ΝΙΚΟΣ Θ. ΜΗΤΣΗΣ: Τσέλιος Νικόλαος ή Δραγαμεστινός (1799 –1860), Αντιστράτηγος, δήμαρχος Αστακού, βουλευτής Ξηρομέρου!
Ο Νίκος Θ. Μήτσης με τις γνώσεις του ερευνητή, παρουσιάζει τον Τσέλιο Νικόλαο ή Δραγαμεστινό (1799 –1860) που ήταν ένας από τους ανδρείους αγωνιστές της εθνεγερσίας του 1821, Αντιστράτηγος, δήμαρχος Αστακού και βουλευτής Ξηρομέρου. Μια ιστορική μελέτη με σημαντικά ντοκουμέντα και σπάνιο αρχειακό υλικό που έρχεται στο φως για πρώτη φορά.
Γράφει ο: ΝΙΚΟΣ ΘΕΟΔ. ΜΗΤΣΗΣ
Συγγραφέας Ιστορικός
Ξηρόμερο και Παλιγγενεσία
Τσέλιος Νικόλαος ή Δραγαμεστινός
(1799 –1860)
Αντιστράτηγος, δήμαρχος Αστακού, βουλευτής Ξηρομέρου
Ο Νικόλαος Τσέλιος ή Δραγαμεστινός κατάγονταν από το Δραγαμέστο Ξηρομέρου, το σημερινό χωριό Καραϊσκάκης. Ήταν γιος του Αναγνώστη και γεννήθηκε το 1799 στην Κατούνα Ξηρομέρου καθότι η μητέρα του ήταν το γένος Μαυρομμάτη [εφημερίδα ΑΙΩΝ, 13-2-1860].
Έλαβε μέρος από την αρχή μέχρι το τέλος στον υπέρ της ανεξαρτησίας των Ελλήνων αγώνα, παρακολουθήσας διαφόρους οπλαρχηγούς, κατά πρώτον τον θείο του στρατηγό Δήμο Τσέλιο και, ακολούθως πολέμησε με τους: Γεώργιο Καραϊσκάκη, Θεόδωρο Γρίβα και από το 1826 και μετά με τον Αλέξη Γαρδικιώτη Γρίβα, ξανά με τον αείμνηστο Καραϊσκάκη στις εκστρατείες του στη Βοιωτία (1826) και στην Αττική (1827) και το 1828 -1829 πάλι με τον Γαρδικιώτη Γρίβα. Το 1836 βρέθηκε πάλι με τον Δήμο Τσέλιο στην εξέγερση των Ακαρνάνων αξιωματικών κατά του Όθωνα.
Το 1823 έφερε τον βαθμό του εκατόνταρχου, το 1824 προβιβάστηκε στον βαθμό του χιλίαρχου και το 1825 στον βαθμό του αντιστράτηγου. Το 1828 με την έλευση του Καποδίστρια ονομάστηκε πεντακοσίαρχος, το 1830 με τη δημιουργία του Ταξιαρχικού Σώματος όπου ανώτερος βαθμός ήταν αυτός του χιλίαρχου, ονομάστηκε ξανά πεντακοσίαρχος (2ος στη σειρά βαθμός) (ΓΑΚ: Όθων. Στρ. ΜΑ φ. 525) και, το 1836 επί Βασιλέως Όθωνος ονομάστηκε λοχαγός στη Βασιλική Φάλαγγα (προηγούμενοι ανώτεροι βαθμοί ήταν αυτός του συνταγματάρχη, του αντισυνταγματάρχη και του ταγματάρχη).............
Από την αρχή της επανάστασης έλαβε μέρος στον αγώνα και πολέμησε στις 13 Νοεμβρίου 1821 στην κατάληψη της Άρτας υπό τις οδηγίες των οπλαρχηγών: Μάρκου Μπότσαρη, Νότη Μπότσαρη, Λάμπρου Βέϊκου, Κίτζου Τζαβέλα και, των Ακαρνάνων οπλαρχηγών: Γεωργίου Βαρνακιώτη, Γεωργίου Τσόγκα, Θοδωράκη Γρίβα, Δήμου Τσέλιου, Αντρέα Ίσκου καθώς και των Γεωργίου Καραϊσκάκη και Γεωργίου Βαλτινού. Αρχηγοί του τουρκικού στρατού, τότε, ήταν οι Χασάν Πασάς, Ισμαήλ Πλιάσας, Πασόμπεης Ιωαννίνων, Ισμαήλμπεης Κονίτσης, Χασάμπεης Βεργιόνης και Σούλτσα Κόρτζας (Νικ. Σπηλιάδης τ. Α' σελ. 292).
Πολέμησε επίσης στο Πέτα της Άρτας (1822), στον Αετό Ξηρομέρου (1822), στο Λουτράκι Κατούνας (22 Αυγ. 1822), στην Κομποτή Ξηρομέρου (23 Αυγ. 1822), στην Ζαμπατίνα (θέση πλευρά το έτος 1823) και στην Α΄ πολιορκία του Μεσολογγίου (1822).
Τα Χριστούγεννα του 1822 βρίσκεται με τον νταϊφά του στο Μεσολόγγι στην πρώτη πολιορκία αυτού (Δεκ. 1822- Ιαν.1823) υπό τις οδηγίες του Δήμου Τσέλιου και μαζί με τους Ξηρομερίτες οπλαρχηγούς: Δημήτρη Παλιογιάννη (Βάτος), Αποστόλη Κουσουρή (Βάρνακας), Θεόδωρο Γρίβα (Βόνιτσα), Γιαννάκη Σουλτάνη (Μοναστηράκι), Κώστα Γεροθανάση (Πρόδρομος), Βασίλη Χασάπη (Δραγαμέστο) κ.λπ. μικροπλαρχηγούς της Ακαρνανίας οι οποίοι βαστούσαν επάξια και ανδρείως, τότε, το Μεσολόγγι.
Τα Χριστούγεννα του 1822 βρίσκεται με τον νταϊφά του στο Μεσολόγγι στην πρώτη πολιορκία αυτού (Δεκ. 1822- Ιαν.1823) υπό τις οδηγίες του Δήμου Τσέλιου και μαζί με τους Ξηρομερίτες οπλαρχηγούς: Δημήτρη Παλιογιάννη (Βάτος), Αποστόλη Κουσουρή (Βάρνακας), Θεόδωρο Γρίβα (Βόνιτσα), Γιαννάκη Σουλτάνη (Μοναστηράκι), Κώστα Γεροθανάση (Πρόδρομος), Βασίλη Χασάπη (Δραγαμέστο) κ.λπ. μικροπλαρχηγούς της Ακαρνανίας οι οποίοι βαστούσαν επάξια και ανδρείως, τότε, το Μεσολόγγι.
Ο Προφ. Ηλίας Δραγαμέστου και η απόφαση που ο Καραισκάκης ορίστηκε το 1825 αρχηγός Αρμάτων στο Ξηρόμερο
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ως αρχηγός Αρμάτων Ξηρομέρου (πολ.φ.76) είχε στήσει με εντολή της κυβέρνησης το στρατόπεδο του στο Δραγαμέστο Ξηρομέρου, αποτελούμενο από 2.691 άνδρες, παρεμποδίζοντας τον Κιουταχή και τον Ιμπραήμ που τότε πολιορκούσαν στενά το Μεσολόγγι. Διακρίνονται στον κατάλογο αρκετοί οπλαρχηγοί, όπως οι: Θοδωρής Μαγγίνας (94 άνδρες), Αναγνώστης Καραγιάννης (308 άνδρες), Γεώργιος Τσόγκας (498 άνδρες), Γιαννάκης Ράγκος (218), Ανδρίκος Σιαφάκας (300), Δήμος Τσέλιος (62 άνδρες), Δημήτρης Γεροθανάσης (28), Γεώργιος Καραϊσκάκης (600 άνδρες), Ανδρέας Γριβογιώργος (30), Μήτσος Κοντογιάννης (150), Ανδρέας Ίσκος (72), Κώστας Σιαδήμας (100), Αποστολάκης Κουσουρής (25), Γαλάνης Μεγαπάνου (50) κ.λπ (πολ.φ.151)
Πήρε μέρος και μάλιστα ανδραγάθησε στην Β΄ Πολιορκία του Μεσολογγίου, επικεφαλής, ως υπαρχηγός, 140 ανδρών του θείου του στρατηγού Δήμου Τσέλιου, ο οποίος τον Αύγουστο του 1825 με εντολή της τότε κυβέρνησης βγήκε έξω από το Μεσολόγγι και ενίσχυσε το στρατόπεδο του Γεωργίου Καραϊσκάκη στον Προφήτη Ηλία του Δραγαμέστου, ως τα Χριστούγεννα του ιδίου έτους, που το στρατόπεδο αυτό των 2.691 ανδρών, μετακόμισε πάλι με εντολή της κυβέρνησης, προς την Δερβέκιστα (Ανάληψη) Τριχωνίδας και από εκεί ενοχλούσε τους Κιουταχή και Ιμπραήμ που πολιορκούσαν το Μεσολόγγι.
Στο Μεσολόγγι το 1825, ως Σωματάρχης, συνυπέγραψε το πρακτικό που προσδιόριζε τον Νότη Μπότσαρη ως αρχηγό στη Φρουρά του Μεσολογγίου.
Αριστερά: πρότυπο εκλογής του Νότη Μπότσαρη από τους στρατηγούς και καπεταναίους ως αρχηγού της Φρουράς του Μεσολογγίου. Το έγγραφο φέρει τις υπογραφές 16 εν ενεργεία στρατηγών, αντιστράτηγων και χιλίαρχων με ημερομηνία 15 Μαΐου 1825. Δεξιά οικονομικός κατάλογος για 140 άνδρες του Δήμου Τσέλιου που βρίσκονταν στο Μεσολόγγι με αρχηγό αυτών τον Νικόλαο Τσέλιο ή Δραγαμεστινό [πολ.φ.148]
“Όλοι οι οπλαρχηγοί ευρισκόμενοι εις Μεσολόγγιον και κανονικώς όλον το στρατόπεδον Μεσολογγίου εκλέξαμε παμψηφώνως τον στρατηγόν Νότην Μπότζαρην τον οποίον επιφορτίσαμε να έχει όλην την φροντίδαν του στρατοπέδου γενικώς και υποσχόμεθα όλοι να υποτασόμεθα εις ό,τι ήθελεν μας διορίσει εις όλες τις υποθέσεις όπου απαιτούν το στρατόπεδον τούτο, ο ίδιος στρατηγός θέλει εκλέγει να επιφορτίζει κάθε άλλον να επιστατεί εις μερικάς υποθέσεις του στρατοπέδου και λείποντας όποιοσδήποτε να καθοδηγείται από όλους.
Τη 30 Μαγιού 1825 Μεσολόγγιον:
Γεώργιος Τσόγκας, Νικήτας Σταματελόπουλος, Θανάσης Κουτσονίκας, Ανδρέας Ίσκος, Δημήτρης Μακρής, Ιωάννης Σούκας, Φωτο Μπόμπορης, Σπύρος Κοντογιάννης, Αποστολάκης Κουσουρής, Σπύρος Λαμπρόπουλος, Σπύρο Μήλιος, Βασίλειος Χασάπης, Κώστας Χορμόβας, Νικόλαος Αναγνώστη Δραγαμεστινός, Γεώργιος Πασχάλης”΄.
Εξ αυτών των οπλαρχηγών που υπέγραψαν το 1825 το πρακτικό αναγνώρισης του Νότη Μπότσαρη ως αρχηγού Φρουράς του Μεσολογγίου, οι: Γεω. Τσόγκας, Απ. Κουσουρής, Ιω. Λαμπρόπουλος, Βασ. Χασάπης, Νικ. Δραγαμεστινός ήταν όλοι τους Ξηρομερίτες. Και οι, Ανδ. Ίσκος, Μ. Κοντογιάννης ήταν Βαλτινοί, ο Δ. Μακρής από τον Ζυγό Αιτωλ/νίας, ο Νικηταράς (Σταματελόπουλος) από την Μεσσηνία και οι υπόλοιποι ήταν όλοι τους ήταν Ηπειροσουλιώτες. Τώρα εύκολα διαπιστώνετε ποιοι πολέμησαν στο Μεσολόγγι και ποιοι, γιαυτό, δρέπουν τις δάφνες.
Εδώ στο Μεσολόγγι διακρίνεται η στρατιωτική προσωπικότητα του Νίκου Τσέλιου που είχε σαν αποτέλεσμα να προβιβαστεί, αργότερα, ως αξιωματικός, στον ανώτερο απ αυτόν που είχε βαθμό.
Στις 19 Φεβρουαρίου του 1825 προάγεται στον βαθμό του αντιστράτηγου, υπηρετών στο στρατιωτικό σώμα του εκ Ζαβίτσης καταγόμενου θείου του, Δήμου Τσέλιου. [πολ. Φακ. 55/066]
Την άνοιξη του 1825 μπαίνει υπό τον στρατηγό Δήμο Τσέλιο στο πολύπαθες και καθημαγμένο Μεσολόγγι και παραμένει εντός αυτού καθ΄ όλη την διάρκεια της Β΄ πολιορκίας του (Απρ. 1825 - Απρ. 1826) έχων για όσο διάστημα απουσίαζε ο Δήμος Τσέλιος από το Μεσολόγγι την αρχηγία του σώματος του θείου του, ο οποίος Δήμο Τσέλιος, με εντολή της κυβέρνησης, το καλοκαίρι του 1825 βγήκε απ’ το Μεσολόγγι και υπηρετούσε υπό τον Γεώργιο Καραϊσκάκη, μαζί και με άλλους δυτικοελλαδίτες οπλαρχηγούς, στο στρατόπεδο του Προφήτη Ηλία στο Δραγαμέστο Ξηρομέρου.
Η απόφαση με την οποία ο Νικόλαος Δραγαμεστινός, προάγεται από το Εκτελεστικό Σώμα στις 19 Φεβρ. 1825 στον βαθμό του αντιστράτηγου. Με την ίδια απόφαση προάγεται σε στρατηγός ο Δήμος Τσέλιος (Ζάβιτσα), και σε χιλίαρχο, οι: Κωνσταντής Βαλιανάκης (Αετός), Δημήτρης Παπάς (Μερδενίκου), Καραγιάννης Μαγουλιάνος (Βούστρι), Δημ. Μακρυστάθης (Κανδήλα), σε υποχιλίαρχο οι: Νικόλαος Μπαμπινιώτης (Μπόικον –Μπαμπίνι), Ανδρέας Στούπας (Κατούνα), σε Ταξιαρχικό οι: Δημ. Γριβογιώργος (Κωνωπίνα), Γεώργιος Καυκούλης (Αετός), σε εκαντόνταρχο, οι: Πίκος Βλυζιανίτης (Βλυζιανά), Χρ. Λίτσος (Κατούνα), Γρηγόρης Πράπας (Αετός), Καραγιάννης Δραγαμεστινός (Δραγαμέστο) και ο Γεώργιος Φλώρος (Παπαδάτου).
Διασωθείς της Εξόδου, ο Νικόλαος Τσέλιος ή Δραγαμεστινός και, διαφωνίσας για οικονομικούς λόγους με τον θείο του Δήμο Tσέλιο ως προς τα μισθοσιτηρέσια των στρατιωτών μέσα στο Μεσολόγγι [Γεν.Γραμ. φ.101], που ο Νικόλαος Τσέλιος εκτελούσε όπως προείπαμε χρέη αρχηγού στο σώμα του Δήμου Τσέλιου, διαφωνία για 6.965,30 γρόσια και 30 παράδες, από την οποία διαφωνία, αργότερα δικαιώθηκε πλήρως ο Δήμο Τσέλιος, έρχεται ο Νικόλαος Τσέλιος ή Δραγαμεστινός στο Ναύπλιο και τίθεται υπό τις διαταγές του Θεόδωρου Γρίβα.
Ως γνωστόν εκείνη την εποχή, το Ναύπλιο, το Παλαμήδι και το Μπούρτζι, διοικείτο πέρα για πέρα από Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς, με επικεφαλής Φρούραρχο στο Παλαμήδι τον στρατηγό Θεόδωρο Γρίβα από τη Βόνιτσα και υπαρχηγό τον Γιαννάκη Σουλτάνη από το Μοναστηράκι Βονίτσης, ενώ η περιοχή στην Ακροναυπλία διοικείτο από τους αδελφούς Γιαννάκη και Νικόλαο Στράτο.
Στο Ναύπλιο ο Νικόλαος Τσέλιος ή Δραγαμεστινός, υπηρετεί στην Πολιταρχεία του Θοδωράκη Γρίβα έχων στο Σώμα του συνολική δύναμη 85 ανδρών τους οποίους εξακολουθεί να συντηρεί με ίδιες δαπάνες (Γ.Α.Κ: πολ.φ.218). Στο Ναύπλιο παράλληλα συνυπογράφει μαζί με άλλους αξιωματικούς την ιδρυτική διακήρυξη της «Αδελφότητας των Ρουμελιωτών» που βρίσκονταν τότε στο Ναύπλιο όλοι οι Εξοδίτες επιζώντες οπλαρχηγοί και δεν ήταν και λίγοι πάνω από τριακόσιοι δυτικοελλαδίτες αξιωματικοί.
Κατάλογος αξιωματικών στην Πολιταρχεία του στρατηγού Θοδωράκη Γρίβα, το θέρος του 1826 στο Παλαμήδι - Ναύπλιο. Διακρίνονται στον κατάλογο επιφανείς αξιωματικοί της Φρουράς, αποτελουμένης και, από Ξηρομερίτες και Βονιτσάνους αξιωματικούς, όπως οι: Γρίβας Φλώρος (50 άνδρες), Γρίβας Γαρδικιώτης (135 άνδρες), Γρίβας Σταύρος (190) Βόνιτσα, Τσαούσης Χρήστος (52) Πλαγιά, [6ος εξ αριστερών στον κατάλογο Τσέλιος ή Δραγαμεστινός Νίκος (85 άνδρες) Δραγαμέστο- Αστακός], Γαλάνης Παναγής (36 άνδρες) Μαχαλάς, Καρδάρας Αθανάσιος (130) Κανδήλα, Κουκουτζέλος Γιάννης (22) Βόνιτσα, Γερόλυμος Δημήτρης (40) Παπαδάτου, Νικάκης ή Ξηρομερίτης Ανδρέας (30 άνδρες) Τρύφου, Μήτσος Λουλούδας (13) Βόνιτσα, Καπογιωργάκης Κώστας (23) Πλαγιά, Κατούνας ή Τζιτζώνης Γιάννης (27) Κατούνα, Δερμάνης Γιάννης (17) Βόνιτσα, Πλαγιώτης Πανούτσος (8) Πλαγιά, Τσιόγκας Δημήτρης (30) Βόνιτσα.
Ο Καραϊσκάκης προϊδεασμένος εγκαίρως ότι το παν στο Ναύπλιο εκείνη την εποχή κινείτο από Ρουμελιώτες και δη, από τους Δυτικοελλαδίτες οπλαρχηγούς, προσχώρησε και αυτός πρόθυμα στην Αδελφότητα των Ρουμελιωτών, θέτοντας την υπογραφή του, λέγοντας, αυθόρμητα και απροσποίητα, αλλά και ως τραχύς και ετοιμόλογος στη γλώσσα εκείνος αρχηγός και τα ακόλουθα: «φέρτε μου να υπογράψω, διότι κι εγώ ίσα – ίσα δια τα συμφέροντα της πατρίδος μας ήλθα εδώ στο Ναύπλιο με τα παλληκάρια μου να αντικρούσωμεν τους Γκαχάδες (ονόμαζε έτσι τους Σουλιώτες ειρωνικά) οίτινες φροντίζουν να τα πάρουν όλα επάνω τους και δε μας έμεινε υπόληψις πλησίον του Έθνους». [Ενθυμήματα, Κασομούλης Νικόλαος, τ. Β΄, σελ. 318]
Ακολούθησε ο Νικόλαος Τσέλιος τον αοίδιμο Καραϊσκάκη, με το Σώμα των Παλαμηδιτών (Γαρδικιώτης Γρίβας, Σταύρος Γρίβας, Χρ. Τσαούσης, Δημ. Γερόλυμος, Γιαννάκης Σουλτάνης, Αθαν. Καρδαράς, Κώστας Καπογιωργάκης, Νικόλαος Καραμίτζης, Γιάννης Φαρμάκης, Παναγής Γαλάνης, Μήτρος Σμπόνιας, Δημήτρης και Χρήστος Μακρής, Χρήστος Βάρφης, Νικόλαος Δραγαμεστινός, Βασ. Γέννειας, Στάθης Χεινόπωρος, Ιω. Καντούνης (Τζιτζώνης) με τον οποίον Καραϊσκάκη πολέμησε το 1826 στην μάχη της Αράχωβας, στη Δαύλεια, στο Ζεμενό, αλλά και στο Δίστομο.
Ο Καραϊσκάκης ανήγγειλε τη μεγάλη νίκη της Αράχωβας (24 Νοεμ. 1826) στην κυβέρνηση με επιστολή, την οποία υπέγραψαν όλοι οι οπλαρχηγοί και οι αξιωματικοί που πήραν μέρος σ’ αυτή την μάχη. Τα ονόματά τους διέσωσε ο αγωνιστής, συγγραφέας και πολιτικός Νικόλαος Σπηλιάδης, αλλά και η εφημερίδα ΓΕΝΙΚΗ {8 Δεκ. 1826} και είναι τα εξής, με τη σειρά υπογραφής της επιστολής: Γεώργιος Καραϊσκάκης, Βασίλης Μπούσγος, Σπύρος Μήλιος, Νικήτας Σταματελόπουλος, Γιαννούσης Πανομάρας, Αναγνώστης Ροκάς, Γιάννης Δαγκλής, Νικόλαος Καραμέτσης, Χριστόδουλος Χατζηπέτρος, Χατζή-Μιχάλης Νταλιάνης, Μήτρος Βάγιας, Γαρδικιώτης Γρίβας, Αθανάσιος Κουτσονίκας, Λεόντης Δαγκλής, Παναγής Γαλάνης, Γεώργιος Μαλάμος, Σπύρος Ξύδης, Νικόλαος Μπαρμπιτσιώτης, Δήμος Τσέλιος (Γεροδήμος), Μήτρος Τριανταφύλλου, Κωνσταντής Γριβογιώργος, Γεώργιος Βάγιας, Κώστας Νάκος, Τριαντάφυλλος Αποκουρίτης, Κωνσταντής Βέρης, Γιάννης Φαρμάκης, Ιωάννης Ρούκης, Νάκος Πανουριάς, Τούλιος Πανομάρας, Κωνσταντίνος Καλύβας, Γεώργιος Δυοβουνιώτης, Γεώργιος Αγαλλόπουλος, Κωνσταντίνος Γιολδάσης, Κομνάς Τράκας, Γιάννος Δούλος Κουτσονίκας, Κολιός Γερονούρης, Αναγνώστης Καναβός, Γιάννης Μπαϊρακτάρης, Πίλιος Τσέχερης, Δημήτριος Μακρής, Πάσχος Κοσμάς, Βασίλειος Αντωνόπουλος, Κώστας Χορμόβας, Κολιός Πασχούλης, Αθανάσιος Χήλιος, Γιαννάκης Κίτσος, Κώστας Τζαβέλλας, Γιώτας Κάτσης, Γεώργιος Μπαϊρακτάρης, Κίτσος Μπότσαρης, Κίτσος Δούκας, Ιωάννης Μελάς, Χρήστος Μπέκας, Μήτρος Μεσολογγίτης, Μήτρος Σμπόνιας, Νικόλαος Κάσκαρης, Κίτσος Τσάκος, Αργυροκαστρίτης, Σταύρος Γιωργάκης, Γιωργάκης Λακάς, Γιώργης Σκεδάς, Ναστούλης Δαγκλής Ναστούλης, Χρήστος Μακρής, Κωνσταντίνος Πασχάλης, Αθανάσιος Ζέρβας, Χριστόφορος Περραιβός, Πάνος Δάρος, Αθανάσιος Κρικοχωρίτης, Γιάννος Βαργιαδίτης, Δημήτριος Καλλέργης, Σταύρος Δέβερης, Αναγνώστης Κραβαρίτης, Χρήστος Βάρφης, Γεώργιος Τζαβέλλας, Γιάννης Πιλάλης, Μήτρος Γρουμπογιάννης, Διαμάντης Ζέρβας, Λάμπρος Τζαβέλλας, Αν. Στουρνάρης, Γεώργιος Διάκος, Πάνος Τοσούλας, Χαράλαμπος Παπαπολίτης, Λάμπρος Βέικος, Νικόλαος Δραγαμεστινός, Φωτούσης Φωτομάρας, Νικολός Διάκος, Αναγνώστης Κατσκαμπής, Αθανάσης Δράκος, Γιάννος Περζεκιάς, Αναστάσιος Χορμόβας, Νικόλαος Μπότσαρης, Νάστος Κοντογιάννης και Γεώργιος Ζέρβας. [με κίτρινο χρώμα είναι όλοι τους Ξηρομερίτες οπλαρχηγοί και με το μαύρο χρώμα είναι όλοι τους Αιτωλ/νες]
Ο Καραϊσκάκης ανήγγειλε τη μεγάλη νίκη της Αράχωβας (24 Νοεμ. 1826) στην κυβέρνηση με επιστολή, την οποία υπέγραψαν όλοι οι οπλαρχηγοί και οι αξιωματικοί που πήραν μέρος σ’ αυτή την μάχη. Τα ονόματά τους διέσωσε ο αγωνιστής, συγγραφέας και πολιτικός Νικόλαος Σπηλιάδης, αλλά και η εφημερίδα ΓΕΝΙΚΗ {8 Δεκ. 1826} και είναι τα εξής, με τη σειρά υπογραφής της επιστολής: Γεώργιος Καραϊσκάκης, Βασίλης Μπούσγος, Σπύρος Μήλιος, Νικήτας Σταματελόπουλος, Γιαννούσης Πανομάρας, Αναγνώστης Ροκάς, Γιάννης Δαγκλής, Νικόλαος Καραμέτσης, Χριστόδουλος Χατζηπέτρος, Χατζή-Μιχάλης Νταλιάνης, Μήτρος Βάγιας, Γαρδικιώτης Γρίβας, Αθανάσιος Κουτσονίκας, Λεόντης Δαγκλής, Παναγής Γαλάνης, Γεώργιος Μαλάμος, Σπύρος Ξύδης, Νικόλαος Μπαρμπιτσιώτης, Δήμος Τσέλιος (Γεροδήμος), Μήτρος Τριανταφύλλου, Κωνσταντής Γριβογιώργος, Γεώργιος Βάγιας, Κώστας Νάκος, Τριαντάφυλλος Αποκουρίτης, Κωνσταντής Βέρης, Γιάννης Φαρμάκης, Ιωάννης Ρούκης, Νάκος Πανουριάς, Τούλιος Πανομάρας, Κωνσταντίνος Καλύβας, Γεώργιος Δυοβουνιώτης, Γεώργιος Αγαλλόπουλος, Κωνσταντίνος Γιολδάσης, Κομνάς Τράκας, Γιάννος Δούλος Κουτσονίκας, Κολιός Γερονούρης, Αναγνώστης Καναβός, Γιάννης Μπαϊρακτάρης, Πίλιος Τσέχερης, Δημήτριος Μακρής, Πάσχος Κοσμάς, Βασίλειος Αντωνόπουλος, Κώστας Χορμόβας, Κολιός Πασχούλης, Αθανάσιος Χήλιος, Γιαννάκης Κίτσος, Κώστας Τζαβέλλας, Γιώτας Κάτσης, Γεώργιος Μπαϊρακτάρης, Κίτσος Μπότσαρης, Κίτσος Δούκας, Ιωάννης Μελάς, Χρήστος Μπέκας, Μήτρος Μεσολογγίτης, Μήτρος Σμπόνιας, Νικόλαος Κάσκαρης, Κίτσος Τσάκος, Αργυροκαστρίτης, Σταύρος Γιωργάκης, Γιωργάκης Λακάς, Γιώργης Σκεδάς, Ναστούλης Δαγκλής Ναστούλης, Χρήστος Μακρής, Κωνσταντίνος Πασχάλης, Αθανάσιος Ζέρβας, Χριστόφορος Περραιβός, Πάνος Δάρος, Αθανάσιος Κρικοχωρίτης, Γιάννος Βαργιαδίτης, Δημήτριος Καλλέργης, Σταύρος Δέβερης, Αναγνώστης Κραβαρίτης, Χρήστος Βάρφης, Γεώργιος Τζαβέλλας, Γιάννης Πιλάλης, Μήτρος Γρουμπογιάννης, Διαμάντης Ζέρβας, Λάμπρος Τζαβέλλας, Αν. Στουρνάρης, Γεώργιος Διάκος, Πάνος Τοσούλας, Χαράλαμπος Παπαπολίτης, Λάμπρος Βέικος, Νικόλαος Δραγαμεστινός, Φωτούσης Φωτομάρας, Νικολός Διάκος, Αναγνώστης Κατσκαμπής, Αθανάσης Δράκος, Γιάννος Περζεκιάς, Αναστάσιος Χορμόβας, Νικόλαος Μπότσαρης, Νάστος Κοντογιάννης και Γεώργιος Ζέρβας. [με κίτρινο χρώμα είναι όλοι τους Ξηρομερίτες οπλαρχηγοί και με το μαύρο χρώμα είναι όλοι τους Αιτωλ/νες]
Η νίκη στην Αράχωβα αναζωπύρωσε την επανάσταση στη Ρούμελη, που βρισκόταν σε κρίσιμο σημείο εξαιτίας των επιχειρήσεων του Κιουταχή και αναπτέρωσε το ηθικό των πολιορκημένων Ελλήνων στην Ακρόπολη της Αθήνας. To 1827 ο Νικόλαος Τσέλιος ακολούθησε τον Καραϊσκάκη στην Αττική και συμμετείχε υπό τον στρατηγό Γαρδικιώτη Γρίβα στις μάχες στο Κερατσίνι, στο Φάληρο και στην Αθήνα. Μετά τον θάνατο του Γεωργίου Καραϊσκάκη (23 Απρ.1827) επέστρεψαν όλοι οι Παλαμηδιώτες αξ/κοί στο Ναύπλιο και τέθηκαν ξανά υπό τις οδηγίες του Θεοδώρου Γρίβα έως της παραδόσεως του Παλαμηδίου από τον Γρίβα στον Ιω. Καποδίστρια τον Μάιο του 1828.
Τα πάντα εκείνη την εποχή στο Ναύπλιο και Παλαμήδι ελέγχονταν όπως προαναφέραμε από τον Θεόδωρο Γρίβα και, η Ακροναυπλία από τον Γιαννάκη και Νικόλαο Στράτο (Αμφιλοχία), αμφότεροι τους Αιτωλοακαρνάνες στρατηγοί.
Συγκεκριμένα παρέδωσαν οι Γριβαίοι το Παλαμήδι στον Καποδίστρια, αφού πρωτύτερα αντιδρούσαν σφόδρα, στην έκκληση του αρχιστράτηγου Ρίχαρντ Τσώρτσ να παραδώσουν το Ναύπλιο, απαντώντας οι περί τον Θεόδωρο Γρίβα αξιωματικοί του, προς το υπουργείο πολέμου, ως εξής: «Ελήφθη και άλλη διαταγή σας να υπακούσωμεν απεριορίστως εις τας διαταγάς του Αρχιστρατήγου. Απεκρίθημεν και άλλοτε. Ημείς είμεθα του Σώματος του στρατηγού Θεοδώρου Γρίβα. Την εξοχοτητά του την έχομεν αρχηγόν εκ πάλαι. Θέλει διατάξει όθεν η Σεβαστή Κυβέρνησις τον αρχηγόν μας δια να διευθευνθεί η τακτική σειρά της δουλεύσεως. Σας σημειούμεν ότι ταγίνια μας λείπουνται εισέτι και αγνοούμεν δι αυτό αφ΄ ου η Σεβαστή Κυβέρνησις γράφει ότι διέταξε να μας δοθούν τα δίκαια και νόμιμα ταγίνια. Μένομεν με όλον το Σέβας.
Συγκεκριμένα παρέδωσαν οι Γριβαίοι το Παλαμήδι στον Καποδίστρια, αφού πρωτύτερα αντιδρούσαν σφόδρα, στην έκκληση του αρχιστράτηγου Ρίχαρντ Τσώρτσ να παραδώσουν το Ναύπλιο, απαντώντας οι περί τον Θεόδωρο Γρίβα αξιωματικοί του, προς το υπουργείο πολέμου, ως εξής: «Ελήφθη και άλλη διαταγή σας να υπακούσωμεν απεριορίστως εις τας διαταγάς του Αρχιστρατήγου. Απεκρίθημεν και άλλοτε. Ημείς είμεθα του Σώματος του στρατηγού Θεοδώρου Γρίβα. Την εξοχοτητά του την έχομεν αρχηγόν εκ πάλαι. Θέλει διατάξει όθεν η Σεβαστή Κυβέρνησις τον αρχηγόν μας δια να διευθευνθεί η τακτική σειρά της δουλεύσεως. Σας σημειούμεν ότι ταγίνια μας λείπουνται εισέτι και αγνοούμεν δι αυτό αφ΄ ου η Σεβαστή Κυβέρνησις γράφει ότι διέταξε να μας δοθούν τα δίκαια και νόμιμα ταγίνια. Μένομεν με όλον το Σέβας.
Κρυονέρι τη 23 Ιουλίου 1827
Η πρώην Πολταρχείας Φρουρά
Γαρδικιώτης Γρίβας, Γεώργιος Σουλτάνης, Παναγής Γαλάνης, Γιαννάκης Λαμπρόπουλος, Νικόλαος Δραγαμεστινός, Θανάσης Καρδάρας και λοιποί». [πολ.φ.67]
Ξηρομερίτες οπλαρχηγοί που δεν πειθαρχούσαν στο υπουργείο Πολέμου, αλλά στον φυσικό τους αρχηγό τον στρατηγό Θεόδωρο Γρίβα
Μιλάμε για την εποχή που με ομόφωνη απόφαση της Γ΄ Εθνικής Συνέλευσης (1827) ορίστηκε αρχιστράτηγος των ελληνικών στρατευμάτων ο Ρίχαρντ Τσώρτς [Εκτ.φ.216/ 4 Απρ. 1827, Γεν. Γραμ.φ.210/9 Απρ. 1827 και εφημ. ΓΕΝΙΚΗ Φ.58/1827]. Και οι Ξηρομερίτες στο Παλαμήδι δεν αναγνώριζαν τον αρχιστράτηγό τους, Ρίχαρντ Τσώρτς, σύμφωνα με το παραπάνω έγγραφο. Είχαν οι Ξηρομερίτες την δικιά τους «κυβέρνηση», την ξεροκεφαλιά και το εγώ, που χαρακτηρίζει δυστυχώς ακόμη και σήμερα τον τόπο μας. Τελικά το Παλαμήδι το παρέδωσε ο ίδιος ο Θεόδωρος Γρίβας στον Καποδίστρια, τον Μάιο του 1828, αφού ομολόγησε την πίστη του προς τον Κυβερνήτη και του παρέδωσε τα κλειδιά. [Δ. Καμπούρογλου, Θεοδ. Γρίβας, σελ.112].
Στο Ναύπλιο, αυτή την εποχή, ο Νικόλαος Τσέλιος ή Δραγαμεστινός διετέλεσε και πολιτάρχης της πόλεως, όπως το ίδιο διετέλεσε και ο χιλίαρχος Κώστας Καπογιωργάκης από την Πλαγιά Βονίτσης, ένας αδέκαστος και αξιόλογος αξιωματικός του ’21, που γι΄αυτόν, θα ασχοληθούμε σε επόμενη εργασία μας που θα αφορά τους οπλαρχηγούς του Ξηρομέρου στην Παλιγγενεσία.
Ο Νικόλαος Τσέλιος ή Δραγαμεστινός στη Δυτική Ελλάδα
Στις 16 Νοεμβρίου 1827 σώμα στρατιωτικό αποτελούμενο από 1600 άνδρες υπό την οδηγία του Αρχιστρατήγου Ρίχαρντ Τσώρτσ ο οποίος επέβη στην ατμοκίνητο «Καρτερία» έφθασε στο Δραγαμέστο Ξηρομέρου [ΓΕΝΙΚΗ, Φυλ.82/7 Δεκ.1827].
Εκεί ο στρατηγός Γεώργιος Τσόγκας τον πρόσμενε με 2.000 Ξηρομερίτες και Βονιτσάνους στρατιώτες για να ενωθεί μαζί του. Τον αρχιστράτηγο Ρίχαρντ Τσώρτσ τον είχαν ακολουθήσει τότε στο Δραγαμέστο Ξηρομέρου και οι οπλαρχηγοί: Ιωάννης Ράγκος, Διονύσιος Ευμορφόπουλος, Γεράσιμος Φωκάς, Κώστας Βλαχόπουλος, Νικόλαος Πετιμεζάς, Βελισσάριος Πασχάλης, Κώστας Χορμόβας, καθώς και το σώμα του αειμνήστου Γεωργίου Καραϊσκάκη.
Αργότερα 24 Νοεμβρίου 1827 προστέθηκαν και τα στρατεύματα των: Κώστα Μπότσαρη, Δήμου Τσέλιου, Γαρδικιώτη Γρίβα, Θοδωρή Μαγγίνα, Φώτη Κουσουρή, Στάθη Κατσικογιάννη, Χρήστου Μακρή και του Γεωργίου Βαρνακιώτη, ο οποίος είχε επανακάμψει στο ελληνικό στράτευμα (Γεν. Γραμ. φ.22) μαζί με τον οπλαρχηγό Γαλάνη Μεγαπάνο, γιό του Βιλαετλί Πάνου Γαλάνη ή Μεγαπάνου από τον Μαχαλά Ξηρομέρου.
Εκεί ο στρατηγός Γεώργιος Τσόγκας τον πρόσμενε με 2.000 Ξηρομερίτες και Βονιτσάνους στρατιώτες για να ενωθεί μαζί του. Τον αρχιστράτηγο Ρίχαρντ Τσώρτσ τον είχαν ακολουθήσει τότε στο Δραγαμέστο Ξηρομέρου και οι οπλαρχηγοί: Ιωάννης Ράγκος, Διονύσιος Ευμορφόπουλος, Γεράσιμος Φωκάς, Κώστας Βλαχόπουλος, Νικόλαος Πετιμεζάς, Βελισσάριος Πασχάλης, Κώστας Χορμόβας, καθώς και το σώμα του αειμνήστου Γεωργίου Καραϊσκάκη.
Αργότερα 24 Νοεμβρίου 1827 προστέθηκαν και τα στρατεύματα των: Κώστα Μπότσαρη, Δήμου Τσέλιου, Γαρδικιώτη Γρίβα, Θοδωρή Μαγγίνα, Φώτη Κουσουρή, Στάθη Κατσικογιάννη, Χρήστου Μακρή και του Γεωργίου Βαρνακιώτη, ο οποίος είχε επανακάμψει στο ελληνικό στράτευμα (Γεν. Γραμ. φ.22) μαζί με τον οπλαρχηγό Γαλάνη Μεγαπάνο, γιό του Βιλαετλί Πάνου Γαλάνη ή Μεγαπάνου από τον Μαχαλά Ξηρομέρου.
Το 1828-1829 ο Νικόλαος Τσέλιος συμμετείχε ενεργά στις συρράξεις κατά των Τούρκων στη Δυτ. Ελλάδα ως αξιωματικός (πεντακοσίαρχος) στο Σώμα του Γαρδικιώτη Γρίβα και συμμετέχει στον πρώτο διοργανισμό του στρατού που δημιουργήθηκε στον Δραγαμέστο το 1828, όπου και ονομάστηκε πεντακοσίαρχος στη χιλιαρχία του Γρίβα. Υπηρέτησε κατ' αρχάς στο στρατόπεδο του Δραγαμέστου και αργότερα στο στρατόπεδο του Μύτικα (Παλιομάγαζα), της Ζαβέρδας και της Βόνιτσας, περιοχές που στρατοπέδευσαν εκείνη την εποχή περιοδικά τα ελληνικά στρατεύματα με αρχιστράτηγο, τον Ριχάρδο Τσώρτς (Richard Church) αλλά και μετέπειτα με αρχιστράτηγο τον Λουΐς Δένζελ (Louis Dentzel).
Επιστρέφοντας στη Δυτική Ελλάδα ο Νικόλαος Τσέλιος υπηρέτησε υπό τον Γαρδικιώτη Γρίβα, γιατί με τον θείο του είχαν διαφωνήσει, όπως προείπαμε, για το ποσό των 6.965 γροσίων και 30 παράδων, που έκανε να λάβει ο Δήμο Τσέλιος για τους στρατιώτες του, που ήταν μέσα στο Μεσολόγγι και τα καταχράστηκε ο ανιψιός του Νικόλαος Δραγαμεστινός.
Επιστρέφοντας στη Δυτική Ελλάδα ο Νικόλαος Τσέλιος υπηρέτησε υπό τον Γαρδικιώτη Γρίβα, γιατί με τον θείο του είχαν διαφωνήσει, όπως προείπαμε, για το ποσό των 6.965 γροσίων και 30 παράδων, που έκανε να λάβει ο Δήμο Τσέλιος για τους στρατιώτες του, που ήταν μέσα στο Μεσολόγγι και τα καταχράστηκε ο ανιψιός του Νικόλαος Δραγαμεστινός.
ΑΡΙΣΤΕΡΑ: Η επιστολή που τον Μάιο του 1826 ο ίδιος ο Νικόλαος Αναγνώστη Δραγαμεστινός μαζί με τον πενήνταρχο Κωνσταντή Μαγουλιάνο (Αετός), αμφότεροι αξιωματικοί του Δήμου Τσέλιου, υπογράφουν ότι παρέλαβαν 6.965 γρόσια και 30 παράδες από τους στρατηγούς Ανδρέα Ίσκο και Αποστολάκη Κουσουρή για την αναλογίαν του Δήμου Τσέλιου όπου ήτον οι άνθρωποί του εις την Β΄ πολιορκίαν του Μεσολογγίου. ΔΕΞΙΑ: Αποδεικτικό των Ανδρέα Ίσκου και Αποστολάκη Κουσουρή με ημερομηνία 2 Ιουλίου 1826, όπου επεσήμαιναν στον Νικόλαο Δραγαμεστινό ότι τα γρόσια του στρατηγού Δήμου Τσέλιου σου τα εδώσαμεν την αναλογίαν του Μεσολογγίου δια να τα δώσης αυτουνού και να σας δώσει του καθενός εκείνο οπού του κάμνει κι έτσι μας υποσχέθηκες. Δια τούτο σου γράφομεν καθώς, σου είπαμεν αυτού οπού έρχεται ο Καπετάν Δήμος να του τα δώσης τα γρόσια χωρίς να κάμης αλλέως. Μην στοχαστείς αλλοιώτικα ότι μας έχεις όλους νταβατζήδες και υγείαινε.
Τη 2 Ιουλίου 1826 Βαρδούσια, οι αδελφοί σου Ανδρέας Ίσκος και Αποστόλης Κουσουρής. [Γεν. Γραμ. φ. 101]
Και η δικαίωση του Δήμου Τσέλιου, έρχεται με προσωπική επιστολή του Ρίχαρντ Τσώρτς, προς τον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, από το στρατόπεδο της Κανδήλας με ημερομηνία 2 Αυγ. 1828, εποχή που ο Καποδίστριας βρίσκονταν στον Μύτικα- Κανδήλα του Ξηρομέρου και στην οποία επιστολή, αναφέρει ο Τσώρτς, προς τον Καποδίστρια, επί λέξει, τα ακόλουθα:
«Εξοχώτατε
Έχω την τιμή να διευθύνω προς την Αυτής εξοχότητα την προς εμέ αναφοράν του Χιλιάρχου Δήμου Τζέλιου μετά των εγγράφων αποδεικτικών του δια 6.900 τόσα γρόσια, οπού από τοσούτου χρόνου του κατακρατεί ο Πεντακοσίαρχος της Χιλιαρχίας του Γαρδικιώτη Γρίβα, Νικολός Αναγνώστη Δραγαμεστινός, ευρισκόμενος επ΄ αδεία εκείσε, και παρακαλών την Αυτού Εξοχότητα να ήθελε διατάξη να θεωρηθή, όθεν αποφασίση, και δικαιωθεί η υπόθεσις αυτού του τόσον αγαθού και γενναίου πατριώτη, όστις έδειξε τόσας σημαντικάς θυσίας και εκδουλεύσεις εις το έθνος.
Αδικουμένου δε αυτού συναδικούνται το ανάλογον των τότε μισθών τους και τόσοι άλλοι συναγωνισθέντες σύντροφοί του και θέλει πληροφορηθεί εκ των επισυναπτόμενων εγγράφων. Οι πολυειδείς καταχρηστικές διαγωγές του ρηθέντος Πεντακοσίαρχου καταμαρτυρούσιν ικανώς δια το υποκείμενόν του, ως είχον και προλαβόντως αναφέρει, και περί ων ακολούθως θέλω φανερώση προς την Αυτής Εξοχότητα.
