φεγγάρι στα στήθη
Ο ήλιος, αυτή η ζοωγόνος πηγή, το ουράνιο σώμα που δοξάστηκε σαν θεότητα από όλους τους λαούς, η ζωή του σύμπαντος. Αυτή την μορφή, τον ήλιο, θέλει η Λαζάρα να είναι στο πρόσωπο της κυράς που δέχεται τις ευχές. Ένα πρόσωπο ζωντανό, φωτεινό , με χαμόγελο, με ζωή.
Η Λαζάρα όμως δεν αφήνει στην λησμονιά τον ήλιο της νύκτας, την σελήνη. Το ουράνιο σώμα που με την παρουσία του, κυρίως στην πανσέληνο, δίνει ζωή σε αισθήματα, φουσκώνει τόσο τα αρχέγονα ένστικτα, όσο και το μυστήριο για την ζωή.
Αυτό το ολόγεμο φεγγάρι να βρεθεί «στα στήθη» της κυράς του σπιτιού, σαν ένα μυστήριο σε ένα γυναικείο στήθος.
και το καθάριο ν’ Αυγερινό βάλτόνε (βάλε τον) δαχτυλίδι.
Ο Αυγερινός είναι το αστέρι που το διακρίνουμε λίγο μετά την δύση του ηλίου, ή πριν την ανατολή. Η λαϊκή μούσα ονομάζει αυτό το αστέρι ως Αυγερινό και η επιστήμη το ονομάζει Πλανήτη Αφροδίτη. Η ζωντάνια που έχει στο αστρικό στερέωμα είναι σαν ένα φωτεινό δακτυλίδι. Αυτό το δακτυλίδι πρέπει να έχει η κυρά του σπιτιού.
Μια πιο μακρινή έννοια στην χρήση του Αυγερινού ως δακτυλίδι, μπορεί να τεθεί και η καθαρότητα της αξίας, η τιμιότητα της εξουσίας που θα λάβει η κυρά του σπιτιού.
Τέλος της Λαζάρας:
Εδώ που τραγουδή-νή-σαμε πέτρα να μη νε-ραΐσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει.
Τι να σημαίνει η έννοια της πέτρας. Τι σημαίνει εκτός από τα πετρόκτιστα, για τα καλυβόσπιτα της Βόνιτσας;
Μέχρι τώρα έχω χρησιμοποιήσει πηγές από:
- Τα λόγια της Λαζάρας
- Σημασιολογία των λέξεων της Λαζάρας
- Αναμνήσεις από εκμυστηρεύσεις Βονιτσιάνων
- Λόμπα, Το καθαρτήριο της σκέψης.
- Αποδελτίωση εφημερίδων της παλαιάς Βόνιτσας
- Αρχείο Σπ. Περιστέρη (ότι μας έχει δώσει η κυρία Καμηλάκη)
- Αρχείο ΑΜΦΙΚΤΙΟΝΙΑΣ ΑΚΑΡΝΑΝΩΝ
Οι Αμφικτίονες
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου