Η αποξήρανση του έλους Λεσινίου και τα καρπούζια Λεσινίου


Δύο προοδευτικοί, πρωτοπόροι και πετυχημένοι βιομήχανοι με αξιόλογες βιομηχανίες στον Πειραιά, Επαμεινώντας Χαριλάου και Ν. Κανελόπουλος, συνέστησαν εταιρεία με έδρα την Αθήνα με την επωνυμία ΓΕΩΡΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΕΣΙΝΙ Α.Ε. (ΓΕΛ.) ΜΕ ΣΚΟΠΌ ΤΗΝ ΑΠΟΞΉΡΑΝΣΗ ΤΟΥ ΈΛΟΥΣ Λεσινίου και την μετατροπή αυτού σε καλλιεργήσιμη και παραγωγική περιοχή προς όφελος αυτών και του κοινωνικού συνόλου. Τα σχέδιά τους, υπέβαλλαν στην τότε Κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου και είχαν ανταπόκριση. Υπέβαλαν αίτηση στο Υπουργείο Εθν. Οικονομίας και δεν άργησε να καταρτιστεί η σύμβαση αξιοποίησης του έργου μεταξύ του Κράτους και της Εταιρείας. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως και η εταιρεία άρχισε να πραγματοποιεί το στόχο της: Κουβάλησε τα αναγκαία και υπάρχοντα για την εποχή εκείνη μηχανήματα: Τρακτέρ ερπηστριοφόρα (μικρά και μεγάλα με όλα τους τα παρελκόμενα, κατάλληλα για δουλειά στο βάλτο), εκσκαφείς και μία βυθοκόρο που από τη δουλειά που έκανε συνήθισαν να τη λένε ρουφήχτρα. Επίσης εξειδικευμένο προσωπικό και άρχισε την αποστράγγιση και την εκχέρσωση του βάλτου. ΄Αρχισε από το Βόρειο μέρος την τοποθεσία «Γεροπόρος» που είχε και τη μεγαλύτερη υψομετρική διαφορά για ευνόητους λόγους που δεν χρειάζεται να την αναφέρουμε. Το πρώτο βήμα του όλου έργου ήταν με τη βυθοκόρο και τους εκσκαφείς να διευρύνουν και να βαθύνουν τα φυσικά αυλάκια απορροής του νερού προς το Ιόνιο Πέλαγος. Ειδικότερα του κεντρικού και μεγαλύτερου αυλακιού του βάλτου που ήταν αυτό που και σήμερα αποκαλούμε με την ίδια προσωνυμία. Το έκανε σωστό ποτάμι, πλωτό για καϊκια σε βάθος από 4 ως 8 και, μέτρα, μήκους 8-10 χλ. από το Ιόνιο Πέλαγος που εκβάλλει μέχρι την τοποθεσία «Αγ. Δημήτριος». Το αυλάκι αυτό ήταν το κεντρικότερο αυλάκι του βάλτου απορροής όχι μόνο των ομβρίων υδάτων αλλά και κυρίως των, απροσδιορίστου αριθμού πηγών που πηγάζουν όπως και σήμερα στα ριζά του Αγίου Δημητρίου και της Λάμπρας, στέλνοντας πολλές χιλιάδες κυβικών νερού το 24ωρο στη θέση Βαλτί όπου εκβάλλει στο Ιόνιο Πέλαγος. Εκεί ήταν η έδρα της δ/νσης της εταιρείας. Είχε εκκοκκιστήριο βάμβακος, ξηραντήρια προϊόντων κει ένα αξιόλογο συνεργείο επισκευής όλων των γεωργικών, χωματουργικών μηχανημάτων και αυτοκινήτων. Στο Φράξο ήταν η έδρα των γεωτεχνικών υπηρεσιών από όπου οι γεωπόνοι ρυθμίζανε τα συνεργεία της παραγωγικής διαδικασίας: σπορές, λίπανση, ραντίσματα συγκομιδές προϊόντων και μεταφορές αυτών με ρυμούλκες ή τα αυτοκίνητα στις αποθήκες. Τα κύρια προϊόντα που παρήγαγε ήταν το σιτάρι, το καλαμπόκι, το βαμβάκι και τα ονομαστά καρπούζια Λεσινίου. Το έδαφος ήταν πολύ περισσότερο γόνιμο από σήμερα και οι στρεμματικές αποδόσεις σε ποσότητα αλλά και σε ποιότητα, κυρίως στα καρπούζια, ανεπανάληπτες. Με δικά τους καϊκια ή και τρίτων εμπόρων-τότε δεν υπήρχαν χερσαίες μεταφορές με αυτοκίνητα αλλά μόνο με άλογα- που έπλεαν στον κεντρικό αύλακα τα φόρτωναν κατά κανόνα στην περιοχή του Φράξου στα τσαρδάκια (σκέπαστρα από καλάμια) στημένα στο χείλος του αυλακιού έτοιμα για πώληση. Εκεί εργάτες, κατά κανόνα εργάτριες από κάτω στη σκιά των σκέπαστρων, που τα καρπούζια ήταν σωριασμένα, κολλούσαν απάνω τους τη στάμπα της Εταιρείας που ήταν χάρτινη, στρογγυλή με μια χωριατοπούλα ζωγραφισμένη με ζωηρά χρώματα και την επωνυμία της Εταιρείας «ΓΕΩΡΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΕΣΙΝΙ Α.Ε.». Στη συνέχεια τα μαρκαρισμένα καρπούζια, κάνοντας ανθρώπινη αλυσίδα από τον έναν στον άλλον, κατά πανηγυρικό τρόπο ρυθμικά τα τοποθετούσαν προσεκτικά για να μη σπάσουν μέσα στα καϊκια για να τα μεταφέρουν στις αγορές του Πειραιά, της Αθήνας, της Πάτρας, των Επτανήσων. Κ.α.Η Εταιρεία για να μεγιστοποιήσει το κέρδος συνήθιζε πολλές φορές να έχει δικά της πρατήρια. ΄Ετσι γεννήθηκε η φίρμα και εξακολουθεί να υπάρχει στην αγορά «καρπούζια Λεσινίου». Ποιοτικά τα χαρακτήριζε το κόκκινο χρώμα, η γλύκα, η γεύση και το άρωμα. Το 1940 με τον ελληνοϊταλικό πόλεμο η εταιρεία ανέστειλε τις εργασίες της. Τα τρακτέρ επιτάχθηκαν από τον ελληνικό στρατό για την εξυπηρέτηση των πολεμικών επιχειρήσεων. Μετά την ξένη Κατοχή ξαναδραστηριοποιήθηκε για να γίνει στη 10ετία 1940 και 1950 το κτήμα πλέον Λεσίνι, περιφραγμένο και προστατευμένο γύρωθεν από περιφερειακό αυλάκι. Με τέσσερις εισόδους όπου ήταν φύλακες στις θέσεις: Παλαιοκαψάλα για τους κατοίκους της Παλαιοκατούνας, Λάμπρας της Πενταλόφου, Τρικάρδου της Κατοχής και του Γεροπόρου του Κάτω Ξηρομένου και Αστακού, ο σιτοβολώνας της περιοχής και ο οικονομικός παράγοντας του Κάτω Ξηρομέρου, της Παραχελωίτιδας αλλά και της ευρύτερης περιοχής, Λευκάδας, Ιθάκης, Κεφαλονιάς και γενικά της Αιτ/νίας. Ο αριθμός του εργατικού προσωπικού, κατά τις καλλιεργητικές περιόδους, ανέρχονταν σε 1000 με 1500 άτομα. Το κτήμα Λεσινίου τότε έσφυζε από ζωή και κίνηση με λέσχες φαγητού και τροφίμων.Στα μέσα της 10ετίας του 1950 κάτω από τις τότε κρατούσες κοινωνικοοικονιμικές συνθήκες και τα πολιτικά ρεύματα, που επικρατούσαν κρατικίστικες και λαϊκίστικες αντιλήψεις, το κράτος με κυβέρνηση Κων. Καραμανλή τότε, απαλλοτρίωσε το κτήμα και την Εταιρεία την διαδέχθήκε ο Οργανισμός Λεσινίου. Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε ότι η εταιρεία προφανώς έκανε χρήση μιας ρήτρας της σύμβασης που έγινε μεταξύ αυτής και του κράτους που έλεγε «μετά την ολοκλήρωση της εκχέρσωσης το 30% του κτήματος θα περιήρχετο στην ιδιοκτησία της εταιρείας και το υπόλοιπο στο κράτος» και έτσι είχε κάθε συμφέρον να έχει ημιτελές το έργο αφενός και αφετέρου το υπόλοιπο προς εκχέρσωση κομμάτι προς το Ιόνιο είχε και πολλές δυσκολίες και συνεπώς ήταν αντιοικονομικό γι’ αυτήν. Η εταιρεία αφού έλαβε στην αποζημίωσή της, παρέμεινε με την όλη σύνθεσή της ως έμπειρος που ήταν στις εκχερσώσεις εργολάβος, να αποπερατώσει για λογαριασμό του Δημοσίου την όλη ημιτελή εκχέρσωση του κτήματος με δαπάνες, απολογιστικά των δημοσίων επενδύσεων. Πράγματι η εταιρεία παράλληλα με τον Οργανισμό, που για ένα χρονικό διάστημα συνυπήρχαν, ολοκλήρωσε την εκχέρσωση μέχρι το ακρότατο σημείο του Ιονίου Πελάγους προς το οποίο σήκωσε ανάχωμα σε τρόπο ώστε τα νερά του να εμποδίζονται να κατακλείζουν την λεγόμενη κάτω ζώνη του κτήματος με παράλληλη εγκατάσταση μεγάλου ηλεκτροκίνητου αντλιοστασίου στη θέσει ΤΣΕΡΟΝΤΑ, ειδικών προδιαγραφών από Γερμανικά εργοστάσια. Εχει στόχο να αντλεί τα όμβρια και πηγαία νερά που μαζεύονται στη ζώνη αυτή, να τα ρίχνει στη θάλασσα και έτσι να κρατά καλλιεργήσιμη την κάτω ζώνη που βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο από την επιφάνεια της θάλασσας, θυμίζοντας και λίγο Ολλανδία. Το έτος 1977 στο κτήμα έγινε αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών των κοινοτήτων της ευρύτερης περιοχής και συνεχίζει έκτοτε το κτήμα να καλλιεργείται από το νέο καθεστώς ιδιοκτησίας.

https://www.facebook.com/groups/470761213559274/permalink/546226269346101/

Σχόλια