Ο Αρχιστράτηγος, Ρίχαρντ Τσώρτσ [Γεν. Γραμ. φ.101]
Αδικουμένου δε αυτού συναδικούνται το ανάλογον των τότε μισθών τους και τόσοι άλλοι συναγωνισθέντες σύντροφοί του και θέλει πληροφορηθεί εκ των επισυναπτόμενων εγγράφων. Οι πολυειδείς καταχρηστικές διαγωγές του ρηθέντος Πεντακοσίαρχου καταμαρτυρούσιν ικανώς δια το υποκείμενόν του, ως είχον και προλαβόντως αναφέρει, και περί ων ακολούθως θέλω φανερώση προς την Αυτής Εξοχότητα.
Ο Αρχιστράτηγος, Ρίχαρντ Τσώρτσ [Γεν. Γραμ. φ.101]
Η επιστολή του Ρίχαρντ Τσώρτς, προς τον Ιωάννη Καποδίστρια στις 2 Αυγούστου 1828 που είχε επισκεφτεί τον Μύτικα και το στρατόπεδο της Κανδήλας Ξηρομέρου, με την οποία ζητούσε την αποκατάσταση της αδικίας που είχε υποστεί ο Δήμος Τσέλιος από τον ανιψιό του Νικόλαο Τσέλιο που του παρακρατούσε 6.965,30 γρόσια.
Ο αναγνώστης του παρόντος πονήματος, θα πρέπει να γνωρίζει ότι απ' το 1824 και ύστερα, έγινε τόση καταστρατήγηση των στρατιωτικών βαθμών, ώστε αρκούσε να έχει ο εκατόνταρχος όχι εκατό, αλλά πέντε στρατιώτες, ο χιλίαρχος δύο τρεις δεκάδες στρατιωτών και να λέγεται ένας, στρατηγός, με εκατό ή και πενήντα άνδρες, ξέχωρα η αλόγιστη αξιολόγηση των προσώπων.
Γι' αυτούς τους λόγους το 1828 ο Ιωάννης Καποδίστριας, αλλά και για μεγαλύτερη στρατιωτική συνοχή και αφοσίωση στον ίδιο, αποφάσισε να διοργανώσει νέο στρατιωτικό σύστημα, που να ανταποκρίνεται στα περισσότερα πράγματα. Έτσι σχηματίστηκαν οι χιλιαρχίες, στις οποίες ο ανώτερος βαθμός ήταν ο βαθμός του χιλιάρχου και ακολουθούσαν κατά σειρά οι βαθμοί: πεντακοσίαρχος, εκατόνταρχος, πενήνταρχος, εικοσιπένταρχος, δωδέκαρχος, στρατιώτης.
Στις 12 Απριλίου 1828 σύμφωνα με την ακόλουθη διαταγή του αρχιστράτηγου των στρατευμάτων της Δυτικής Ελλάδος Ρίχαρντ Τσώρτς, ο Νικόλαος Τσέλιος ή Δραγαμεστινός, ονομάστηκε πεντακοσίαρχος. Ιδού και η διαταγή προβιβασμού του ως πεντακοσίαρχος:
«Ημερούσιος Διαταγή τη 12 Απριλίου 1828
Ο Καπετάν Γαρδικιώτης Γρίβας, ονομάζεται Χιλίαρχος προσωρινώς έως ότου εγκριθή και παρά της Αυτού Εξοχότητος του Κυβερνήτου. Θέλει δε ειδοποιήσετε τον Αρχιστράτηγον με ποίον τρόπον στοχάζεται να σχηματίση την χιλιαρχία του. Τη αυτή ομοίως.
Ο Καπετάν Νικόλαος Δραγαμεστινός ονομάζεται Πεντακοσίαρχος προσωρινώς εις την χιλιαρχίαν του χιλιάρχου Γαρδικιώτη Γρίβα ». (Αρχείο Τσώρτς, 3567-71)
Στις 2 Ιουλίου 1828 ο Νικόλαος Τσέλιος υπηρετούσε στο στρατόπεδο του Μύτικα (Παλιομάγαζα) στο σώμα του Χιλιάρχου Γαρδικιώτη Γρίβα και στο ίδιο σώμα και με τον ίδιο αρχηγό στις 8 Νοεμ. 1828 στον Κόλυμπο Ζαβέρδας και αργότερα στο στρατόπεδο στη Βόνιτσα. (Γεν Φροντ.φ.10, φ. 13).
Το 1828 με την έλευση του Καποδίστρια ονομάστηκε πεντακοσίαρχος στη Χιλιαρχία του Γαρδικιώτη Γρίβα.
Το 1830 με τη δημιουργία του Ταξιαρχικού Σώματος, όπου ανώτερος βαθμός ήταν αυτός του χιλίαρχου, ονομάστηκε ξανά πεντακοσίαρχος (2ος στη σειρά βαθμός) (ΓΑΚ: Όθων. Στρ. ΜΑ φ. 525) και, το 1836 επί Όθωνος ονομάστηκε λοχαγός στη Βασιλική Φάλαγγα (προηγούμενοι ανώτεροι βαθμοί ήταν του συνταγματάρχη, του αντισυνταγματάρχη και του ταγματάρχη).
Πολέμησε επίσης την περίοδο αυτή (1828 - 1829) στη Βόνιτσα (15 Δεκ. 1828) όπου και ανδραγάθησε, στο Λουτράκι (10 Σεπτεμβρίου 1828), στο Μακρυνόρος (13 Μαρτίου 1829), στον Μαχαλά (1 Φεβρουαρίου 1828), στη Ρίγανη (12 Φεβρουαρίου 1828), στην Παλιομάννινα (12 Φεβρουαρίου 1828), στο Αιτωλικό, στο Δραγαμέστο (17 Νοεμβρίου 1827), στο Λεσίνι, στη Μάνινα (12 Φεβρουαρίου 1828), καθώς και στην απελευθέρωση του Μεσολογγίου στις 1-3 Μαΐου 1829 υπό τον χιλίαρχο Γαρδικιώτη Γρίβα του οποίου υπήρξε πιστός αξιωματικός του, δεύτερος στην τάξη και με αρμοδιότητες σχεδόν απεριόριστες, όπως π.χ εισέπραττε από τον Φροντιστή Δυτ. Ελλάδος και για λογαριασμό του Χιλίαρχου Αλέξη Γαρδικιώτη Γρίβα τα μισθοσιτηρέσια της χιλιαρχίας του. [Γεν.Φροντ. φ.45, 64].
Το 1830 που δημιουργήθηκε το Ταξιαρχικό Σώμα και έδρευε τούτο στη Βόνιτσα, ο Νικόλαος Τσέλιος ή Δραγαμεστινός, κατείχε τον βαθμό του πεντακοσίαρχου στο Ταξιαρχικό της Βόνιτσας που υπηρετούσε μαζί με άλλους ανώτερους και υποδεέστερους αυτού. [Γραμ. Στρατ. φ. 34 ,160].
Στην πολιορκία της Βόνιτσας 15 Δεκεμβρίου 1828 ο πεντακοσίαρχος Νικόλαος Τσέλιος, ως αξιωματικός του Χιλίαρχου Γαρδικιώτη Γρίβα, αρίστευσε, σύμφωνα και με την ημερήσια διαταγή - περιγραφή του Αρχιστρατήγου Τσώρτς, που δημοσιεύει και η Γενική Εφημερίς [φ.6 /19-1-1829], αλλά περιέχεται και στα ΓΑΚ [Γεν. Φροντ. φ. 24]. Ιδού και η ημερήσια διαταγή του Τσώρτς:
«...Οι σημαιοφόροι του Δημοτσέλιου και του Κατσικογιάννη έστησαν εκεί τας σημαίας των. Εδώ εχάθησαν ο διοικητής Τούρκος του Μποκαλίου, Ρεέμ Αγάς και οι στρατιώται του. Εδώ εχάθη ενδόξως και ο Τσαούς Αγάς Κισεράτης διοικητής της πόλεως Βονίτσης όστις ξιφήρης εφώρμησε κατά των στρατευμάτων μας εις βοήθειαν του Ρεέμ Αγά.
Ο αρχηγός ούτος Τούρκος μαχόμενος μανιωδώς εφονεύθη από τον γενναίον Υδραίον καπετάν Ιωάννην Μαρίνην. Εις την έφοδον ταύτην ο Πεντακοσίαρχος Κ. Βαλιανάκης του σώματος του Δημοτσέλιου απέκτησε πολύν δόξαν, επιπεσών πρώτος κατά του εχθρού.
Ο σημαιοφόρος του Κατσικογιάννη έγινεν ευτυχέστερος κυριεύσας την τουρκικήν σημαίαν. Κατά την θαυμαστήν τούτην μάχην η αριστερά στήλη προσέβαλε και επάτησε το της πόλεως περιτείχισμα λεγόμενον Ρεστέλλα, αν και υπέφερεν από το πυρ του φρουρίου, παρεκτός του της πόλεως.
Εις το μέρος εκείνο ευδοκίμησαν οι χιλίαρχοι Διαμαντής Ζέρβας, Γαρδικιώτης Γρίβας και Γιώτης Βαρνακιώτης και οι Πεντακοσίαρχοι Γιάννης Κώστας και Νικόλαος Τσέλιος.
Αι σημαίαι τούτων των σωμάτων εστήθησαν επί των οικιών των εγγυτέρων εις το φρούριον. Είναι αξιέπαινος η διαγωγή του Καπ. Ν. Ζέρβα και των αξιωματικών και στρατιωτών του σώματος των λογάδων των παρ' εμοί ευρισκομένων. Θρηνώ δε τον θάνατον του γενναίου σημαιοφόρου μου Αθανασίου Μαγγούλα Σουλιώτου, όστις θέλων να φέρη προσώτατω την σημαίαν τούτου του σώματος, εφονεύθη από τον τουφεκισμόν του φρουρίου ολίγα βήματα εγγύς της πύλης αυτού.
Κατά την μεσημβρίαν αποκατέστημεν κύριοι όλης της πόλεως, οι δε Τούρκοι αποδράντες εκ της μάχης περιεκλείσθησαν εις το φρούριον. Παρήγγειλα δε να καταπαύση ο πυροβολισμός.»
[Γενική Εφημερίς 19/1/1829]
Ο Νικόλαος Τζέλιος ή Δραγαμεστινός 2ος στον κατάλογο, ως αξιωματικός, πεντακοσίαρχος, του Χιλίαρχου Γαρδικιώτη Γρίβα, στα στρατόπεδα του Μύτικα, της Ζαβέρδας και της Βόνιτσας το 1828-1829, 3ος στη σειρά ο Φίλης Σαμαντάς ιερέας από την Κατούνα και 5ος ο Γρηγόρης Ζαβιτσάνος γιατρός από την Ζάβιτσα.
ΑΡΙΣΤΕΡΑ: ο Νικόλαος Τζέλιος (3ος) πεντακοσίαρχος στον κατάλογο του Ταξιαρχικού Σώματος το 1830 στη Βόνιτσα. 1ος πεντακοσίαρχος ο Δήμος Τσέλιος (Ζάβιτσα), 2ος ο Τσάμης Γριβογιώργος (Κωνωπίνα), 4ος ο Πρέβας Κατσικογιάννης (Ζαβέρδα), 5ος ο Φώτης Κουσουρής (Βάρνακας), 6ος ο Γ.Λ. Ζέρβας (Σούλι), 7ος ο Ιωάννης Κώνστας (Ήπειρος), 8ος ο Γιάννης Κουτσονίκας (Σούλι), 9ος ο Παναγιώτης Μαλάμος (Τριχωνίδα), 10ος ο Νικόλαος Κάσκαρης (Σούλι), 11ος ο Πάνος Βλαχόπουλος (Τριχωνίδα). Διακρίνονται αρχικά και οι Χιλίαρχοι: Ευστάθιος Κατσικογιάννης (Ζαβέρδα), Διαμαντής Ζέρβας (Σούλι), Γεώργιος Τσόγκας (Βόνιτσα) και Γιώτης Βαρνακιώτης (Βάρνακας - Ξηρομέρου). ΔΕΞΙΑ: ο Νικόλαος Τσέλιος ή Δραγαμεστινός, ως Πολιτάρχης και Φρούραρχος ολόκληρου του Ξηρομέρου το 1832 [Γραμ. Στρατ. φ.34, 60, 120, 160, Υπ.πολ.φ. 159].
Μετά το θάνατο του Ιωάννη Καποδίστρια (27 Σεπτεμβρίου 1831) στη Δυτική Ελλάδα επικράτησε αναρχία, καθότι τόσο στην Αιτωλοακαρνανία όσο και σε ολόκληρη την τότε ελεύθερη Ελλάδα συγκρουόταν δύο παρατάξεις, ήτοι: οι Κυβερνητικοί (Καποδιστριακοί, Κολοκοτρώνης κλπ) και οι Συνταγματικοί (Κωλέττης, Μαγγίνας, Μαυροκορδάτος, Μαυρομιχαλαίοι, Κουντουριώτηδες. κλπ).
Αρχηγός τότε των στρατιωτικών δυνάμεων στη Δυτική Ελλάδα, αφού είχε παραιτηθεί ο Ρίχαρντ Τσώρτς, ήταν ο Φιλέλλην Βικέντιος Πίσσας, ο οποίος είχε παραλάβει τα σκήπτρα της αρχηγίας μετά το θάνατο του Δέντζελ (Louis Dentzel) στις 15 Σεπτεμβρίου 1829.
Η αναρχούσα κατάσταση που επικρατούσε, τότε στην Αιτωλοακαρνανία και σε ολόκληρη την Ελλάδα, είχε σαν αποτέλεσμα ο Βικέντιος Πίσσας να μην μπορεί να εκτελεί τα καθήκοντά του και ζητούσε με αναφορές του, επίμονα, να απαλλαγεί από Αρχηγός του Στρατού και υπέδειχνε αντικαταστάτη του τον Γεώργιο Τσόγκα ή τον Ανδρέα Ίσκο, παρακαλώντας παράλληλα από 19 Δεκεμβρίου 1831 «την ικεσίαν να συγκατανεύση (η Κυβέρνησις) να εκλέξει δια το Φρούριον της Βόνιτσας ένα Φρούραρχον παντοτεινόν» (ΓΑΚ: Γραμ. Στρ. φ. 126).
To 1832 ο Νικόλαος Τσέλιος ονομάστηκε πεντακοσίαρχος από τον αρχηγό των στρατιωτικών δυνάμεων Δυτικής Ελλάδος Βικέντιο Πίσσα, σύμφωνα με την ακόλουθη διαταγή του αρχηγείου της Δυτικής Ελλάδος, την οποία και σας παρουσιάζουμε αυτούσια:
«Αριθ. 2375. Εκ του Γενικού Αρχηγείου
Της Δυτικής Ελλάδος
Προς τον Γενναιότατον Κον Νικόλαον Τσέλιον
Διά τας προς την πατρίδα πίστας εκδουλεύσεις σου, και δι' ανταμοιβήν του ζήλου και της πιστότητας σου, οποίαν έδειξας εις τα καταθλιβόντα δεινά τας επαρχίας της Ακαρνανίας.
Δυνάμει της δοθείσης μοι εξουσίας παρά της Κυβερνήσεως και κατά συνέπειαν διαταγής των 11 Μαρτίου ενεστώτος υπ' αριθ. 5583, διορίζεσθε να εκτελής χρέη Πεντακοσιάρχου έως την άφιξιν του διπλώματός σου, περί του οποίου ανεφέρθην.
Το δείγμα τούτο της προς υμάς εμπιστοσύνης, θέλει επαυξήσει τον ζήλον σου, προς εντονωτέραν της πατρίδος υπηρεσίαν.
Εν Βονίτζη την 18 Μαρτίου 1832.
Ο Γενικός Αρχηγός
(Τ.Σ.) Πίσας».
Το ίδιο έτος 1832 ο Νικόλαος Τσέλιος υπηρετεί ως Γενικός Πολιτάρχης– Φρούραρχος του Δραγαμέστου και του Ξηρομέρου (ιδέ σχετική πιο πάνω φωτογραφία), διατηρώντας σημαντική υπ’ αυτόν δύναμη, τόσο μέσα στην κωμόπολη του Δραγαμέστου όσο και σε άλλους σημαντικούς θύλακες πλησίον αυτού (Λεσίνι, Λιγοβίτσι, Σκάλωμα Δραγαμέστου, Μαχαλάς, Κατούνα, Σκάλωμα Κανδήλας και Ζάβιτσα).
Με την έλευση του Βασιλιά Όθωνα στην Ελλάδα (1833) η Αντιβασιλεία έβαλε ευθύς μπροστά το μεταρρυθμιστικό έργο της στους διαφόρους τομείς και έδειξε ιδιαίτερη σπουδή στην στρατιωτική οργάνωση. Με διάταγμα της από 2/14 Μαρτίου 1833 διάλυσε τα άτακτα στρατεύματα, ενώ με άλλο διάταγμα της αυτής ημερομηνίας δημιουργούσε δέκα Τάγματα Ακροβολιστών [ΦΕΚ .11/1833]. Τέτοιοι στρατιωτικοί υποβιβασμοί έγιναν σχεδόν σε όλους τους παλαιούς αξιωματικούς, ενώ η κρατική μηχανή ενισχυόταν με νέους αλλά κυρίως με Βαυαρούς αξιωματικούς. Έτσι το καλοκαίρι του 1835 ο καλούμενος ελληνικός στρατός αποτελείτο από 5.142 τακτικούς στρατιώτες και 1.463 άτακτους και 1.463 εθνοφύλακες και με τους αξιωματικούς των επιτελών των φρουρίων ο ολικός αριθμός ανήρχετο στους 8.208 άνδρες. Τα δύο τρίτα του στρατού τούτου αποτελούνταν από Βαυαρούς. Μεταξύ των 30 ανώτερων τακτικών αξιωματικών οι 23 ήταν Βαυαροί και ουδείς Έλλην στρατηγός. Εκ των 258 κατωτέρων αξιωματικών 139 Βαυαροί και 119 Έλληνες και τέλος 4.860 υπαξιωματικοί και στρατιώτες, εκ των οποίων 3.250 Βαυαροί και μόνο 1.610 Έλληνες. [Κυριακίδη Επαμ. Η ιστορία του Σύγχρονου Ελληνισμού, τ. Α' 293, εκδ.1892].
Αυτή την εποχή (1835) ο ταγματάρχης Νικόλαος Τσέλιος ήταν όπως προαναφέραμε, Διοικητής Εθνοφυλακής- Φρούραρχος στο Δραγαμέστο με Γενικό Διοικητή Εθνοφυλακής της Ακαρνανίας τον συνταγματάρχη Γεώργιο Τσόγκα. Τότε ο Νικόλαος Τσέλιος ή Δραγαμεστινός, ονομάστηκε λοχαγός στη Βασιλική Φάλαγγα, πράγμα που τον υποτιμούσε καθότι υποβιβάστηκε κατά πολύ από προγενέστερους βαθμούς που είχε και αντέδρασε μαζί με άλλους αδικηθέντας αξιωματικούς, συμμετέχοντας ενεργά στην εξέγερση των Ακαρνάνων αξιωματικών κατά του Όθωνα στις 3 Φεβρουαρίου του 1836. Έτσι η Αντιβασιλεία διά των άστοχων αυτής διαταγμάτων και εχθρούς πολυάριθμους σχημάτισε και τη ληστεία αναζωπύρωσε και την πενία αύξησε, μας διηγείται ο Επαμ. Κυριακίδης (Ό.π.π, τ. Α' 293, εκδ.1892)».
Η απότομος και τελεία διάλυση των άτακτων στρατευμάτων (παλαιοί ηλικιωμένοι οπλαρχηγοί, ΦΕΚ: 5, 6, 7, 8, 11/1833) κατά το έτος 1833, έδωσε αφορμή παρεξηγήσεων και υπονοιών, ότι έχασαν κάθε ελπίδα παλαιών εκδουλεύσεων και μελλοντικής υπηρεσίας δια απολαβή παντοτινής μισθοδοσίας και βαθμών. (ΓΑΚ. υπ. Εσωτ. φάκ. 176).
Έτσι δημιουργείται η Βασιλική Φάλαγγα [υπ.στρατ.φ.418, 420, 421, 423] σύμφωνα με το Βασιλικό Διάταγμα της 18 Σεπτεμβρίου 1835 η οποία απαρτίζονταν από 13 Τετραρχίες (Στο υπ' αριθ. 26/10 Ιουνίου 1836 ΦΕΚ αποτελούμενο από 119 σελίδες, ο κάθε αναγνώστης διαπιστώνει τις Τετραρχίες της Βασιλικής Φάλαγγας, τους βαθμούς και τις τυχόν τοποθετήσεις- μεταθέσεις, αλλά και διαγραφές από τον Όθωνα στους αξιωματικούς του ελληνικού στρατού που συμμετείχαν στην εξέγερση αξιωματικών κατά του Όθωνα).
Στη Βόνιτσα εδρεύει η 2α Τετραρχία της οποίας Διοικητής ήταν ο συνταγματάρχης Γεώργιος Τσόγκας, ενώ η 3η και 4η τετραρχία ήταν στο Αγρίνιο με Διοικητές αντιστοίχως τους: Ιω. Στάικος, και Γεω. Κίτσος, η 5η στο Μεσολόγγι με Δ/τη τον Δημ. Μακρή και 6η στη Ναύπακτο με Δ/τη τον Διαμαντή Ζέρβα κ.ο.κ. Οι δε αξιωματικοί της Βασιλικής Φάλαγγας ονομάζονταν Φαλαγγίτες.
Με τη δημιουργία της Βασιλικής Φάλαγγας ο Νικόλαος Τσέλιος υπηρετεί ως Λοχαγός της φάλαγγας στη Ε' Τετραρχία με έδρα Το Μεσολόγγι.
Αρχές του 1836 (3 Φεβρουαρίου 1836), ξεσπάει στρατιωτικό «κίνημα»- εξέγερση Ακαρνάνων αξιωματικών κατά του βασιλιά Όθωνα, με πρωτεργάτες τους αξιωματικούς: Δήμο Τσέλιο (Ξηρόμερο), Νικόλαο Ζέρβα (Σουλιώτης-Αγρίνιο), Γεώργιο Μαλάμο (Σουλιώτης), Σωτήρη Στράτο (Βάλτος), Γεώργιο Πεσλή (Σοβόλακο Ευρυτανία), Γιάννη Μπαϊρακτάρη (Σουλιώτης-Αγρίνιο), Νικόλαο Στράτο (Βάλτος), Νικόλαο Τσέλιο (Δραγαμέστο), Πέτρο Τσερπέλη (Ζυγός), Γιάννη Μακρυγιάννη ή Κραβαρίτη (Ναύπακτος), Δημήτριο Παλιογιάννη (Βάρνακας), Φώτη Κουσουρή (Βάρνακας), Κωνσταντή Βαλιανάκη (Αετός), Ιωάννη Πετιμέζης (Κατούνα), Ανδρέα Στούπα (Κατούνα) και Κώστα Καπογιωργάκη (Πλαγιά).
Όλοι τους ήταν αξιωματικοί που επί Όθωνα είχαν υποβιβαστεί βαθμολογικά κατά πολύ.
Οι «στασιαστές» με τον Δήμο Τσέλιο κ.λπ Ακαρνάνες αξιωματικούς κατέλαβαν τη Βόνιτσα και τα χωριά Δραγαμέστο, Μύτικα, Ζαβέρδα, μάλλον απόλεμα, καθότι ο αρχηγός της Εθνοφυλακής Γεώργιος Τσόγκας, ήταν αμέτοχος σ' επαναστατικές προετοιμασίες, γιατί απουσίαζε άρρωστος στην Ιθάκη και στην Πάτρα. (ΓΑΚ: Οθων. Υπ. Εσωτ. Φ. 176/17/29-6-1836).
Στην «Επανάσταση» του 1836 των Ακαρνάνων αξιωματικών κατά του Όθωνα δόθηκαν πολλές επιτόπιες μάχες ανά την Ακαρνανία (π.χ. Μύτικας, Βόνιτσα, Λιγοβίτσι, Καρβασαράς, Σοβόλακο, Αγρίνιο, Βάλτος), με τελευταία στη διμέτωπη μάχη στο Θεριακίσι και στο μοναστήρι του Αρέθα (Ρέθα) στον Βάλτο. Στη διμέτωπη μάχη Αρέθα-Λιαποχωρίου φονεύθηκαν, όπως βγαίνει από τις σχετικές εκθέσεις περί τους 40 ή 50 άνδρες.
Η τελευταία μάχη δόθηκε στις 13 Απρίλη 1836 στο Θεριακίσι του Βάλτου μεταξύ των ενωμένων βασιλικών στρατευμάτων και 500 επαναστατών υπό τους: Νικόλαο και Σωτήρη Στράτο, τους Μαλαμαίους, τον Νικ. Ζέρβα, τον Νικόλαο Τσέλιο, τον Κώστα Θώμο, τον Ιω. Μπαϊρακτάρη, τον Δημ. Γερόλυμο, τον Ιω. Πετιμέζη, τον Κων. Καπογεωργάκη, τον Μπαλασκάκη, τον Χωσιάδα, τον Μελισόβα, τον Τσάμη κ.α. οι οποίοι βοηθήθηκαν από 150 ληστές υπό τους Ρουπακιά και Καλαμάτα.
Αποτέλεσμα της ατυχούς εκβάσεως της εξεγέρσεως των Ακαρνάνων αξιωματικών ήταν, ο Νικόλαος Τσέλιος να εξοριστεί στην Εύβοια καθώς και πάρα πολλοί αξιωματικοί, όπως και ο ίδιος, να διαγραφούν από τις τάξεις των αξιωματικών του στρατού. (ΓΑΚ: Όθων. Εσωτ.Φακ.176).
Η εξέγερση - κίνημα των Ακαρνάνων αξιωματικών κατά του Όθωνα το 1836, καταπνίγηκε στο αίμα, όπως ήταν φυσικό, από τα κυβερνητικά στρατεύματα που τα αποτελούσαν παλιοί στρατιωτικοί -συναγωνιστές των προαναφερθέντων, πιστοί βέβαια, το 1836 στην τότε καθεστηκυία τάξη του Όθωνα και γιατί ήταν εξέγερση λιγοστών ασύντακτων και ανοργάνωτων δυνάμεων κατά του οργανωμένου κράτους.
1ος στον κατάλογο των αξιωματικών που διαγράφηκαν από τη Βασιλική Φάλαγγα, λόγω συμμετοχής τους στο κίνημα του 1836 κατά του βασιλιά Όθωνα αναγράφονται οι: Νικόλαος Τσέλιος (Δραγαμέστο) και ακολουθούν οι αξιωματικοί : 2ος Ιωάννης Μακρυστάθης (Κανδήλα), 3ος Ιωάννης Φραγκογιάννης (Ζάβιτσα), 4ος Σπύρος Χαλδούπης (Παπαδάτου), 5ος Ιωάννης Πετιμέζης (Κατούνα), 6ος Αποστόλης Αχυριάτης (Αχυρά), 7ος Νιόνιος Μαχαλιώτης (Μαχαλά), 8οςΔημήτρης Γερόλυμος (Παπαδάτου), 9ος Κωνσταντίνος Γερόλυμος (Παπαδάτου), 10ος Φίλης Κασιανός (Δραγαμέστο), 11ος Βασίλης Νικολάου (Παπαδάτου), 12ος Ανδρέας Στούπας (Κατούνα), 13ος Αθανάσιος Κρικοχωρίτης (Ήπειρος), 14ος Γεώργιος Γεροθανάσης (Καρβασαράς), 15ος Κώστας Καπογιωργάκης (Πλαγιά), 16ος Παναγιώτης Κατσαρός (Πλαγιά), 17ος Κωνσταντής Βαλιανάκης (Αετός), 18ος Ιω. Στραβανιώτης (Σούλι), 19ος Αποστόλης Ρόκας (Γοτζίστα –Ηπειρος), 21ος Δήμος Βασιλείου (Χειμάρα). [υπ. στρατ. Μ.Κ/ φ. 23]
Τέτοιοι αξιωματικοί απ' το Ξηρόμερο και πιστοί στον Όθωνα, ήταν οι ακόλουθοι, σύμφωνα με τις αρχειακές πηγές (ΓΑΚ: Όθων. Εσωτ. φάκ. 177) όπου αναφέρονταν στην πεντασέλιδη αναφορά του τότε Νομάρχη Αιτωλοακαρνανίας, για την κατάσταση των επαρχιών στην Ακαρνανία και την Αιτωλία (4/16 Σεπτεμβρίου 1836). Ιδού τι αναφέρει στην αναφορά του ο τότε Νομάρχης Αιτωλοακαρνανίας:
«Οι τρέξαντες πιστώς απ' αρχής και με αφοσίωσιν υπέρ του θρόνου Ακαρνάνες ήταν οι ακόλουθοι: Αθανάσιος Καρδάρας από Κανδύλα, Νικόλαος Κόπελος, Σπύρος Καρπούζης και Σταμούλης Καρπούζης από Βάρνακα, Νικόλαος Σοφός ή Μαγγινόπουλος και Κωστούλας Χασάπης από Αστακό, Κωσταντής Γριβογιώργος από Κωνωπίνα, Θωμάς Πανταζής και Αποστόλης Κοκόρης από Βόνιτσα, Σούκιος από Βάλτο, Παναγής Γαλάνης από Μαχαλά, Νάσος Τζαδήμας από Κατούνα, Ευστάθιος Χεινόπωρος από Ζάβιτσα και οι με τον Ανδρέα Ίσκο στον Βάλτο. Όλοι οι ανωτέρω είναι δίκαιον να ανταμιφθώσι διά να γίνεται κατά μίμησιν άμηλλα υπέρ του θρόνου εις κάθε περίστασιν».
Και άλλοι Ακαρνάνες αξιωματικοί που εξεγέρθηκαν κατά του Όθωνα το 1836 και διαγράφηκαν από τον στρατό:
εξ αριστερών: 29ος ο Αθ. Γεροθανάσης (Καρβασαράς), 30ος Παν. Μπαρλάς (Στάνος), 31ος Ιω. Δερβέναγας (Βόνιτσα), 32ος Κώστας Θώμος (Σπάρτο), 34ος Αναγν. Λύτρας (Κανδήλα), 35ος Χρ. Μακρυστάθης (Κανδήλα), 36ος Νικόλαος Μιχαλάκης (Βάρνακας), 37ος Αθανάσιος Μιχαλάκης (Βάρνακας), 38ος Νικόλαος Βασιλάκης (Βάρνακας), 39ος Παναγής Ρούπας (Ζάβιτσα), 40ος Γεω. Παπαδάτος (Παπαδάτου), 41ος Αναγνώστης Μαυρομμάτης (Κατούνα), 47ος Χρήστος Κρίθυμος ή Δρακάς (Ζάβιτσα), 48ος Νικ. Καυμενάκης (Ζάβιτσα), 49ος Βασίλης Καρδάρας (Ζάβιτσα), 50ος Χαράλαμπος Ρούπας (Ζάβιτσα), 51ος Χρ. Ματσέλης (Ζάβιτσα), 52ος Ιω. Φούντας (Ζάβιτσα), 53ος Φιλ. Μουστακιός (Δραγαμέστο), 54ος Θεοδ. Ταμπούρης (Δραγαμέστο), 55ος Αθαν. Ταμπούρης (Δραγαμέστο), 56ος Νικ. Παπαγιάννης (Δραγαμέστο), 57ος Αθ. Γληγόρης (Δραγαμέστο), 58ος Παν. Φαρακλής (Δραγαμέστο), 59ος Αθαν. Σούζας (Καβούνος) {Ζάβιτσα}, 60ος Σταύρος Καρκάσης (Ζάβιτσα).
Πιστοί στο καθεστώς του Όθωνα εκείνη την εποχή, φέρονται επιπλέον και οι αξιωματικοί: Γεώργιος Τσόγκας (Βόνιτσα), Κωσταντής Βέρρης (Μύτικας), Γιάννος Λύτρας (Κανδήλα), Νικόλαος Σοφός ή Μαγγίνας (Δραγαμέστο), Στάθης Κατσικογιάννης (Ζαβέρδα), Γαρδικιώτης Γρίβας (Βόνιτσα), Ζέρες Αθανάσιος (Βόνιτσα), Μαγουλιάνος Κωσταντής (Αετός), Ζούπας Σπύρος (Βασιλόπουλο), Δημ. Κουντούρης (Δραγαμέστο). Οι υπόλοιποι Ακαρνάνες αξιωματικοί και ήταν κατά πολύ υπέρτεροι και που όλοι τους τότε είχαν βαθμολογικά υποβιβαστεί, ήταν αναντίρρητα κατά του Βασιλιά Όθωνα και της τότε καθεστηκυίας τάξης των Βαυαρών.
Απ' το 1836 ως το 1843 οι εκδιωχθέντες αξιωματικοί, μεταξύ αυτών και ο Νικόλαος Τσέλιος, κατατρέχονται, συκοφαντούνται και υποφέρουν, ενώ άλλοι επικαλούνται «θερμώς το βασιλικόν έλεος της Αυτού Μεγαλειότητος του Όθων με κλίσιν εδαφιαίαν» (Οθων. ΜΑ φ.436/14-2-1838).
Στο Οθωνικό αρχείο βρίσκονται σήμερα αναρίθμητες αναπεμπτικές στον απόλυτο μονάρχη αναφορές βουτηγμένων σε οικτρή οικογενειακή φτώχια και σύγκαιρη κοινωνική καταφρόνια, «αμνηστευμένων» μα μη αποκαταστημένων επαναστατών, που για πολλά έτη εκλιπαρούσαν έλεος και βαθμολογική αποκατάσταση από τον βασιλιά Όθωνα.
Ενδεικτικά, ο ήρωας στο Χάνι της Γραβιάς, στο Βραχώρι, στο Πέτα, στον Αετό, στο Μεσολόγγι, στην Αράχωβα, στη Βόνιτσα, στην Αττική, Αντιστράτηγος Κώστας Καπογιωργάκης, έλεγε μ’ άλλα το 1837 «είμαι πληγωμένος… εις εσχάτην απελπισίαν» (ΓΑΚ: Οθων. Στρ. ΜΑ φ. 432 30/3/1837) και ο Γιάννης Μακρυγιάννης ο Κραβαρίτης, καθικέτευε το 1838: «… Βασιλεύ… επιβλέψετε εις τα δεινά μου…. λυπηθείτε….», ο δε στρατηγός Δήμος Τσέλιος επικαλέστηκε τέσσερις φορές χάρη απ’ τον Όθωνα, βρισκόμενος «εν ταπεινοτάτη και εσχάτη πενία» αναφέροντας στις αιτήσεις του: «ο δυστυχής Δήμος Τσέλιος προεπίπτων εις τους πόδας Σου πολλάκις, επικαλέσθη το έλεός Σου, ομολογών και κλαίων διαρκώς το σφάλμα εις το οποίον τον έσπροξε στιγμιαίως η λήθη των καθηκόντων του...».
Και ο Νικόλαος Τσέλιος, για την συμμετοχή του το 1836 στην εξέγερση κατά του Όθωνα, σύμφωνα με την ακόλουθη διαταγή στις 5 Μαΐου 1837 του υπουργού Εσωτερικών Δρόσου Μανσόλα, απομακρύνεται (εξορίζεται) από το χωριό του το Δραγαμέστο Ξηρομέρου μαζί με άλλους αξιωματικούς, για την νήσο Εύβοια. (ΓΑΚ, Οθ. Εσωτ. φ. 175 )
Και ο Νικόλαος Τσέλιος, για την συμμετοχή του το 1836 στην εξέγερση κατά του Όθωνα, σύμφωνα με την ακόλουθη διαταγή στις 5 Μαΐου 1837 του υπουργού Εσωτερικών Δρόσου Μανσόλα, απομακρύνεται (εξορίζεται) από το χωριό του το Δραγαμέστο Ξηρομέρου μαζί με άλλους αξιωματικούς, για την νήσο Εύβοια. (ΓΑΚ, Οθ. Εσωτ. φ. 175 )
“Αθήναι τη 15 Φεβρουαρίου 1837 Βασιλεύ
Περί των Οικογενειών των εις Βάλτον ληστών.
Κατά την από 24 Οκτωβρίου π.ε. Β Διαταγήν έγραψα τα δέοντα εις τον Διοικητήν Ακαρνανίας να μεταχειρισθή τη δύναμιν του λόγου και του συμφέροντος δια να πείση τους κατοίκους του Βάλτου τους κατοικούντας σποράδην εις τας χαράδρας και εις τα δάση να συγκεντρωθώσι εις τα χωρία όπου ανήκει έκαστος, αλλά μας παρατηρεί ότι όλα τα μέσα, τα οποία μετεχειρίσθη μέχρι τούδε εφάνησαν ατελεσφόρητα. Προσθέτει δε ότι είναι αδύνατον να κατορθωθή ο συνοικισμός ούτος χωρίς την βίαν. Προτείνει επομένως να μεταβή εκεί σε ο Συνταγματάρχης Τζαβέλας με μίαν δύναμιν τουλάχιστον δυο ή τριών λόχων και συγχρόνως να επιφορτισθή και ο Συνταγματάρχης Ανδρέας Ίσκος να συντελέση δια της επιρροής και γνώσεώς του εις το αντικείμενον τούτο. Αλλά πριν ενεργηθή ο συνοικισμός προτείνει ν’ απομακρυνθώσιν εκείθεν τινές, οίτινες έλαβον μέρος εις τας προλαβούσας ανταρτοληστείας και υποθάλπουν και σήμερον την ληστείαν.
Ούτοι είναι:
Από Βάλτον: 1.-Η οικογένεια του αντάρτου Στράτου και οι δυο του αδελφοί. 2.-Ο την ανταρσίαν κηρύξας Καλόγηρος Μπαρλάς. 3.-Ο αντάρτης Νικόλαος Ζέρβας, ο ληστής Χ. Νιάφας και Ιω. Καραϊσκάκης, ων ήδη ειρηνοδίκης.
Από Ξηρόμερο: 1.-Ο Νικόλαος Τζέλιος, λαβών μέρος ενεργητικόν εις την ανταρτοληστείαν και οι ομόφρονές του Χρήστος Μακρυστάθης και Αναγνωστης Λίτρας, συγγενείς και οικείοι του αρχιαποστάτου Δήμου Τζέλιου. 2.-Ο Φίλης Κασσανός, ο Κωνσταντής Γερόλυμος, Γ. Παπαδάτος και ο Π. Ρούπας.
Ως τόπον δε προσωρινής διαμονής των ανωτέρω προτείνει: Α)-Δια μεν την οικογένεια και τους αδελφούς του Σωτήρη Στράτον το Αίγιον. Β)-Δια τον Καλόγηρον Μπαρλάν το Μοναστήριον του Μεγάλου Σπηλαίου. Γ)-Δια τον Νιάφαν, Ν. Στράτον και Ι. Καραϊσκάκην την Πύλον. Δ)-Δια τον Ν. Τζέλιον, Μακρυστάθην, Λίτραν και Φίλην Κασσανόν την Εύβοιαν. Ε)-Δια τον Γερόλυμον, Γ. Παπαδάτον και Π. Ρούπαν την Ηλείαν.
Ούτοι πάντες πρέπει να μένουν εις τα ειρημένα μέρη δια πέντε εξ μήνας διατελούντες υπό αστυνομικήν επιτήρησιν έως ότου πραγματοποιηθεί ο συνοικισμός και παύση η ληστεία.
Ούτοι είναι:
Από Βάλτον: 1.-Η οικογένεια του αντάρτου Στράτου και οι δυο του αδελφοί. 2.-Ο την ανταρσίαν κηρύξας Καλόγηρος Μπαρλάς. 3.-Ο αντάρτης Νικόλαος Ζέρβας, ο ληστής Χ. Νιάφας και Ιω. Καραϊσκάκης, ων ήδη ειρηνοδίκης.
Από Ξηρόμερο: 1.-Ο Νικόλαος Τζέλιος, λαβών μέρος ενεργητικόν εις την ανταρτοληστείαν και οι ομόφρονές του Χρήστος Μακρυστάθης και Αναγνωστης Λίτρας, συγγενείς και οικείοι του αρχιαποστάτου Δήμου Τζέλιου. 2.-Ο Φίλης Κασσανός, ο Κωνσταντής Γερόλυμος, Γ. Παπαδάτος και ο Π. Ρούπας.
Ως τόπον δε προσωρινής διαμονής των ανωτέρω προτείνει: Α)-Δια μεν την οικογένεια και τους αδελφούς του Σωτήρη Στράτον το Αίγιον. Β)-Δια τον Καλόγηρον Μπαρλάν το Μοναστήριον του Μεγάλου Σπηλαίου. Γ)-Δια τον Νιάφαν, Ν. Στράτον και Ι. Καραϊσκάκην την Πύλον. Δ)-Δια τον Ν. Τζέλιον, Μακρυστάθην, Λίτραν και Φίλην Κασσανόν την Εύβοιαν. Ε)-Δια τον Γερόλυμον, Γ. Παπαδάτον και Π. Ρούπαν την Ηλείαν.
Ούτοι πάντες πρέπει να μένουν εις τα ειρημένα μέρη δια πέντε εξ μήνας διατελούντες υπό αστυνομικήν επιτήρησιν έως ότου πραγματοποιηθεί ο συνοικισμός και παύση η ληστεία.
……………………………………………………………………
Είμαι με βαθύτατον σέβας, Βασιλεύ, της Υμετέρας Μεγαλειότητος.
Ευπειθέστατος θεράπων και σωστός υπήκοος
Ο επί των Εσωτερικών Γραμματεύς
Δρόσος Μάνσολας
Εν Αθήναις 5/17 Μαΐου 1837»
Ευρισκόμενος ο Νικόλαος Τσέλιος στην εξορία στην Εύβοια πάνω από έξι μήνες και αναθεωρώντας κάποιες απόψεις του ή βλέποντας ότι δεν υπήρχε άλλη λύση, έκανε αίτηση χάριτος προς τον βασιλιά Όθωνα στις 18 Φεβρ. 1837, μετανοώντας για την πράξη του στα συμβάντα στις αρχές του 1836 στην Ακαρνανία (υπ.στρατ.φ.539).
Ο όρκος πίστεως του Νικολάου Τσέλιου προς τον Όθωνα με ημερομηνία 18 Φεβρ. 1837 και η αίτηση των Νικολάου Τσέλιου και Φίλη Κασιανού που ζητούσαν αμνηστία από τον βασιλιά Όθωνα στις 26-5-1838
Στις 8 Μαΐου 1838 ο Νικόλαος Τσέλιος απευθύνεται προς την επί των Στρατιωτικών Γραμματείαν (Υπουργείο Στρατιωτικών) ζητώντας αμνηστία. Ιδέ φωτο πιο πάνω. (Όθων Υπ. Εσωτ. Φ. 539), αφού είχε προηγηθεί προγενέστερα (18 Φεβρ. 1837) και άλλο αίτημα για αμνηστία, όπου ο Νικόλαος Τσέλιος έδινε «όρκο πίστεως στο Βασιλέα Όθωνα».
Στις 10 Μαΐου 1837, ο υποδιοικητής της Ακαρνανίας, ενημερώνει αρμοδίως τον διοικητή Ακαρνανίας, αναφέροντας για το ποιόν του Νικολάου Τσέλιου, αναφέροντας μεταξύ των άλλων και τα εξής (ιδέ και σχετική φωτο, πιο κάτω):
«Καθυποβάλλομεν και τα πέντε περί του Νικολάου Τσέλιου ζητούμενας πληροφορίας προς την Βασιλικήν ταύτην Διοίκησιν κατά την έννοιαν της μνησθείσης Διαταγής της. Ο ανήρ ούτος είναι κατά την ηλικίαν ετών 36 ευκαταστατώτερος εκ των του Δήμου Αστακού δια της κινητής του και ακινήτου περιουσίας, συγγενεύει με τον Φίλην Κασσανόν, κανέν σύνδεσμον με τους Χρήστον Μακρυστάθην, Αναγνώσην Λύτραν, Γερολύμον Γεωργίου Παπαδάτου και Παναγήν Ρούπαν δεν έχει, η μετ’ αυτών σχέσις του είναι η αυτή όχι τόσον στενήν, ως των κατά τι, και ως εκ τούτου έχει οπωσούν επίρροιαν.
Ευπειθεστάτος
Περιοδεύοντος του Υποδιευθυντού,
Ο Γραμματεύς, (Κ. Βολωτής.» [Οθων.φ.465]
Ενημερωτικό έγγραφο του υποδιοικητή Ξηρομέρου από τον Αστακό προς την Διοίκηση Ακαρνανίας που δίνονται πληροφορίες για τον Νικόλαο Τσέλιο με ημερομηνία 10 Μαΐου 1837
Κατά τον μεγάλο αγώνα (1821-1828) ο Νικόλαος Τσέλιος αναντίρρητα, αγωνίστηκε γενναία σε διάφορες μάχες υπό διάφορους οπλαρχηγούς. Με την έκρηξη της εξέγερσης του 1836 τον είδαμε ν’ ακολουθεί ξανά τον θείο του, Δήμο Τσέλιο, μετά την απόσυρση όμως του οποίου ο Νικόλαος Τσέλιος συντάχθηκε με κείνους που συνέχιζαν την επανάσταση, για να ζητήσει τέλος το βασιλικό έλεος. Έτσι στις 21 Ιουνίου 1838 προσωπικά ο Όθων, αποφαίνεται για τα αιτήματα αμνηστίας του Νικολάου Τσέλιου, εκδίδοντας διαταγή, όπου μεταξύ των άλλων αναφέρει:
«…εις τον κον Χ. Μακρυστάθην, Λύτραν, Παναγήν Ρούπαν, Φίλην Κασσανόν, Γερόλυμον, Νικόλαον Τζέλιον και Γεώργιο Παπαδόπουλο, επιτρέπομεν εις τους ανωτέρω κατοίκους της Ακαρνανίας να επανέλθωσιν εις τας εστίας των, αλλά με την υποχρέωσιν, του να δώσουν αξιοχρείους εγγυητάς εις τον Διοικητήν Ακαρνανίας περί της εις το μέλλον καλής διαγωγής των».
Επιστρέφει, λοιπόν ο Νικόλαος Τσέλιος από την εξορία στην Εύβοια που ήταν και τον Ιούνιο του 1838 έρχεται στο Δραγαμέστο, δίνοντας ως ήταν φυσικό αναφορά στην έννομο τάξη (διοίκηση Ακαρνανίας) παρουσιαζόμενος τακτικά στην υποδιοίκηση που είχε, τότε, έδρα το Δραγαμέστο, ενώ η Διοίκηση έδρευε στη Βόνιτσα. Το 1840 φαίνεται να κάμπτεται το Βαυαρικό μένος για τους αναξιοπαθείς Έλληνες αγωνιστές και ο Νικόλαος Τσέλιος ονομάστηκε το 1842 λοχαγός στη βασιλική Φάλαγγα, αλλά και Γενικός Οδηγός Εθνοφυλακής Ακαρνανίας, όπως Οδηγοί Εθνοφυλακής Ξηρομέρου ορίστηκαν τότε και οι: Ιω. Πετιμέζης και Ανδρ. Στούπας (Κατούνα). Προικοδοτήθηκε ο Νικόλαος Τσέλιος με εθνικές γαίες τις οποίες εκποίησε με αντίστοιχα χρηματικά γραμμάτια. Αλλά η ικανοποιητική αποκατάσταση και δικαίωση για τους αδικηθέντες αξιωματικούς λόγω της συμμετοχής τους στα γεγονότα του 1836 στην Ακαρνανία, επήλθε μετά την 3η Σεπτεμβρίου 1843, όπως δείχνουν άλλα ανάλογα έγγραφα (Όθων. Εσωτ. φ. 49).
Ο Νικόλαος Τσέλιος, Λοχαγός στις 10 Σεπτεμβρίου του 1842, όπου εκποίησε γραμμάτια αξίας 5.400 δρχ από αντίστοιχες προικοδοτήσεις εθνικών γαιών που του εκχωρήθηκαν από την κυβέρνηση. [προικ. φ.52]
Έτσι στις 30 Σεπτεμβρίου 1842, ο Νικόλαος Τσέλιος ή Δραγαμεστινός αφού είχε δηλώσει όρκο πίστεως στον Όθωνα, ονομάστηκε λοχαγός στην προικοδοτημένη βασιλική Φάλαγγα [υπ. Στρατ. φ. 518]. Μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, όπου ο λαός ζήτησε και πέτυχε, από τον Όθωνα Συνταγματική αποκατάσταση των πραγμάτων, όλοι οι κατατρεγμένοι και διωγμένοι αξιωματικοί αιτούνταν προς το κράτος μισθολογική, αλλά και βαθμολογική αποκατάσταση.
Μεταξύ των αναρίθμητων αξιωματικών υπήρξε και ο Νικόλαος Τσέλιος ο οποίος στις 5 Νοεμβρίου 1843 εξαιτείται να του αναγνωρισθεί από τον Όθωνα ο βαθμός του Ταγματάρχη της Βασιλικής Φάλαγγας και να του χορηγηθεί η ενιαύσιος (ετήσια) μισθοδοσία και το αργυρούν αριστείο, που τα είχε στερηθεί λόγω της συμμετοχής του στην εξέγερση των Ακαρνάνων αξιωματικών το 1836 κατά του Όθωνα. Ιδού και η ιδιόχειρη αίτηση του Νικόλαου Τσέλιου προς το υπουργείο Στρατιωτικών.
«Προς τον υποφαινόμενον Πεντακοσίαρχον όντα επί του αειδήμου Κυβερνήτη της Ελλάδος,
εδόθη κατ’ αρχάς μεν λοχαγού της Β. Φάλαγγος μετά ταύτα δε Ταγματάρχου απλούν Φαλαγγιτικόν γραμμάτιον γης, χωρίς κατά τας περί τούτον Βασιλικάς διατάξεις να μοι χορηγηθεί και η ενιαύσιος μισθοδοσία, διότι έτυχον και εγώ ν’ απαρτίζω μέρος της κατά το 1836 της Ακαρνανίας αποστασίας και περιττόν και μάταιον και ανωφελές θεωρήσας να υψώσω τότε την φωνήν μου κατά της αδικίας ταύτης και να εξαιτήσω και την αναγνώρισιν του Ταγματαρχικού μου βαθμού παρά της Αυτού Μεγαλειότητος και της επιδαψίλευσιν και του αργυρού αριστείου και πατριωτική ψυχή σας θέλει σας παρακινήση να παραδεχτείτε την αίτησιν ενός ατόμου και γενναίου της ελληνικής Επαναστάσεως αθλητού.
Υποφαίνομαι ευσεβάστως
Ο ευπειθής,
Νικόλαος Τζέλιος»
Τέλος στις 11 Οκτωβρίου 1843, το υπουργείο Στρατιωτικών αποφαίνεται θετικά περί της βαθμολογίας και προικοδότησης αρχαίων Στρατιωτικών, μεταξύ δε αυτών και του Νικολάου Τσέλιου: «…Τον βαθμόν του Ταγματάρχου εις τον Νικόλαον Τσέλιον Δραγαμεστινόν, πρώην Πεντακοσίαρχον τον επί του Κυβερνήτου Σωμάτων…» οίτινες άχρι τούδε δεν εβαθμολογήθησαν, ένεκα των κατά τα 1836 συμβάντων εις την Ακαρνανίαν (Όθων Στρ. Μ/Α φ. 463), αναφέρει σχετική απόφαση του Όθωνα και αργότερα στις 29 Μαΐου 1845 του εκχωρήθηκε ο βαθμός του Αντισυνταγματάρχη στην προικοδοτημένη Φάλαγγα.
«Όθων Ελέω Θεού Βασιλεύς της Ελλάδος. Επί τη προτάσει της Ημετέρας επί των Στρατιωτικών Γραμματείας, ευαρεστούμεθα ν΄απονείμωμεν τους αναλόγους Φαλαγγιτικούς βαθμούς εις τους κάτωθεν σημειωμένους αρχαίους Στρατιωτικούς, οίτινες άχρι τούδε δεν εβαθμολογήθησαν, ένεκα των κατά τα 1836 συμβάντων εις την Ακαρνανίαν.
Τον βαθμόν του Ταγματάρχου εις τον Νικόλαον Τζέλιον Δραγαμεστινόν, τον Γεώργιον Γεροθανάσην εκ Καρβασαρά και τον Κωνσταντίνον Βαλιανάκην εκ Ξηρομέρου πρώην πεντακοσιάρχους των επί του Κυβερνήτου Σωμάτων. Τον βαθμόν του Λοχαγού εις τους Σπύρον Χαλδούπην εκ Παπαδάτας Ξηρομέρου, Κωνσταντίνον Στάϊκον εκ Βραχωρίου, Ανδρέαν Στούπαν εκ Ξηρομέρου (Κατούνα), Φίλην Κασιανού εκ Ξηρομέρου (Δραγαμέστο), Νικόλαον Βασιλάκην εκ Κατούνας πρώην Εκατοντάρχους των επί του Κυβερνήτου Σωμάτων. Τον βαθμόν του Υπολοχαγού εις τους Κώσταν Θώμον εκ Βάλτου, Βασίλειον Αναγν. Διαλέτην εξ Αποκόρου και Αποστόλην Σπύρου Αχεριάτην πρώην Πεντηκοντάρχους των επί του Κυβερνήτου Σωμάτων. Τον βαθμόν του Ανθυπολοχαγού εις τους Γεώργιον Καυκούλην εκ Ξηρομέρου (Αετός), Δημήτριον Μανιαβόν εκ Ξηρομέρου (Αετός), Αποστόλην Γιαννίου εκ Ξηρομέρου (Κανδήλα) και Απόστολον Ροκάν εκ Γοτζίτσας (Ήπειρος) πρώην Πενηντάρχων των επί του Κυβερνήτου Σωμάτων » [ΓΑΚ: Οθ. Στρ. ΜΑ. Φ.463].
Τον βαθμόν του Ταγματάρχου εις τον Νικόλαον Τζέλιον Δραγαμεστινόν, τον Γεώργιον Γεροθανάσην εκ Καρβασαρά και τον Κωνσταντίνον Βαλιανάκην εκ Ξηρομέρου πρώην πεντακοσιάρχους των επί του Κυβερνήτου Σωμάτων. Τον βαθμόν του Λοχαγού εις τους Σπύρον Χαλδούπην εκ Παπαδάτας Ξηρομέρου, Κωνσταντίνον Στάϊκον εκ Βραχωρίου, Ανδρέαν Στούπαν εκ Ξηρομέρου (Κατούνα), Φίλην Κασιανού εκ Ξηρομέρου (Δραγαμέστο), Νικόλαον Βασιλάκην εκ Κατούνας πρώην Εκατοντάρχους των επί του Κυβερνήτου Σωμάτων. Τον βαθμόν του Υπολοχαγού εις τους Κώσταν Θώμον εκ Βάλτου, Βασίλειον Αναγν. Διαλέτην εξ Αποκόρου και Αποστόλην Σπύρου Αχεριάτην πρώην Πεντηκοντάρχους των επί του Κυβερνήτου Σωμάτων. Τον βαθμόν του Ανθυπολοχαγού εις τους Γεώργιον Καυκούλην εκ Ξηρομέρου (Αετός), Δημήτριον Μανιαβόν εκ Ξηρομέρου (Αετός), Αποστόλην Γιαννίου εκ Ξηρομέρου (Κανδήλα) και Απόστολον Ροκάν εκ Γοτζίτσας (Ήπειρος) πρώην Πενηντάρχων των επί του Κυβερνήτου Σωμάτων » [ΓΑΚ: Οθ. Στρ. ΜΑ. Φ.463].
Ταγματάρχης λοιπόν της Βασιλικής Φάλαγγος και επισήμως ο εκ Δραγαμέστου Νικόλαος Τσέλιος στις 14 Νοεμβρίου 1843 με διάταγμα υπογεγραμμένο προσωπικά από τον βασιλιά Όθωνα.
Ο μέχρι πρότινος εξόριστος και απλός πολίτης, βλέπουμε ότι στις 14 Νοεμβρίου 1843 ονομάστηκε ταγματάρχης στην προικοδοτημένη βασιλική Φάλαγγα και του χορηγήθηκε και το Αργυρούν Αριστείον. Έτσι τον βλέπουμε αργότερα ο Νικόλαος Τσέλιος να υπογράφει μαζί με άλλους Αιτωλ/νες αξιωματικούς, σε πολλά πιστοποιητικά, για τις εκδουλεύσεις αγωνιστών στην περίοδο της επανάστασης του 1821-1828. Και την μεθεπόμενη χρονιά (1845), ονομάστηκε Αντισυνταγματάρχης στην προικοδοτημένη βασιλική Φάλαγγα, σύμφωνα με το ακόλουθο ΦΕΚ:
Ο Νικόλαος Τσέλιος ονομάστηκε Αντισυνταγματάρχης στην προικοδοτημένη βασιλική Φάλαγγα, στις 29 Μαΐου 1845. Στο ίδιο ΦΕΚ και με τον ίδιο βαθμό προβιβάζονται και οι: Νικόλαος Στράτος (Λουτρό Βάλτου), Φώτης Κουσουρής (Βάρνακας), Τριαντάφυλλος Αποκορίτης (Παλιοξάρι Δωρίδας) και Γ. Κ. Βελής (Κερασοχώρι Αγράφων). Όλοι τους είχαν συμμετοχή το 1836 στην εξέγερση των Ακαρνάνων αξιωματικών κατά του Όθωνα.
Ο Νικόλαος Τσέλιος, ως αντισυνταγματάρχης στην προικοδοτημένη βασιλική Φάλαγγα, αλλά και ως Δήμαρχος Αστακού, υπογράφει το 1846 πιστοποιητικά στρατιωτικών εκδουλεύσεων του Νικολάου Μορδόχα (αριστερά) από το Βασιλόπουλο Ξηρομέρου και του Αναγνώστη Μπαρμπακούλη (δεξιά) από τον Αετό Ξηρομέρου. Στο Τμήμα Χειρογράφων και Ομοιότυπων στην Εθνική Βιβλιοθήκη που υπάρχουν αναρίθμητοι φάκελοι Ακαρνάνων Λησμονημένων μαχητών, σε κάθε έγγραφο Ακαρνάνα μαχητή, σχεδόν υπάρχει και η υπογραφή του Νικολάου Τσέλιου, ο οποίος γνώριζε όλους τους μαχητές γιατί συμμετείχε από την αρχή στον αγώνα της Παλιγγενεσίας (1821-1828) και δεν έλειψε από καμία σημαντική μάχη που έγινε στη Δυτική Ελλάδα και στη Ρούμελη γενικότερα.
*****************************
Ο Νικόλαος Τσέλιος στην πολιτική
Καθαιρεθείς ο Νίκος Τσέλιος απ’ τις τάξεις του στρατού το 1836, ασχολήθηκε το 1837 με τα κοινά του Δήμου Αστακού, όπου και εκλέγεται το 1837 Δημοτικός Σύμβουλος Αστακού και, το 1839 έως το 1843 εκλέγονταν συνεχώς και αδιαλείπτως Επαρχιακός Σύμβουλος Βονίτσης και Ξηρομέρου.
Το 1845 εκτελεί χρέη ενόρκου Δικαστή, σύμφωνα με τον κατάλογο «των εχόντων προσόντα Ενόρκου κατοίκων της Διοικήσεως Ακαρνανίας δια το έτος 1845» στο Δήμο Αστακού (ΦΕΚ.18 Δεκ. 1844 Παρ/μα σ. 216) όπου εκείνη την εποχή, για το Δήμο Αστακού, οι Ένορκοι ήταν οι ακόλουθοι: Δήμος Αστακού: Αθανάσιος Στεριάτος, Γληγόριος Γ. Μαγγίνας, Νικόλαος Τζέλιος, Γεώργιος Μάντζαρης, Δημήτριος Μουσές, Στράτος Προίκας, Νικόλαος Γιαννούλης, Αποστόλης Μανδήλης, Νικόλαος Αθανασίου.
Ως Επαρχιακός Σύμβουλος Ξηρομέρου ο Νικόλαος Τσέλιος συνέβαλε τα μέγιστα για την ανέγερση σχολικών κτιρίων καθώς και τη λειτουργία Ελληνικών Σχολείων στο Ξηρόμερο.
Ως μέλος του Επαρχιακού Συμβουλίου, του οποίου ετύγχανε να είναι και πρόεδρος, με αντιπρόεδρο τον εξ Αετού και συμπολεμιστή του πρώην χιλίαρχο, Κωνσταντή Βαλιανάκη, και με Γραμματέα τον Γεώργιο Μάντζαρη από Σκουρτού και ένα απ΄ τα πολλά μέλη του Δ.Σ, τον Δημήτριο Σόμπολο, από το Δραγαμέστο, σε σχετικό πρακτικό του οποίου διατηρούμε το ύφος και την ορθογραφία του κειμένου, με ημερομηνία 8 Ιανουαρίου 1843, διαβάζουμε τα ακόλουθα:
Ιδού ενδεικτικά και μία πράξη του Επαρχιακού Συμβουλίου Ξηρομέρου το 1843 στην οποία αποφασίζεται η ίδρυση Σχολείων στην Ακαρνανία και υπογράφεται από τον Νικόλαο Τσέλιο:
«Συνεδρίασις ΙΔ΄ πράξις ΙΖ΄
Εν τη Σημερινή συνεδριάσει του Επαρχιακού Συμβουλίου Βονίτσης και Ξηρομέρου προεδρεύοντος του κ.κ. Νικολάου Τσέλιου παρόντων και των υποφαινομένων Μελών εισήχθη εις σκέψιν το περί παιδείας ζήτημα. Το Συμβούλιον παρατηρεί ότι:
Επειδή από της κατακτήσεως της Επαρχίας ταύτης παρά του Οθωμανικού Ζυγού, δεν εδυνήθη να συσταθεί εν αυτή Ελληνική Σχολή ετοιμάζουσα τους νέους εις την πρόοδον της κοινωνίας το μέγιστον και αναγκαιότερον παρά παν άλλο δώρημα εμμωρφώνοησας κατά το κρείττον τα ήθη της Νεολαίας εις αποξωνούσα αυτήν από πάσαν περαιτέρω κακοήθειαν εναντίον άπαν της κοινωνίας της καταστρεπτικής σοριδόν της προόδου των ευχημών και λοιπών αναγκαίων επιζημιών. Επειδή είναι από την αποτίναξιν του ρηθέντος τυραννικού ζυγού ελπίζετι η ανάστασις αυτής (νεολαία). Επειδή μέχρι σήμερον η Βασιλική Κυβέρνησις δεν έλαβεν πρόνοιαν περί της συστάσεως της ρηθείσης Σχολής και τούτον όχι διότι δεν εξετάγει, αλλά αι κατά καιρούς Διοικούντες την Επαρχίαν ταύτην Διοικητές δεν προέβλεψαν να καθυποβάλουν το πανδείον, αναγκαίον και ωφέλιμον ταύτην επαρχίαν ή μάλλον σιώπη δια την Ακαρνανίαν αντικείμενον προς την Σεβαστήν Κυβέρνησίν μας.
Επειδή ένεκα της ελλείψεως των προεκπαιδευτικών καταστημάτων και κυρίως της Ελληνικής Σχολής, ο λαός της Ακαρνανίας οπισθοδρομεί τα μέγιστα, ως τούτο παρατηρείται κάλλιστα από τας πρακτομένας αταμήτοκες πράξεις. Επειδή οι πρόσοδοι των Διαλελημένων Μονών της Επαρχίας ταύτης επαρκούντως δύναται να διατηρήσουν ουχί μίαν και μόνην Σχολήν αλλά και περισσοτέρας. Επειδή και η Επαρχία δύναται μ’ όλην της την ανέχειαν να εισφέρει προθύμως κατά πρώτον τα μένοντα από τα επαρχιακά έξοδα αποθεματικά κεφάλαια Δραχμαί 600.
Δια ταύτα δε και δυνάμει του άρθρου 39 του Επαρχιακού Νόμου, Παρακαλεί Α)-Ίνα η Σ. Κυβέρνησις της Α.Μ. ευαρεστουμένη Διατάξει την Σύστασιν μίας Ελληνικής Σχολής όπου εγκριθεί και Β)-Η επαρχία εισφέρει δια την σύστασιν ταύτην προθύμως κατά πρώτον Δραχμάς 600.
Επειδή από της κατακτήσεως της Επαρχίας ταύτης παρά του Οθωμανικού Ζυγού, δεν εδυνήθη να συσταθεί εν αυτή Ελληνική Σχολή ετοιμάζουσα τους νέους εις την πρόοδον της κοινωνίας το μέγιστον και αναγκαιότερον παρά παν άλλο δώρημα εμμωρφώνοησας κατά το κρείττον τα ήθη της Νεολαίας εις αποξωνούσα αυτήν από πάσαν περαιτέρω κακοήθειαν εναντίον άπαν της κοινωνίας της καταστρεπτικής σοριδόν της προόδου των ευχημών και λοιπών αναγκαίων επιζημιών. Επειδή είναι από την αποτίναξιν του ρηθέντος τυραννικού ζυγού ελπίζετι η ανάστασις αυτής (νεολαία). Επειδή μέχρι σήμερον η Βασιλική Κυβέρνησις δεν έλαβεν πρόνοιαν περί της συστάσεως της ρηθείσης Σχολής και τούτον όχι διότι δεν εξετάγει, αλλά αι κατά καιρούς Διοικούντες την Επαρχίαν ταύτην Διοικητές δεν προέβλεψαν να καθυποβάλουν το πανδείον, αναγκαίον και ωφέλιμον ταύτην επαρχίαν ή μάλλον σιώπη δια την Ακαρνανίαν αντικείμενον προς την Σεβαστήν Κυβέρνησίν μας.
Επειδή ένεκα της ελλείψεως των προεκπαιδευτικών καταστημάτων και κυρίως της Ελληνικής Σχολής, ο λαός της Ακαρνανίας οπισθοδρομεί τα μέγιστα, ως τούτο παρατηρείται κάλλιστα από τας πρακτομένας αταμήτοκες πράξεις. Επειδή οι πρόσοδοι των Διαλελημένων Μονών της Επαρχίας ταύτης επαρκούντως δύναται να διατηρήσουν ουχί μίαν και μόνην Σχολήν αλλά και περισσοτέρας. Επειδή και η Επαρχία δύναται μ’ όλην της την ανέχειαν να εισφέρει προθύμως κατά πρώτον τα μένοντα από τα επαρχιακά έξοδα αποθεματικά κεφάλαια Δραχμαί 600.
Δια ταύτα δε και δυνάμει του άρθρου 39 του Επαρχιακού Νόμου, Παρακαλεί Α)-Ίνα η Σ. Κυβέρνησις της Α.Μ. ευαρεστουμένη Διατάξει την Σύστασιν μίας Ελληνικής Σχολής όπου εγκριθεί και Β)-Η επαρχία εισφέρει δια την σύστασιν ταύτην προθύμως κατά πρώτον Δραχμάς 600.
Εγκρίνετο και υπογράφει εν Βονίτση την 8 Ιανουαρίου 1843.
Ο Πρόεδρος Ν. Τζέλιος
Ο Αντιπρόεδρος Κ. Βαλιανάκης
Ο Γραμματεύς, Γ. Μάτζαρης
Τα Μέλη του Συμβουλίου
Γ. Κολοκύθας, Π. Ηλίας, Δ. Γκόλιας, Νικόλαος Παπάς, Δ. Σόμπολος, Θ. Δαλάσκας, Σπ. Πετράς, Χρ. Τσελίκης."
Ο Νικόλαος Τσέλιος ως πρόεδρος του Επαρχιακού Συμβουλίου Βονίτσης στις 8 Ιανουαρίου 1843 και αντιπρόεδρος αυτού ο Κωνσταντής Βαλιανάκης από τον Αετό Ξηρομέρου.
Βλέπουμε ότι το Επαρχιακό Συμβούλιο Ξηρομέρου εκείνης της εποχής (1843) ενδιαφέρονταν επιτακτικά για την πρόοδο της νεολαίας και ζητούσε να ιδρυθούν σχολεία «όπου εγκριθεί» και όχι τοπικιστικά π.χ. στη Βόνιτσα ή στην Κατούνα ή στον Αστακό, αλλά όπου εγκριθεί!!! Προτείνοντας μάλιστα, ελλείψει κτιρίων, να στεγασθούν στις ήδη διαλυμένες Μονές. Κι όχι μόνο αυτό αλλά να δοθούν και χρήματα από τα αποθεματικά του Επαρχιακού Ταμείου. Προτάσεις αναμφισβήτητα ρηξικέλευθες, καινοτόμες και προοδευτικές για εκείνη την εποχή.
Άραγε να ήταν τυχαίο που τόσο ο πρόεδρος του Επαρχιακού Συμβουλίου Ξηρομέρου, Νικόλαος Τσέλιος, όσο και ο αντιπρόεδρος αυτού, Κωνσταντής Βαλιανάκης, εκλέγονταν απ’ το λαό, ο μεν Νίκος Τσέλιος τρεις φορές Δήμαρχος Αστακού (1846-56) και τρεις φορές Βουλευτής Ακαρνανίας (1851-1860) και ο δε Κωσταντής Βαλιανάκης Επαρχιακός Σύμβουλος Ξηρομέρου από το 1837 ως 1848 και, Δήμαρχος Εχίνου (Κατούνας) από το 1849 ως το 1860; Εικοσιπέντε χρόνια συνεχώς επιβραβευόταν και οι δύο από τον λαό του Ξηρομέρου.
Έλεγχος μηνιαίας καταστάσεως του Σχολείου του Αστακού τον Ιανουάριο του 1845. Διδάσκαλος, τότε, ήταν ο Δημήτριος Ζανέτος, μισθοδοτούμενος από το Δημοτικό Ταμείο Αστακού με 20 δρχ τον μήνα (30 ελάμβανε από την Νομαρχία, συνολικά 50 δρχ τον μήνα ήταν ο μισθός του), οι μαθητές ανέρχονταν στους 86, και υπήρχαν 7 γραμματοδιδάσκαλοι. Όλοι οι μαθητές του Σχολείου φιλοτιμούνται εις την μάθηση μας αναφέρει ο μηνιαίος έλεγχος του 1845, είναι εύτακτοι και ευπειθείς και, τα δίδακτρα πληρώνονται υπό του δημοτικού ταμείου.
Σε αντίστοιχο κατάλογο του Νοεμβρίου του 1844 οι μαθητές ήταν 75 και οι γραμματοδιδάσκαλοι 6. Διδάσκαλος δε ήταν και τότε ο Δημήτριος Ζανέτος.
Σε αντίστοιχο κατάλογο του Νοεμβρίου του 1844 οι μαθητές ήταν 75 και οι γραμματοδιδάσκαλοι 6. Διδάσκαλος δε ήταν και τότε ο Δημήτριος Ζανέτος.
Ήταν άραγε τυχαίο; Και να σκεφτείτε ότι και οι δύο στην επανάσταση του ’21 ήταν, ο Νικόλαος Τσέλιος Αντιστράτηγος, ο δε Κωσταντής Βαλιανάκης Χιλίαρχος και αμφότεροι πρωτοπαλίκαρα στο Σώμα του Ξηρομερίτη στρατηγού Δήμου Τσέλιου (ιδέ αρχική φωτο με τις προαγωγές Ξηρομεριτών αξιωματικών / πολ.φ. 55), αλλά και οι δύο το 1836 διεγράφησαν απ’ τις τάξεις του στρατού για τη συμμετοχή τους στην εξέγερση των Ακαρνάνων αξιωματικών κατά του Όθωνα, παραμένοντας απλοί πολίτες ως το 1843 που αποκαταστάθηκαν, όπως είδαμε νωρίτερα, ο μεν Νικόλαος Τσέλιος ως Αντισυνταγματάρχης, ο δε Κωνσταντής Βαλιανάκης ως Ταγματάρχης, διορισθέντες αμφότεροι ως αξιωματικοί στην προικοδοτημένη Βασιλική Φάλαγγα.
*****************
Ο Νικόλαος Τσέλιος ως Πληρεξούσιος Βουλευτής Ξηρομέρου το 1843
Τον Οκτώβριο του 1843 ο Νικόλαος Τσέλιος εκλέγεται πληρεξούσιος βουλευτής Ξηρομέρου στην πρώτη μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου Συνταγματική Εθνική Συνέλευση με εκλογή Βουλευτών [Συλ. Λαδά, ΦΕΚ. 5/1844]. Η Βουλευτική περίοδος κράτησε ως την άνοιξη του 1844, όπου στη θέση του για την επόμενη περίοδο, εκλέγεται πληρεξούσιος ο Τάτσης Μαγγίνας.
Πρακτικό της συνέλευσης των Ξηρομεριτών που πραγματοποιήθηκε στις 10 Οκτ. 1843 στον ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου στον Αστακό, από την οποία συνέλευση εκλέχτηκαν πληρεξούσιοι Βουλευτές Ξηρομέρου, με ψηφοφορία από τους Ξηρομερίτες εκλέκτορες, οι: Νικόλαος Μαυρομμάτης (Κατούνα) και Νικόλαος Τσέλιος (Δραγαμέστο)
Οι πληρεξούσιοι Βουλευτές Ξηρομέρου στην Α΄ Εθνική Συνέλευση του 1843, με τις υπογραφές τους.
Νικόλαος Μαυρομμάτης (Κατούνα) και Νικόλαος Τσέλιος (Δραγαμέστο), [πρακτικά Βουλής]
Από το 1842 ως και το 1845 σε πολλά έγγραφα βλέπουμε ως Δήμαρχο τον Γεώργιο Κων. Μαγγίνα, αδελφός του Τάτση και, του αείμνηστου στρατηγού Θεόδωρου Μαγγίνα (+ 1833/ προικ. φ. 92), που και προγενέστερα ήταν Μέλος στην Δημογεροντία του Ξηρομέρου (Εθν. Κτημ. φ. 434).
Ο Γεώργιος Μαγγίνας υπογράφει στις 22 Απρ. 1845 πιστοποιητικό στρατιωτικών εκδουλεύσεων του Αναστασίου Χασάπη ή Τσόμπου από το Δραγαμέστο και δεξιά ως Μέλος της Δημογεροντίας Ξηρομέρου το 1835.
*****************************
Τέλους του 1845 ο Νικόλαος Τσέλιος εκλέγεται Δήμαρχος Αστακού
Από τέλους του 1845 ή αρχές του 1846 έως και 22 Ιουνίου 1855, ο Νικόλαος Τσέλιος εκλέγονταν συνεχώς τρείς περιόδους, Δήμαρχος Αστακού, αντιμετωπίζοντας ηχηρά πολιτικά ονόματα εκείνης της εποχής π.χ. όπως οι: Μαγγιναίοι, Χασαπαίοι, Γεροθανάσης και γενικότερα το πολιτικό κατεστημένο του 1850, που αναντίρρητα δεν θα έβλεπαν και με τόσο καλό μάτι τη Δημαρχία να την έχει άνθρωπος από μη πολιτικό τζάκι όπως αυτοί. Ως δήμαρχος Αστακού ο Νικόλαος Τσέλιος ή Δραγαμεστινός έδειξε έντονο ενδιαφέρον δια την παιδεία του Αστακού και του Δραγαμέστου, ζητώντας επίμονα διορισμό δασκάλου που ενώ είχε ανοίξει η σχολική χρονιά δεν είχε ακόμη τούτος διορισθεί στο Σχολείο του Αστακού.
Το 1846, άγνωστο προς εμάς αν είχε διακοπεί ή όχι η «σύμβαση» εργασίας του Δημοδιδασκάλου Δημητρίου Ζανέτου με το Δήμο Αστακού, που όπως είδαμε πιο πάνω, το 1842 υπέγραψε ο Δημοδιδάσκαλος Δ. Ζανέτος, την παραλαβή της υλικοτεχνικής υποδομής που παρέδωσε ο πρόεδρος του Επαρχιακού Συμβουλίου Νικόλαος Τσέλιος στον δήμαρχο Γεώργιο Μαγγίνα.
Βλέπουμε, ότι το 1846 ο τότε Δήμαρχος Αστακού, Νικόλαος Τζέλιος, με έγγραφο του που φέρει ημερομηνία 28 Σεπτέμβρη 1846, να ζητάει από την Νομαρχία Ακαρνανίας και Αιτωλίας, διορισμό Δημοδιδασκάλου, καθότι ως φαίνεται ενώ είχε αρχίσει η σχολική χρονιά, δεν είχε το Σχολείο Δάσκαλο, με αποτέλεσμα η νεολαία να μένει απαίδευτος, αναφέρει το σχετικό του Δημάρχου έγγραφο.
«Προς
προς την Βασιλικήν Νομαρχίαν Ακαρνανοαιτωλίας
Εν Αστακώ την 28 Σεπτεμβρίου 1846
Περί διορισμού Δημοδιδασκάλου
Πολλάκις δια πολλών αιτήσεών μου απετάνθην εις τε το Βασιλικόν Επαρχείον και εις την Βασιλικήν Νομαρχίαν περί διορισμού Δημοδιδασκάλου κατά τον Δήμον μου, και μέχρι τούτε δεν είδον αποτέλεσμα, αι δε συνάπειαι της ελλείψεως Δημοδιδασκάλου οσημέραι αυξάνουν, καταντησάσης της μικράς νεολαίας εις παραλυσίαν και αυξανομένη των δικαίων παραπόνων των Δημοτών μου. Διο παρακαλείται η Βασιλική Νομαρχία να λάβη υπ’ όψιν τας αλλεπαλλήλους περί διορισμού Δημοδιδασκάλου αναφοράς μου και ενεργήση αυτάς όσον τάχει.
Ευπειθέστατος
Ο Δήμαρχος Αστακού (Τ.Σ.) Νικόλαος Τζέλιος»
Και σε άλλα έγγραφα με διάφορες ημερομηνίες επ΄ αυτών, φαίνεται φαρδιά πλατιά η σφραγίδα και η υπογραφή του Δημάρχου Αστακού, Νικολάου Τζέλιου ή Δραγαμεστινού:
Το έγγραφο του Δημάρχου, Νικολάου Τσέλιου, με ημερομηνία 29 Σεπτ. 1846, απευθυνόμενο προς την Νομαρχία Ακαρνανοαιτωλίας, με το οποίο ζητούσε διορισμό δασκάλου στο Δραγαμέστο και στον Αστακό.
Ο Νικόλαος Τσέλιος υπογράφει σε διάφορα έγγραφα ως Δήμαρχος Αστακού στις 22 Ιουλίου 1851
Ημερήσια διαταγή του Δημάρχου Αστακού προς σύγκληση Δημοτικού Συμβουλίου κατά την 28η Σεπτεμβρίου, με θέμα εκλογή Εφορευτικής των Βουλευτικών εκλογών Επιτροπής και της ψηφοφορίας. [Συλ. Λαδά]
Ιδού και άλλα έγγραφα που υπογράφει ο τότε δήμαρχος Αστακού, Νικόλαος Τσέλιος, φέροντα χρονολογία
Ημερήσια διαταγή του Δημάρχου Αστακού προς σύγκληση Δημοτικού Συμβουλίου κατά την 28η Σεπτεμβρίου, με θέμα εκλογή Εφορευτικής των Βουλευτικών εκλογών Επιτροπής και της ψηφοφορίας. [Συλ. Λαδά]
Ιδού και άλλα έγγραφα που υπογράφει ο τότε δήμαρχος Αστακού, Νικόλαος Τσέλιος, φέροντα χρονολογία
Εξ αριστερών: 7 Οκτωβρίου 1853 (προικ. φ.101) και εκ δεξιών: 2 Απρ. 1851 (προικ. φ. 94).
Και τέλος με Βασιλικό Διάταγμα στις 22 Ιουνίου 1855 (ΦΕΚ/33/1855) παύεται από Δήμαρχος ο Νικόλαος Τσέλιος (ήταν ήδη και βουλευτής Ξηρομέρου από 12-1- 1854).
Και δήμαρχος Αστακού αναλαμβάνει ένας άλλος αξιόλογος πολιτικός, ο αναμορφωτής του Αστακού, ο Γεώργιος Γεροθανάσης του Αθανασίου, καταγόμενος από τον Πρόδρομο Ξηρομέρου, γεννηθείς το 1812 και αδελφός του χιλίαρχου Κώστα Γεροθανάση που σκοτώθηκε στην Έξοδο του Μεσολογγίου το 1826. Εκλέχτηκε Δήμαρχος Αστακού, τον Σεπτέμβριο του 1855 στις τότε διεξαχθείσες δημοτικές εκλογές και παρέμεινε στο αξίωμα ως και το 1863. Ένας αξιόλογος όπως προείπαμε πολιτικός που αναμόρφωσε τον Αστακό και διετέλεσε αργότερα και βουλευτής Ξηρομέρου σε έξι βουλευτικές περιόδους (1859, 1862, 1865, 1872, 1875, 1879). Επί θητείας του έγινε το Σχέδιο πόλεως του Αστακού, αλλά και το λιμάνι αυτού.
Ο Γεώργιος Γεροθανάσης σε έγγραφο που υπογράφει ως Δήμαρχος Αστακού στις 4 Σεπτ. 1856
Το βασιλικό Διάταγμα 15 Μαΐου 1862, επί δημαρχίας Γεωργίου Γεροθανάση, με το οποίο ο βασιλιάς ΄Οθων εγκρίνει το Σχέδιο πόλεως του Αστακού
Το βασιλικό Διάταγμα 15 Μαΐου 1862, επί δημαρχίας Γεωργίου Γεροθανάση, με το οποίο ο βασιλιάς ΄Οθων εγκρίνει το Σχέδιο πόλεως του Αστακού
****************************
Προικοδοτήσεις του Νικολάου Τσέλιου
Για τις προς την πατρίδα εκδουλεύσεις του, ο Νικόλαος Τσέλιος, προικοδοτήθηκε με αρκετές εθνικές γαίες και προικοδοτικά γραμμάτια τα οποία και εκποίησε παίρνοντας αντίστοιχα χρήματα.
ο Νικόλαος Τσέλιος 5ος στον κατάλογο Ακαρνάνων αξιωματικών που εκποίησαν το 1843 προικοδοτικά Γραμμάτια. Το Γραμμάτιο του Νικολάου Τσέλιου ήταν αξίας 3.000δρχ. (προικ.φ. 64). Δίπλα το Αργυρούν παράσημο που έλαβε από τον Όθωνα για τη συμμετοχή του στην επανάσταση του 1821-1828
Έγγραφο της Διοίκησης Ακαρνανίας στο οποίο αναφέρονται προικοδοτούμενοι αξιωματικοί όπως οι: Πάνος Ζέρβας (Καρβασαράς), Γρηγ. Καραγιαννόπουλος (Βόνιτσα), Νάκης Πάνου (Βόνιτσα) , Ανδρέας Νικάκης (Τρύφος), Ευστάθιος Χεινόπωρος (Ζάβιτσα), Αθ. Τζαδήμας (Βόνιτσα), Χρ. Αηδόνης (Βελίτζα Καρπενησίου - Ζάβιτσα), Φώτης Καπώνης (Κατοχή), Γεώργιος Θανασούλας (Αστακός), Νικόλαος Τσέλιος (Δραγαμέστο), Γεώργιος Βασταγγιάς (Δραγαμέστο), Γεώργιος Μανιάτης (Αμφιλοχία), Ιω. Κουτζαυτόπουλος (Αμφιλοχία) [προικ.φ.63].
Από το 1843 ως το θάνατό του το 1860 ο Νικόλαος Τσέλιος έπαιζε σημαντικότατο ρόλο στα τεκταινόμενα του Αστακού και του Ξηρομέρου γενικότερα. Θα ήταν χρήσιμο νομίζουμε για τον αναγνώστη να διατυπώσουμε και την ανθρωπογεωγραφία των κατοίκων εκείνης της εποχής, τόσον του Αστακού όσο και της επαρχίας Βονίτσης και Ξηρομέρου, ώστε να έχει ο αναγνώστης του παρόντος πονήματός μας μια δημογραφική εικόνα για τον εύανδρο Αστακό αλλά και για το Ξηρόμερο γενικότερα:
-Το 1845 η επαρχία Βονίτσης και Ξηρομέρου είχε πληθυσμό 17.037 κατοίκους, το 1846 είχε 17.384 κατ. και το 1847 είχε 17.815 κατοίκους [ΦΕΚ, 9/1849 σελ. 36].
-Το 1846 σε σχετική απογραφή ο Δήμος Αστακού παρουσιάζει αναλυτικά τον κάτωθι πληθυσμό κατά χωριό, ανερχόμενο συνολικά για τον Δήμο Αστακού, στους 3.088 κατοίκους.
-Ενώ το 1849 η επαρχία Ξηρομέρου είχε 14.977 και ο Δήμος Αστακού 2.844 κατοίκους [ΦΕΚ. 22/1850].
-Το 1850 ο Δήμος Αστακού είχε 2.872 κατοίκους και η επαρχία Ξηρομέρου 15.001 κατοίκους [ΦΕΚ. 37/1851].
-Το 1851 ο Δήμος Αστακού είχε 2.863 κατ, το 1852 είχε 2.877 κατ. Και η επαρχία Ξηρομέρου το 1851 είχε 15.003 κατοίκους και το 1852 είχε 15.062 κατοίκους [ΦΕΚ. 15/1855].
-Το 1853 το Δραγαμέστο ως πρωτεύουσα του Δήμου Αστακού είχε 534 κατοίκους και ο Δήμος 3.186 κατοίκους [ΦΕΚ .57/1854].
-Το 1854 ο Δήμος Αστακού είχε 3.202 κατοίκους [ΦΕΚ. 33/1855].
Ενώ ο Ιακωβος Ρ. Ραγκαβής στα ΕΛΛΗΝΙΚΑ τ. Α΄ 1853 προσδιορίζει τον πληθυσμό του Δήμου Αστακού ως κάτωθι:
Πάνω από 20 και πλέον έτη ο Νικόλαος Τσέλιος ή Δραγαμεστινός πρωταγωνιστούσε στα πολιτικά τεκταινόμενα του Αστακού και ευρύτερα του Ξηρομέρου, εκλεγείς κατ΄ αρχάς πρόεδρος Επαρχιακού Συμβουλίου Ξηρομέρου (1837-1841) και μετέπειτα πληρεξούσιος βουλευτής στην Α΄ Εθνική των Ελλήνων Συνέλευση (1843), δήμαρχος Αστακού (1845-1855), αιρετός βουλευτής Ξηρομέρου (1852-1860).
Υπήρξε μία πολυτάραχος και πολυπράγμονος προσωπικότητα, του οποίου η φερεγγυότητα ήταν αξιοζήλευτος και, πολλοί Ξηρομερίτες έτρεχαν να τους υπογράψει πιστοποιητικά στρατιωτικών εκδουλεύσεων των, συστατικές αναγκαίες τους επιστολές (όπως η γυναίκα του στρατηγού Γεωργίου Βαρνακιώτη στα 1856) ή και του ιδίου, όταν και όποτε χρειάζονταν πιστοποιητικά, να του τα υπογράφουν προσωπικότητες με Πανελλήνια αναγνώριση, όπως π.χ οι: Θεόδ. Γρίβας, Γαρδικιώτης Γρίβας, Τάτσης Μαγγίνας, Χριστόδουλος Χατζηπέτρου, Κίτσος Τζαβέλας, Κωνσταντής Βέρης και Νικόλαος Μαυρομμάτης (1842). [προικ.φ.108α, 51].
«Οι υποφαινόμενοι βουλευτές της επαρχίας Ξηρομέρου πιστοποιούμεν ευσυνειδότως ότι η Αικατερίνη σύζυγος του μακαρίτου Συνταγματάρχη Γεωργίου Βαρνακιώτη και οι ενήλικοι αυτού υιοί και κληρονόμοι έχουσι κατά την επαρχίαν Ξηρομέρου γαίας περίπου των δύο χιλιάδων στρεμμάτων χέρσους, οίτινες όμως χρήζουσι της δεούσης καλιεργείας, ότι αι γαίαι αύται καλιεργηθησόμεναι θέλουσι βελτιώσει και την κατάστασιν της ειρημένης ιδιοκτητρίας και εις το Δημόσιον θέλουσι δίδει επαισθητήν πρόσοδον φορολογίας. Διο δίδοται το παρόν πιστοποιητικόν δια να της χρησιμεύση όπου ανήκει.
Εν Αθήναις την 15 Μαίου 1856
Οι Βουλευτές: Νικόλαος Τζέλιος, Κωνσταντής Γριβογιώργος» [Προικ.φ.108α]
«πιστοποιούμεν οι υποφαινόμενοι ότι ο οικογενειάρχης Νικόλαος Τζέλιος κάτοικος του Δήμου Αστακού της επαρχίας Ακαρνανίας, τα ολίγα πατρικά του κτήματα τα οποία έχει, είναι μικράς αξίας και πολλά ολίγας ευταξιας εισοδήματα στερούνται της αγόνου θέσεως εις την οποίαν κείνται και δεν παρέχουσιν εις αφθονία ει μη εν ολίγοσόν μέρος προς ζωάρκειαν της οικογενείας του, όθεν και είναι μηδαμινής δυνάμεως να προσπορισθεί τα προς το ζην. Διο δίδομεν προς αυτόν καθ΄ αίτησίν του το παρόν αποδεικτικόν ενδείας δια να του χρησιμεύση όπου ανήκει και υποφαινόμεθα.
Την 7 Ιανουαρίου 1842 Αθήναι:
Θεόδωρος Γρίβας, Γαρδικιώτης Γρίβας, Τάτζης Μαγγίνας, Νικόλαος Μαυρομμάτης, Χριστόδουλος Χατζηπέτρου, Κίτζος Τζαβέλας, Κωνσταντής Βέρης.» [Προικ. φ. 51]
Την 7 Ιανουαρίου 1842 Αθήναι:
Θεόδωρος Γρίβας, Γαρδικιώτης Γρίβας, Τάτζης Μαγγίνας, Νικόλαος Μαυρομμάτης, Χριστόδουλος Χατζηπέτρου, Κίτζος Τζαβέλας, Κωνσταντής Βέρης.» [Προικ. φ. 51]
Ως πρόεδρος του Επαρχιακού Συμβουλίου Ξηρομέρου, είδαμε πιο πάνω, ότι ο Νικόλαος Τζέλιος ενδιαφέρονταν ζωηρά για ίδρυση Σχολείων στο Ξηρόμερο. Λογικό ήταν να ενδιαφερθεί και για την ιδιαιτέρα του πατρίδα το Δραγαμέστο και τον Αστακό. Ως μέλος της Εξεταστικής Επιτροπής του Σχολείου του Αστακού, σε σχετικό έγγραφο στις 3 Σεπτεμβρίου του 1843 (ΥΕΔΕ,Φ.989), αναφερόμενο προς τον τότε Διοικητή της Ακαρνανίας, Λυκούργο Ιω. Κρεστενίτη, ο οποίος είχε αντικαταστήσει στο τέλος του 1842 τον επί σειρά ετών, διοικητή Ακαρνανίας, Ιωάννη Τομπακάκη και, από έγγραφο που υπογράφεται από τον ίδιο και τον συγχωριανό του Βασίλειο Πέτα, μαθαίνουμε αρκετά στοιχεία για την ίδρυση του Σχολείου το 1841, τους μαθητές αυτού, τον πληθυσμό του Αστακού, αλλά κλπ ενδιαφέροντα στοιχεία, άγνωστα προς εμάς έως και την σήμερον ημέρα.
Ιδού και τα αναφερόμενα προς τον Διοικητή Ακαρνανίας εκ μέρους του Νικολάου Τζέλιου.
Ιδού και τα αναφερόμενα προς τον Διοικητή Ακαρνανίας εκ μέρους του Νικολάου Τζέλιου.
«Πρώτη ήδη φορά οπού ο Δήμος Αστακού έλαβεν την τύχην να ιδεί εξέτασιν εις το Δημοτικόν του Σχολείον είναι η σημερινή. Δεν δυνάμεθα κύριε Διοικητά να σας εξηγήσωμεν τα αισθήματα των κατοίκων του Δήμου τούτου ως προς τον οποίον εδείξατε διακαή ζήλον δια τε την πρόοδον της παιδείας και την τακτοποίησιν της δημοτικής μας σχολής.
Παρευρεθέντες όθεν οι υποφαινόμενοι εις την εξέτασιν των μαθητών ακούσαντες τας εξετάσεις, λαβόντες υπόψιν τον επισυνημμένον κατάλογον του δημοδιδασκάλου κυρίου Δημητρίου Ζανέτου, παρατηρούμεν, ότι εν τω επισυνημμένω καταλόγω αναφερόμενοι μαθητές είναι τω όντι ευδόκιμοι, καλοήθεις και επιμελείς και ως εκ τούτου εγκρίνομεν να τους χορηγηθεί απ όπου ανήκει η εις τον κατάλογον φαινομένη ποσότης δια βραβεία της προόδου.
Παρατηρούμεν προς τούτοις, ότι η θυσία θέλει φέρει κατάλληλον αποτέλεσμα ως προς την πρόοδον των μαθητών, διότι θέλει φιλοτιμηθώσιν οι αμελείς μαθηταί να φανώσι τοιούτοι και απολαύσουν και αυτοί τα αυτά δικαιώματα εις δευτέραν εξέτασιν. Προς πληρωτέραν βεβαίωσιν σας, δηλονότι, ως προς την πρόοδον των μαθητών σας επισυνάπτομεν ίδια χειρόγραφα αυτών.
Νομίζομεν κύριε Διοικητά ότι επληρώσαμεν ιερόν και θείον καθήκον γνωστοποιούντας προς υμάς ταύτα. Και αύθις νομίζομεν ιερόν χρέος μας να σας παρακαλέσωμεν θερμώς να διατάξητε την τακτοποίησιν της σχολής και την τακτικήν πληρωμήν του δημοδιδασκάλου μας, όστις έδειξεν, ως είδετε, δείγματα αρεστά ως προς την διακαή επιμέλειάν του και την πρόοδον των μαθητών και με όλην την έλλειψιν της Σχολής ως προς το υλικόν της, προς το οποίον και ημείς και οι γονείς των μαθητών αποδίδομεν πλήρη ευχαρίστησιν δια την οποίαν έδειξεν επιμέλειαν και ένεκα αυτής περιμένεται αρκούντως η πρόοδος των μαθητών. υποσημειούμενοι με Σέβας.
Παρατηρούμεν προς τούτοις, ότι η θυσία θέλει φέρει κατάλληλον αποτέλεσμα ως προς την πρόοδον των μαθητών, διότι θέλει φιλοτιμηθώσιν οι αμελείς μαθηταί να φανώσι τοιούτοι και απολαύσουν και αυτοί τα αυτά δικαιώματα εις δευτέραν εξέτασιν. Προς πληρωτέραν βεβαίωσιν σας, δηλονότι, ως προς την πρόοδον των μαθητών σας επισυνάπτομεν ίδια χειρόγραφα αυτών.
Νομίζομεν κύριε Διοικητά ότι επληρώσαμεν ιερόν και θείον καθήκον γνωστοποιούντας προς υμάς ταύτα. Και αύθις νομίζομεν ιερόν χρέος μας να σας παρακαλέσωμεν θερμώς να διατάξητε την τακτοποίησιν της σχολής και την τακτικήν πληρωμήν του δημοδιδασκάλου μας, όστις έδειξεν, ως είδετε, δείγματα αρεστά ως προς την διακαή επιμέλειάν του και την πρόοδον των μαθητών και με όλην την έλλειψιν της Σχολής ως προς το υλικόν της, προς το οποίον και ημείς και οι γονείς των μαθητών αποδίδομεν πλήρη ευχαρίστησιν δια την οποίαν έδειξεν επιμέλειαν και ένεκα αυτής περιμένεται αρκούντως η πρόοδος των μαθητών. υποσημειούμενοι με Σέβας.
Τα μέλη της Εξεταστικής Επιτροπής: Νικόλαος Τζέλιος, Βασίλειος Πέτας»
Ο κατάλογος των μαθητών του Δημοτικού Σχολείου Αστακού κατά τον Σεπτέμβριο του 1843 ο οποίος και υπογράφεται από τον Δημοδιδάσκαλο Δημήτριο Ζανέτο: Μερικοί εκ των μαθητών του Σχολείου: 2ος ο Χρ. Κορδαλής, 6ος ο Δημ. Μαγγίνας, 7ος ο Σύμος Μαγγίνας, 8ος Νίκος Μουστρούφος, 10ος Σπ. Κορδαλής, 12η Χαρίκλεια Γεωργίου, 13ος Σπύρος Μαγγίνας του Τάτζη ο μετέπειτα καθηγητής Ιατρικής, 14η Βασσιλική Χαλιαρού, 16ος Μήτσος Μαγγίνας, 17ος Κων. Τζαμαλής, 18ος Γεωρ. Μπαλαγιώργας, 21ος Σωτ. Τσάρκος, 24ος Διον. Βαρόπουλος, 27ος Πάνος Πέτας, 29ος Συμεών Προίκας, ο μετέπειτα ευεργέτης του Αγ. Νικολάου Αστακού και άριστος στο μάθημα της Χριστιανικής διδασκαλίας, 32ος Ευστ. Χασάπης, 33ος Πάνος Καραπάνος, 34ος Νίκος Γερόλυμος, 35ος Φώτιος Μαλούσης [ΥΕΔΕ,Φ,989].
Παράλληλα το Δημοτικό Συμβούλιο Αστακού του έτους 1842, αφού κατόρθωσε να διοριστεί δημοδιδάσκαλος, ο Δημήτριος Ζανέτος, παρήγγειλε στο υπουργείο ΥΔΕΕ (Παιδείας) στην Αθήνα και τα αναγκαιότατα σχολικά υλικά (βιβλία, πινάκια, ευαγγέλια, αλφαβητάρια, πλακοκόνδυλα κλπ), τα οποία σύμφωνα με το ακόλουθο έγγραφο, τα πλήρωσε και τα έφερε στον Αστακό ο Νικόλαος Αναγνώστη Τσέλιος, πρόεδρος τότε του Επαρχιακού Συμβουλίου Ξηρομέρου και τα παρέλαβε στις 8 Νοεμβρίου 1842 ο Δήμαρχος Αστακού Γεώργιος Μαγγίνας και ο διορισθείς, πλέον, δημοδιδάσκαλος Διονύσιος Ζανέτος (ΥΕΔΕ,Φ,1194).
Τα Σχολικά είδη - υλικά, σύμφωνα με το έγγραφο, αφορούσαν το Δημοτικό Σχολείο του Δραγαμέστου αλλά και το Δημοτικό Σχολείο του Αστακού:
Ο κατάλογος με τα σχολικά είδη, αξίας 61,55 δρχ για το Δημοτικό Σχολείο Αστακού που τα υλικά αυτά τα παρέδωσε το 1842 ο πρόεδρος του Επαρχιακού Συμβουλίου Ξηρομέρου, Νικόλαος Τσέλιος (Τζέλιος) στον τότε δήμαρχο Αστακού Γεώργιο Κ. Μαγγίνα και στον δημοδιδάσκαλο Δημήτριο Ζανέτο.
Η απόφαση του Δημοτικού Σχολείου στις 15 Φεβρ. 1842 περί διορισμού Δημοδιδασκάλου στον Αστακό, υπογράφεται από τον δήμαρχο Αστακού Γεώργιο Κ. Μαγγίνα και από τους Συμβούλους: Ιωάννης Γιαννούλης (πρόεδρος Δ.Σ), Αθανάσιος Στεργιάτος, Στέργιος Χαρδαλούμπας, Ιωάννης Ταμπουρατζής, Δημήτριος Γκούμας, Γεώργιος Καραμούζης, Νικόλαος Νικήτας, Γεώργιος Παλιατσάρας, Νικόλαος Δημόπουλος [ΥΕΔΕ,Φ,1194]
Από τον κατάλογο αυτό διαπιστώνουμε ότι: το Σχολείο του Αστακού ιδρύθηκε το 1841 με ενέργειες του προέδρου του Επαρχιακού Συμβουλίου Ξηρομέρου, Νικολάου Τζέλιου, είχε 56 άρρενες μαθητές τον Νοέμβριο του 1843, δεν είχε την απαιτούμενη υλικοτεχνική υποδομή, δάσκαλος ήταν από το 1842 ο Δημήτριος Ζανέτος ο οποίος και φιλοξενούνταν σε δημοτικό δωμάτιο της Κοινότητας και ότι οι Επίτροποι του Σχολείου ήταν οι: Νικόλαος Μπαλαγιώργος, Βασίλειος Πέτας και ο Ευστάθιος Μαγγίνας. [ΥΕΔΕ,Φ,989 ]
Ιδού και η απόφαση του υπουργού Ιω Κωλέττη, με την οποία διορίζεται στον Αστακό, στις 23 Απριλίου 1842 Δημοδιδάσκαλος, ο Δημήτριος Ζανέτος, αποσπαζόμενος από τον Δήμο Προσχίου Ναυπακτίας που υπηρετούσε με αμοιβή 50 δρχ μηνιαίως και στη θέση του διορίστηκε ο Αθ. Σώκος που υπηρετούσε στην Πάλαιρο. [ΥΕΔΕ,Φ.1194]
Από τον κατάλογο αυτό διαπιστώνουμε ότι: το Σχολείο του Αστακού ιδρύθηκε το 1841 με ενέργειες του προέδρου του Επαρχιακού Συμβουλίου Ξηρομέρου, Νικολάου Τζέλιου, είχε 56 άρρενες μαθητές τον Νοέμβριο του 1843, δεν είχε την απαιτούμενη υλικοτεχνική υποδομή, δάσκαλος ήταν από το 1842 ο Δημήτριος Ζανέτος ο οποίος και φιλοξενούνταν σε δημοτικό δωμάτιο της Κοινότητας και ότι οι Επίτροποι του Σχολείου ήταν οι: Νικόλαος Μπαλαγιώργος, Βασίλειος Πέτας και ο Ευστάθιος Μαγγίνας. [ΥΕΔΕ,Φ,989 ]
Ιδού και η απόφαση του υπουργού Ιω Κωλέττη, με την οποία διορίζεται στον Αστακό, στις 23 Απριλίου 1842 Δημοδιδάσκαλος, ο Δημήτριος Ζανέτος, αποσπαζόμενος από τον Δήμο Προσχίου Ναυπακτίας που υπηρετούσε με αμοιβή 50 δρχ μηνιαίως και στη θέση του διορίστηκε ο Αθ. Σώκος που υπηρετούσε στην Πάλαιρο. [ΥΕΔΕ,Φ.1194]
Το 1846, άγνωστο προς εμάς αν είχε διακοπεί ή όχι η «σύμβαση» εργασίας του Δημοδιδασκάλου Δημητρίου Ζανέτου με το Δήμο Αστακού, βλέπουμε, ότι ο τότε Δήμαρχος Αστακού, Νικόλαος Τσέλιος, με έγγραφο του που φέρει ημερομηνία 28 Σεπτέμβρη 1846, να ζητάει από την Νομαρχία Ακαρνανίας και Αιτωλίας, διορισμό Δημοδιδασκάλου, καθότι ως φαίνεται ενώ είχε αρχίσει η σχολική χρονιά, το Σχολείο δεν είχε Δάσκαλο, με αποτέλεσμα η νεολαία να μένει απαίδευτος, αναφέρει το σχετικό του Δημάρχου έγγραφο.
«Προς την Βασιλικήν Νομαρχίαν Ακαρνανοαιτωλίας
Περί διορισμού Δημοδιδασκάλου
Πολλάκις δια πολλών αιτήσεών μου απετάνθην εις τε το Βασιλικόν Επαρχείον και εις την Βασιλικήν Νομαρχίαν περί διορισμού Δημοδιδασκάλου κατά τον Δήμον μου, και μέχρι τούτε δεν είδον αποτέλεσμα, αι δε συνάπειαι της ελλείψεως Δημοδιδασκάλου οσημέραι αυξάνουν, καταντησάσης της μικράς νεολαίας εις παραλυσίαν και αυξανομένη των δικαίων παραπόνων των Δημοτών μου. Διο παρακαλείται η Βασιλική Νομαρχία να λάβη υπ’ όψιν τας αλλεπαλλήλους περί διορισμού Δημοδιδασκάλου αναφοράς μου και ενεργήση αυτάς όσον τάχει.
Εν Αστακώ την 28 Σεπτεμβρίου 1846
Ευπειθέστατος
Ο Δήμαρχος Αστακού, (Τ.Σ.) Νικόλαος Τζέλιος»
Το 1854 εκλέγεται βουλευτής Ξηρομέρου, επανεκλέγεται το 1857 και ξανά το 1859.
Πρακτικά Βουλής των Ελλήνων όπου φαίνονται οι εκλογικοί περίοδοι στις οποίες ο Νικόλαος Τσέλιος διετέλεσε βουλευτής των Ελλήνων, εκπροσωπώντας την επαρχία Βονίτσης και Ξηρομέρου.
Πρακτικό εκλογής βουλευτών Ξηρομέρου στις 10 Ιαν. 1854. Εκλέχτηκαν οι: Αντώνιος Φλωρ. Γρίβας (Βόνιτσα), Νικόλαος Τσέλιος (Δραγαμέστο –Αστακός), και Κωνσταντής Γριβογιώργος (Κωνωπίνα)
[πρακ. Βουλής, τ. Α΄ 1854]
Πρωτόκολλο ορκωμοσίας 15 Φεβρ. 1857 των βουλευτών Ξηρομέρου: Νικολάου Τσέλιου (Δραγαμέστος) και Παναγιώτη Τανταρία (Μύτικας)
Πρακτικό εκλογής βουλευτών της επαρχίας Βονίτσης και Ξηρομέρου στις 16 Νοεμ. 1859. Εκλέχτηκαν οι: Λεωνίδας Λογοθέτης (Βόνιτσα) με 2.122 ψήφους, Γεώργιος Γεροθανάσης (Αστακός) με 2.090 ψήφους και ο Νικόλαος Τσέλιος (Δραγαμέστο – Αστακός) με 1.971 ψήφους. Αναπληρωματικοί βουλευτές εκλέχτηκαν οι: Θεόδωρος Γρίβας (Βόνιτσα) με 451 ψήφους, ο Κων/νος Γουλιμής (Κατοχή Ξηρομέρου) με 323 ψήφους και ο Δημήτριος Γαρδ. Γρίβας (Βόνιτσα) με 298 ψήφους.
Από το 1846 και μετά επανεκλέγεται δήμαρχος άλλες δύο περιόδους ως τις 12 Ιουνίου 1855, ήτοι συνολικά εκλέχτηκε τρείς περιόδους δήμαρχος Αστακού. Εκλέγεται Βουλευτής Ξηρομέρου, συνεχώς επίσης για τρεις περιόδους από 1854 έως και 7 Φεβρουαρίου 1860 που πέθανε από αποπληξία, εκτός αυτής του 1843 που εκλέχτηκε και πληρεξούσιος βουλευτής Ξηρομέρου μαζί με τον Νικόλαο Μαυρομμάτη από την Κατούνα Ξηρομέρου.
*************************
Θάνατος του Νικολάου Τσέλιου ή Δραγαμεστινού
Ο Νικόλαος Τσέλιος, αναφέρει ο τύπος εκείνης της εποχής, πέθανε από εγκεφαλικό επεισόδιο στις 7 Φεβρουαρίου 1860, καθώς εξέρχονταν, από την οικία του Συμβούλου Επικρατείας, Χριστόδουλου Χατζηπέτρου και, η νεκρώσιμος ακολουθία εψάλη στην Αγία Ειρήνη στην Μητρόπολη τότε των Αθηνών, ταφείς δε στο Α΄ Κοιμητήριο της Αθήνας σε οικογενειακό του τάφο.
Ο δε τύπος εκείνης της εποχής [ΑΙΩΝ, 13 Φεβ.1860, ΜΕΛΛΟΝ 10 Φεβρ. 1860, Γ. Βλαχογιάννη - κατηγ. Ε΄ κυτίον 25], δημοσίευσε τα ακόλουθα για τον Βουλευτή Ξηρομέρου, Νικόλαο Τσέλιο ή Δραγαμεστινό.
«Αναγγείλαμεν προχθές, ότι ο συνταγματάρχης και βουλευτής Ακαρνανίας Νικόλαος Τσέλιος προσβληθείς υπό κεραυνοβόλου αποπληξίας, ενώ εξήρχετο της οικίας Χατζηπέτρου και διευθύνετο εις την οικίαν του, ευρίσκετο εις κίνδυνον ζωής. Δυστυχώς ο μεγάθυμος ούτος Ακαρνάν απεβίωσεν την Δευτέραν, η δε κηδεία του εγένετο χθες δια της ανηκούσης πομπής και παρατάξεως από της οικίας του νεκρού μέχρι του καθεδρικού Ναού της Αγίας Ειρήνης, όπου εψάλη η νεκρώσιμος ακολουθία.
Παρηκολούθουν δε το λείψανόν του, όπερ έκλειε τάγμα πεζικού, προπορευομένης της στρατιωτικής μουσικής, παιανιζούσης πένθυμα, οι υπουργοί, οι βουλευταί, οι γερουσιασταί, υπάλληλοι και πολίται και εκ δε των Ακαρνανών πάντες οι ενταύθα παρεπιδημούντες.
Είπωμεν ανωτέρω, ότι ο νεκρός μετεφέρθη από της οικίας του μέχρι του Ναού της Αγίας Ειρήνης, διότι ένεκα της ραγδαίας βροχής διεκόπη η παράταξις, εναποτεθέντος του νεκρού εντός της Εκκλησίας. Σήμερον δε την 10 ώραν π.μ. επανελήφθη η κηδεία και συνωδεύθη ο νεκρός μέχρι του τάφου, όπου τω απεδόθησαν αι ανήκουσαι εις βαθμόν του στρατιωτικαί τιμαί. Ο μακαρίτης ήγε το 60 έτος, αλλ’ είχε τοιαύτην κράσιν, ήτο τοσούτον υγιής και εύρωστος, ώστε ενόμιζε τις αυτόν τεσσαρακοντούτην.
Η οικογένειά του κατοικεί εν Αστακώ έχει δε υιούς εναρέτους, αποκαταστημένους και τιμώντας το όνομά του: Ήρως χρηστέ χαίρε! Περιέργος σύμπτωσις! Καθώς εις τας κηδείας Κωλέττου και Κορφιωτάκη ραγδαία βροχή έπιπτεν, ούτω και εις την του αρειμανίου Τσέλιου, φίλου και οπαδού του εθνικού λεγομένου κόμματος».
Η δε εφημερίδα ΑΙΩΝ αναφέρει, επί λέξει τον επικήδειο, από τον συμπατριώτη του, δικηγόρο και άλλοτε βουλευτή Ξηρομέρου, καταγομένου από την Κατούνα, Γεωργίου Τριανταφύλλη, τα ακόλουθα:
Παρηκολούθουν δε το λείψανόν του, όπερ έκλειε τάγμα πεζικού, προπορευομένης της στρατιωτικής μουσικής, παιανιζούσης πένθυμα, οι υπουργοί, οι βουλευταί, οι γερουσιασταί, υπάλληλοι και πολίται και εκ δε των Ακαρνανών πάντες οι ενταύθα παρεπιδημούντες.
Είπωμεν ανωτέρω, ότι ο νεκρός μετεφέρθη από της οικίας του μέχρι του Ναού της Αγίας Ειρήνης, διότι ένεκα της ραγδαίας βροχής διεκόπη η παράταξις, εναποτεθέντος του νεκρού εντός της Εκκλησίας. Σήμερον δε την 10 ώραν π.μ. επανελήφθη η κηδεία και συνωδεύθη ο νεκρός μέχρι του τάφου, όπου τω απεδόθησαν αι ανήκουσαι εις βαθμόν του στρατιωτικαί τιμαί. Ο μακαρίτης ήγε το 60 έτος, αλλ’ είχε τοιαύτην κράσιν, ήτο τοσούτον υγιής και εύρωστος, ώστε ενόμιζε τις αυτόν τεσσαρακοντούτην.
Η οικογένειά του κατοικεί εν Αστακώ έχει δε υιούς εναρέτους, αποκαταστημένους και τιμώντας το όνομά του: Ήρως χρηστέ χαίρε! Περιέργος σύμπτωσις! Καθώς εις τας κηδείας Κωλέττου και Κορφιωτάκη ραγδαία βροχή έπιπτεν, ούτω και εις την του αρειμανίου Τσέλιου, φίλου και οπαδού του εθνικού λεγομένου κόμματος».
Η δε εφημερίδα ΑΙΩΝ αναφέρει, επί λέξει τον επικήδειο, από τον συμπατριώτη του, δικηγόρο και άλλοτε βουλευτή Ξηρομέρου, καταγομένου από την Κατούνα, Γεωργίου Τριανταφύλλη, τα ακόλουθα:
«Προσβληθείς υπό αποπληξίας, απεβίωσεν ο Βουλευτής Ακαρνανίας Ν. Τσέλιος, αντιστυνταγματάρχης, η κηδεία αυτού εγένετο μεθ’ όλης της εις τον στρατιωτικόν και πολιτικόν αυτού βαθμόν οφειλομένης τιμής. Οι συμπολίται του εθρήνησαν τον αποβιώσαντα αγωνιστήν και αγαθόν πολίτην. Ο επόμενος λόγος, εκφωνηθείς κατά την κηδείαν του εν τω Ναώ της Αγίας Ειρήνης υπό του ευγλώττου δικηγόρου Γεωργίου Τριανταφύλλη, περιέχει ότι ηδυνάμεθα να είπωμεν ημείς.
Ιδού ο λόγος ούτος: «Ιδού ο άνθρωπος, ο κατ’ εικόνα και ομοίωσιν Θεού, ον ο Θεός ηλάττωσε βραχύ τι παρ’ Αγγέλους! Ουδέν εκπληκτικώτερον και διδακτικότερον μάθημα της ματαιότητος εν τω κόσμω τούτω η η αντιπαράθεσις της ζωής προς τον θάνατον. Ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης!
Προ μιας ώρας, (και τι λέγω προ μιας ώρα, και τι είναι ο χρόνος εν τη αιωνιότητι;) προ μιας στιγμής ζων, παίζων, γελώ, μετά μιαν ώραν, μετά μιαν στιγμήν ιδού κείται άπνους και νεκρός! Τι λοιπόν είναι ο άνθρωπος εν τω κόσμω τούτω ο τόσον υπερήφανος δια την υπεροχήν του, ο βραχύ τι παρ’ Αγγέλους ελαττωθείς, ο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού δημιουργηθείς; Ερρίφθη άρα γε ως κύβος εν τω βίω; Αι, Κύριοι, εδώ σταματά ο ανθρώπινος νους, ο πολυπράγμων σοφιστής. Εδώ καταρρέει όλον το οικοδόμημα της ανθρωπίνης διανοίας, και μόνη η θρησκεία, η θεία αυτή αρωγή, έρχεται να χειραγωγήσει τον άνθρωπον και να φωτίση τον νούν και την καρδίαν αυτού δια του φωτός της αληθείας. «Εις μόνον αυτό το αλάνθαστον της θρησκείας μαντείον ευρίσκει ο άνθρωπος την αληθή της ψυχής του ευδαιμονίαν και σωτηρίαν», έλεγεν ο μεγαλοφυής Νεύτων, εν όλη τη ισχύι, μάλλον ειπείν, εν όλη τη ασθενεία αυτής του της μεγαλοφυίας! Εάν λοιπόν η θρησκεία είναι το ασφαλέστερον, το μόνον θετικόν στήριγμα της αληθούς του ανθρώπου ευδαιμονίας, οποία παρήγορον ελπίδα δικαιούνται να έχωσι περί του μέλλοντος οι αληθώς ευσεβείς! Υπό την έποψιν ταύτην εξετάζοντες τον άνθρωπον, ευρίσκομεν, ότι ούτως αληθώς δεν είναι η άμορφος και ψυχρά αυτή ύλη, αλλ’ το ηθικόν αυτού μέρος, αι ψυχικαί αρεταί αίτινες στολίζουσι και καθωραΐζουσι το πνεύμα, αυτήν την ψυχήν την αθάνατον, ο δε τοιούτος άνθρωπος είναι πράγματι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του δημιουργού είναι αυτός, ον ο Θεός ηλάττωσε βραχύ τι παρ’ αγγέλους.
Τιμώντες τον άνθρωπον, τιμώμεν την ψυχήν αυτού, τον αληθώς άνθρωπον ουχί το σώμα το θνητόν, όπερ αληθώς περιποιούμεθα χάριν της ψυχής αυτού. Υπό τοιαύτην Χριστιανικήν και αληθώς φιλοσοφικήν θεωρίαν εξετάζοντες τον άνθρωπον, ας αποπειραθώμεν να εκθέσωμεν εν συντόμω τα καθέκαστα του πρόσκαιρου βίου του προκειμένου νεκρού, του αγαθού συμπολίτου ημών, του ευσεβούς Χριστιανού Νικολάου Τζέλιου.
Ούτος εγεννήθη περί τα τέλη του παρελθόντος αιώνος (1799) εν Κατούνη της Ακαρνανίας, υπό ευσεβών γονέων, έλαβε δε τη σχετική του τόπου και της εποχής ανατροφήν, ασκηθείς περί τα όπλα και επιδοθείς εις στρατιωτικών αγωγήν, υπηρέτησε την Πατρίδα απ’ αρχής του ιερού αγώνος, υπό τας διαταγάς του αειμνήστου θείου του Δήμου Τζέλιου, ηρίστευσεν εις τας περίφημας μάχας του Πέτα και του Αετού, προέταξε τα στήθη του ως έμψυχον προμαχώνα εις τας δυο πολιορκίας του αθανάτου Μεσολογγίου, διασωθείς δε μετά την ηρωϊκήν Έξοδο μετέβη εις Ναύπλιον μετά του Αειμνήστου Καραΐσκου, εκεί, συσσωματωθείς μετά των ατρομήτων συναγωνιστών του Σουλτάνη, Γαρδικιώτη και Χατζηπέτρου παρηκολούθησε πάλιν τον Καραΐσκον εις τας Αθήνας.
Εις μάχην της Δομβραίνης, όπου ενδόξως μαχόμενος έπεσεν ο συναγωνιστής του Σουλτάνης, ηνδραγάθησεν ο Νικόλαος Τζέλιος και διεσώθη. Εις την Αράχοβα έδρεψε δάφνας μετά του Καραΐσκου και Γαρδικιώτη, εις δε το Κερατζίνι ανδρείως μετά του ιδίου Γαρδικιώτου συνηγωνίσθη, τέλος εις Πειραιά εθρήνησεν εις την τελευταία του Καραΐσκου πνοήν!
Προ μιας ώρας, (και τι λέγω προ μιας ώρα, και τι είναι ο χρόνος εν τη αιωνιότητι;) προ μιας στιγμής ζων, παίζων, γελώ, μετά μιαν ώραν, μετά μιαν στιγμήν ιδού κείται άπνους και νεκρός! Τι λοιπόν είναι ο άνθρωπος εν τω κόσμω τούτω ο τόσον υπερήφανος δια την υπεροχήν του, ο βραχύ τι παρ’ Αγγέλους ελαττωθείς, ο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού δημιουργηθείς; Ερρίφθη άρα γε ως κύβος εν τω βίω; Αι, Κύριοι, εδώ σταματά ο ανθρώπινος νους, ο πολυπράγμων σοφιστής. Εδώ καταρρέει όλον το οικοδόμημα της ανθρωπίνης διανοίας, και μόνη η θρησκεία, η θεία αυτή αρωγή, έρχεται να χειραγωγήσει τον άνθρωπον και να φωτίση τον νούν και την καρδίαν αυτού δια του φωτός της αληθείας. «Εις μόνον αυτό το αλάνθαστον της θρησκείας μαντείον ευρίσκει ο άνθρωπος την αληθή της ψυχής του ευδαιμονίαν και σωτηρίαν», έλεγεν ο μεγαλοφυής Νεύτων, εν όλη τη ισχύι, μάλλον ειπείν, εν όλη τη ασθενεία αυτής του της μεγαλοφυίας! Εάν λοιπόν η θρησκεία είναι το ασφαλέστερον, το μόνον θετικόν στήριγμα της αληθούς του ανθρώπου ευδαιμονίας, οποία παρήγορον ελπίδα δικαιούνται να έχωσι περί του μέλλοντος οι αληθώς ευσεβείς! Υπό την έποψιν ταύτην εξετάζοντες τον άνθρωπον, ευρίσκομεν, ότι ούτως αληθώς δεν είναι η άμορφος και ψυχρά αυτή ύλη, αλλ’ το ηθικόν αυτού μέρος, αι ψυχικαί αρεταί αίτινες στολίζουσι και καθωραΐζουσι το πνεύμα, αυτήν την ψυχήν την αθάνατον, ο δε τοιούτος άνθρωπος είναι πράγματι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του δημιουργού είναι αυτός, ον ο Θεός ηλάττωσε βραχύ τι παρ’ αγγέλους.
Τιμώντες τον άνθρωπον, τιμώμεν την ψυχήν αυτού, τον αληθώς άνθρωπον ουχί το σώμα το θνητόν, όπερ αληθώς περιποιούμεθα χάριν της ψυχής αυτού. Υπό τοιαύτην Χριστιανικήν και αληθώς φιλοσοφικήν θεωρίαν εξετάζοντες τον άνθρωπον, ας αποπειραθώμεν να εκθέσωμεν εν συντόμω τα καθέκαστα του πρόσκαιρου βίου του προκειμένου νεκρού, του αγαθού συμπολίτου ημών, του ευσεβούς Χριστιανού Νικολάου Τζέλιου.
Ούτος εγεννήθη περί τα τέλη του παρελθόντος αιώνος (1799) εν Κατούνη της Ακαρνανίας, υπό ευσεβών γονέων, έλαβε δε τη σχετική του τόπου και της εποχής ανατροφήν, ασκηθείς περί τα όπλα και επιδοθείς εις στρατιωτικών αγωγήν, υπηρέτησε την Πατρίδα απ’ αρχής του ιερού αγώνος, υπό τας διαταγάς του αειμνήστου θείου του Δήμου Τζέλιου, ηρίστευσεν εις τας περίφημας μάχας του Πέτα και του Αετού, προέταξε τα στήθη του ως έμψυχον προμαχώνα εις τας δυο πολιορκίας του αθανάτου Μεσολογγίου, διασωθείς δε μετά την ηρωϊκήν Έξοδο μετέβη εις Ναύπλιον μετά του Αειμνήστου Καραΐσκου, εκεί, συσσωματωθείς μετά των ατρομήτων συναγωνιστών του Σουλτάνη, Γαρδικιώτη και Χατζηπέτρου παρηκολούθησε πάλιν τον Καραΐσκον εις τας Αθήνας.
Εις μάχην της Δομβραίνης, όπου ενδόξως μαχόμενος έπεσεν ο συναγωνιστής του Σουλτάνης, ηνδραγάθησεν ο Νικόλαος Τζέλιος και διεσώθη. Εις την Αράχοβα έδρεψε δάφνας μετά του Καραΐσκου και Γαρδικιώτη, εις δε το Κερατζίνι ανδρείως μετά του ιδίου Γαρδικιώτου συνηγωνίσθη, τέλος εις Πειραιά εθρήνησεν εις την τελευταία του Καραΐσκου πνοήν!
Ο αείμνηστος Κυβερνήτης τον ευρήκε Πολιτάρχην εις το Ναύπλιον, και κατά τον τότε διοργανισμόν του στρατού τον ωνόμασε Πεντακοσίαρχον, υπό την αρχηγίαν του Γαρδικιώτη. Ο Αρχιστράτηγος Τζουρτζ ας μαρτυρήση περί αυτού, όταν υπό τας διαταγάς του συνηγωνίσθη εις την άλωσιν του φρουρίου της Βονίτζης και εις τας μάχας Μακρυνόρους και Αιτωλικού.
Χειρόγραφα αντίγραφα από τις εφημερίδες ΑΙΩΝ / 13 Φεβρ. 1860 και ΜΕΛΛΟΝ / 10 Φεβρ. 1860 από το Αρχείο του Γιάννη Βλαχογιάννη
Αυτά, Κύριοι, εν ολίγοις ελέχθησαν, αλλ’ εν πολλοίς διεπράχθησαν. Και ιδού ο ταύτα διαπράξας κείται άπνους και νεκρός! Μετά τον αγώνα, μετά την αποκατάστασιν της ειρήνης, ησυχάζων εν τη ιδία εστία, εις τρεις περιόδους ετιμήθη υπό των συνδημοτών του, εκλεχθείς Δήμαρχος Αστακού, εις τρεις περιόδους ετιμήθη υπό των συνεπαρχιωτών του, εκλεχθείς βουλευτής και πληρεξούσιος της Ακαρνανίας ανηγορεύθη κατά την Γ΄ Εθνικήν Συνέλευσιν εν Αθήναις.
Η δε Κυβέρνησις της Α.Μ. προ πεντεκαίδεκα ετών απέδωκεν αυτώ βαθμόν Αντισυνταγματάρχου και εστόλισε τα ηρωικά του στήθη δια του αργυρού εθνοσήμου και δια του Σταυρού του Τάγματος του Σωτήρος.
Εσκιαγράφησα εν ολίγοις και ατέχνως και ατελώς την βιογραφίαν του ανδρός, ον άπαντες, ορμώμενοι υπό αισθημάτων φιλίας και χριστιανικής αγάπης, συνήλθομεν να κηδεύσωμεν σήμερον και να συνοδεύσωμεν τον νεκρόν αυτού εις τον τάφον, εις το έσχατον αυτό τέρμα της ζωής!
Άνθη ευώδη και εκλεκτά δεν έχω ίνα στολίσω δι’ αυτών την αϊδιον μνήμην του, την μακάριαν ψυχήν του. Αλλ’ έχω δάκρυα πικρά, δάκρυα τεθλιμμένης καρδίας, θρηνούσης την στέρησιν αγαθού πολίτου, πιστού φίλου, ευσεβούς χριστιανού, γενναίου στρατιώτου, ανδρείου πολεμιστού και προσφιλούς συγγενούς, οίος ετύγχανεν εμοί δυστυχώς ο μακαρίτης Νικόλαος Τζέλιος! Αιωνία η μνήμη αυτού».
Τιμήθηκε ο Νικόλαος Τσέλιος με το Αργυρό Αριστείο (Αριστεία φ. 197) και το παράσημο του Χρυσού Σταυρού των Ιπποτών του Βασιλικού Τάγματος του Σωτήρος (ΦΕΚ. 35/1848)
Επί θητείας του ως Προέδρου του Επαρχιακού Συμβουλίου Ξηρομέρου ιδρύθηκαν Σχολεία στο Ξηρόμερο όπως: στη Βόνιτσα, στην Κατούνα, στην Πάλαιρο, στον Μύτικα, στον Αστακό και στο Δραγαμέστο. Επίσης ιδρύθηκαν επί θητείας του, το Ειρηνοδικείο Ξηρομέρου στον Αστακό (1843) καθώς και το Συμβολαιογραφείο Αστακού (Με το Β.Δ 27 Σεπτ. 1858 εσυστήθη ειδικόν Συμβολαιογραφείον εις την περιφέρειαν του Ειρηνοδικείου Ξηρομέρου, όπερ θέλει εδρεύει εν Αστακώ και συμβολαιογράφος αυτού διωρίσθη ο Βασίλειος Δημητρίου).
Είχε τρείς γιούς: τον Βασίλη ο οποίος στη δεκαετία του 1870 έκανε έκκλητο και πολυτάραχο βίο και ασχολήθηκε με αυτόν πολλάκις ο Αθηναϊκός τύπος, τον Γεράσιμο που διετέλεσε υγειονόμος Βονίτσης (1866), Ελεγκτής Τελωνείου Βονίτσης (1868) και Ελεγκτής Τελωνείου Αστακού (1869) και, τον πεπαιδευμένο και λόγιο Γεώργιο, που διετέλεσε τρείς φορές βουλευτής Ξηρομέρου {1862, 1872, 1885} και δήμαρχος Αστακού 1865 -1875. Ο Γεώργιος Νικόλαος Τσέλιος το 1838 ήταν μαθητής στο Δημοτικό Σχολείο της Κατούνας Ξηρομέρου και ηλικίας 14 ετών. [ΥΕΔΕ,Φ,1652]
Οι πρώτοι μαθητές του σχολείου της Κατούνας που αριθμούσαν εν συνόλω 40 μαθητές, όπως αυτοί φαίνονται στον έλεγχο που αφορούσε την περίοδο Ιούλιος -Δεκέμβριος 1838. Μεταξύ των μαθητών βλέπουμε να φοιτούν μαθητές καταγόμενοι και από χωριά εκτός της Κατούνας όπως τα χωριά: Βλυζιανά (5ος, 14ος, 24ος), Δραγαμέστο-Αστακός [ο 10ος στον κατάλογο Γεώργιος Ν. Τζέλιος, ο οποίος ήταν γιός του Νικολάου Τσέλιου, του και αργότερα Δημάρχου Αστακού (1846-1852) και βουλευτή Ξηρομέρου (1851-1859). Ο τότε 14χρονος αυτός μαθητής που το 1840 φοιτούσε στην Κατούνα αργότερα το 1862 σε ηλικία 37 ετών εκλέχτηκε βουλευτής Ξηρομέρου στην Β΄ Εθνοσυνέλευση μαζί με τους επίσης Ξηρομερίτες: Παναγιώτη Ιω. Πετιμέζη (33ος) στον ίδιο κατάλογο, καθώς και τον Τάτσέλο Μαυρομμάτη και Γεω. Γεροθανάση. Από δε την περιοχή της Βόνιτσας είχαν εκλεγεί βουλευτές στην Β΄ Εθνοσυνέλευση οι: Δημ. Θ. Γρίβας (Βόνιτσα) και ο Χρήστος Ευστ. Κατσικογιάννης (Ζαβέρδα)].
Αυτός ήταν ο ευπατρίδης, Νικόλαος Τζέλιος ή Δραγαμεστινός (1799-1860) του Αναγνώστη, που κατατάγονταν από τον Δραγαμέστο (Αστακός) και ήταν ανιψιός του στρατηγού Δήμου Τζέλιου απ΄ τη Ζάβιτσα, διατελέσας όπως είδαμε πεντακοσίαρχος το 1823, χιλίαρχος το 1824, αντιστράτηγος το 1825.
Και που πολέμησε:
Στον Αετό Ξηρομέρου (1822), στο Πέτα (1822), στο Μεσολόγγι (1822,1826), στο Ναύπλιο (1825), στην Αθήνα (1827) και ανδραγάθησε στην μάχη στην Αράχωβα (1826), καθώς και στο Κερατσίνι και το Φάληρο το 1827, αλλά και το 1828 στη μάχη για την απελευθέρωση της Βόνιτσας. Επίσης διετέλεσε πολιτάρχης στο Ναύπλιο, πεντακοσίαρχος (ταγματάρχης) το 1830 επί Καποδίστρια, λοχαγός της Βασιλικής Φάλαγγας το 1836. Διαγράφηκε από τις τάξεις του στρατού το 1836 λόγω συμμετοχής του στην εξέγερση των Ακαρνάνων αξιωματικών κατά του Όθωνα.
Διετέλεσε πρόεδρος Επαρχιακού Συμβουλίου Ξηρομέρου (1837-1842). Το 1842-3 ήταν Γενικός Οδηγός Εθνοφυλακής της Ακαρνανίας. Τέλος στις 30/9/1842 ονομάστηκε προικοδοτημένος ταγματάρχης (προικοδ. φάκ. 54) και στις 14/11/1843 ονομάστηκε πραγματικός ταγματάρχης (Υπ. Στρατ. Μ/Α φάκ. 463).
Το 1843 εκλέχτηκε πληρεξούσιος βουλευτής Ξηρομέρου (ΦΕΚ 5/1844) και το 1845 ονομάστηκε αντισυνταγματάρχης της Βασιλικής Φάλαγγας (ΦΕΚ 14/1845). Του χορηγήθηκε το 1848 το παράσημο του αργυρού Σταυρού των Ιπποτών (ΦΕΚ 35/1848). Διετέλεσε δήμαρχος Αστακού σε τρεις περιόδους (1845-1855) (ΦΕΚ 5/Β.Δ. 30 Ιαν. 1846 & ΦΕΚ 33/ Β.Δ. 22 Ιουν. 1855) και εκλέχτηκε για τρεις περιόδους αιρετός βουλευτής Ακαρνανίας (1854-1860) όπου και πέθανε εν ενεργεία βουλευτής, από εγκεφαλική αποπληξία, στις 7 Φεβρουαρίου 1860 ημέρα Τρίτη.
Διετέλεσε πρόεδρος Επαρχιακού Συμβουλίου Ξηρομέρου (1837-1842). Το 1842-3 ήταν Γενικός Οδηγός Εθνοφυλακής της Ακαρνανίας. Τέλος στις 30/9/1842 ονομάστηκε προικοδοτημένος ταγματάρχης (προικοδ. φάκ. 54) και στις 14/11/1843 ονομάστηκε πραγματικός ταγματάρχης (Υπ. Στρατ. Μ/Α φάκ. 463).
Το 1843 εκλέχτηκε πληρεξούσιος βουλευτής Ξηρομέρου (ΦΕΚ 5/1844) και το 1845 ονομάστηκε αντισυνταγματάρχης της Βασιλικής Φάλαγγας (ΦΕΚ 14/1845). Του χορηγήθηκε το 1848 το παράσημο του αργυρού Σταυρού των Ιπποτών (ΦΕΚ 35/1848). Διετέλεσε δήμαρχος Αστακού σε τρεις περιόδους (1845-1855) (ΦΕΚ 5/Β.Δ. 30 Ιαν. 1846 & ΦΕΚ 33/ Β.Δ. 22 Ιουν. 1855) και εκλέχτηκε για τρεις περιόδους αιρετός βουλευτής Ακαρνανίας (1854-1860) όπου και πέθανε εν ενεργεία βουλευτής, από εγκεφαλική αποπληξία, στις 7 Φεβρουαρίου 1860 ημέρα Τρίτη.
Από την ίδια οικογένεια προέρχεται και ο γιατρός Βασίλης Τσέλιος ή Γεροδήμος (1913-1946), δισέγγονος του Νικολάου Τσέλιου ή Δραγαμεστινού, που πολέμησε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός στον ελληνοιταλικό πόλεμο του 1940-41 και, μετέπειτα, προσχώρησε στο ΕΑΜ –ΕΛΑΣ, διετέλεσε Καπετάνιος Δυτικής Ελλάδας του ΕΛΑΣ και εκλέχτηκε το 1944 Εθνοσύμβουλος με την ΠΕΑΑ στις Κορυσχάδες Ευρυτανίας, εκπροσωπώντας το Ξηρόμερο. Σκοτώθηκε δε ο Βασίλης Τσέλιος το 1946 κατά τον Εμφύλιο πόλεμο (1946-1949) στο Βούστρι Ξηρομέρου.
Χάρτης Ξηρομέρου στα 1832 με τα χωριά σε παλιές ονομασίες, όπως: Πόυντα (Άκτιον), Ζαβέρδα (σημερινή Πάλαιρος), Μερδενίκου (Παναγούλα), Ζάβιτσα (Αρχοντοχώρι), Δραγαμέστος (Καραϊσκάκη), Ποδολοβίτσα (Πεντάλοφος), Παλαιοκατούνα (Λεσίνι), Μαχαλάς (Φυτείες), Καρβασαράς (Αμφιλοχία), Παλίμπεη (Δρυμός), Δερσοβά (μετοίκησαν στο Θύριο).
Περισσότερα και πιο πλούσια στοιχεία για τον Νικόλαο Τσέλιο ή Δραγαμεστινό υπάρχουν στο ανέκδοτο αρχείο μας για τους Αστακιώτες οπλαρχηγούς και πολιτικούς αυτής της περιόδου (1821-1860) που, εν ευθέτω χρόνω, προσδοκούμε, να δουν το φως της δημοσιότητας.
Νίκος Θεοδ. Μήτσης
Αρχοντοχώρι (Ζάβιτσα) Ξηρομέρου
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου