ΑΛΈΞΑΝΔΡΟΣ ΣΑΒΒΑΣ : Το βοϊδολίβαδο της Χρυσοβίτσας Ξηρομέρου !!!!


Το βοϊδολίβαδο ήταν στην αρχή το λιβάδι για τα βόδια κι αργότερα, όταν ζευγάριζαν και με άλογα και με μουλάρια ήταν λιβάδι και για τα αλογομούλαρα. Η ονομασία συνεχίστηκε και δεν άλλαξε με τ’ αλογομούλαρα.
Από τα μέσα του Νοέμβρη που τέλειωνε η σπορά των σταριών και το κουβάλημα των ξύλων οι ζευγάδες φρόντιζαν να τακτοποιήσουν τα καματερά τους. Καθώς δεν είχαν προμήθειες (καλαμποκιές, άχυρα και βρώμη), ούτε κατάλληλα κατοικιά γι’ αυτά (αχυρώνες) αναγκάζονταν να καταφύγουν για ασφάλεια στο βοϊδολίβαδο.
Το βοϊδολίβαδο δεν ήταν ένα απλό λιβάδι σαν τ’ άλλα. ΄Επιανε μία τεράστια έκταση που άρχιζε από το ανάραχο της Αχνότρυπας τα κοντοπάλιουρα κι έφτανε στη Νούσα, συνέχιζε το Λαγκαδάκι, τη Σπηλιά και το ανάραχο του Λύκου το ψήλωμα και κατέβαινε μέχρι το Στουρνάρι και τη Νούσα. Η έκτασή του περιλάμβανε τη Λύμπα, τα Κουμαρίδια, τον Σταυρό και το Κακό Λαγκάδι.
΄Ηταν ένας σωστός παράδεισος για τα ζώα που πήγαιναν εκεί 2 – 3 μήνες και κυκλοφορούσαν ξεχωριστά το καθένα, αλλά μαζεμένα σε μία ομάδα τα βόδια, που έφταναν τα 100, και λεγόταν «βουκολιό» και σε άλλη ομάδα τα άλογα και τα μουλάρια, που έφταναν τα 150, και λεγόταν «λακινιά». Εκεί κυκλοφορούσαν ελεύθερα, έψαχναν μόνα τους τη βοσκή και τ’ απάγκια και τα πότιζαν οι βουκόλοι και οι βαλμάδες. Τα περισσότερα στο διάστημα αυτό ξεγύριζαν και γινόταν πραγματικά θρεφτάρια, χώρια που θρασεύανε και γινόταν ατίθασα κι ήθελαν μετά κάμποσο καιρό για να στρώσουν.
Η συμφωνία για τη φύλαξη του βουκολιού και της λακινιάς στα χωριά του Ξηρομέρου συνήθως ήταν άγραφη κι από παράδοση εφαρμοζόταν κι ήταν απ’ όλους αποδεκτή. Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις που ήταν γραπτή και γινόταν συμφωνητικό για τη φύλαξη της λακινιάς (βλ. περιοδικό βελανιδιά, τεύχος 19, φυλ. 84). Η συμφωνία όριζε την περιοχή του βοϊδολίβαδου και το μέρος που θα ποτίζονταν. Επίσης όριζε ότι η ευθύνη των βουκόλων και των βαλμάδων ήταν για κάθε ζημιά που θα προξενούσαν τα ζώα κατά το χρόνο της φύλαξης κι ότι έπρεπε να ειδοποιήσουν έγκαιρα τον κάτοχο του ζώου αν αυτό ασθενούσε ή στην περίπτωση που χανόταν. Τα χρονικά διαστήματα φύλαξης ήταν από τις 20 Ιουνίου μέχρι τις 10 Οκτωβρίου και από τα μέσα Νοεμβρίου μέχρι τέλος Φλεβάρη. Οι γεωργοί από την άλλη πλευρά αναλάμβαναν να πληρώσουν ένα ορισμένο ποσό για κάθε κεφάλι που δινόταν σε χρήμα και τις περισσότερες φορές σε καρπό (30 έως 45 οκάδες σιτάρι).
Οι βουκόλοι και οι βαλμάδες πριν τη συγκέντρωση των ζώων άρχιζαν την προετοιμασία τους για την κατασκευή της καλύβας που ήταν το σπίτι τους και το φυλάκιό τους όλο το χειμώνα. Κανόνιζαν να είναι ευρύχωρη για ν’ ανάβουν και φωτιά για να στεγνώνουν και για να φτιάχνουν κανένα καφέ ή πρόχειρο φαγητό ή να ψήνουν κανένα κοψίδι πάνω στη θράκα. Εκεί τοποθετούσαν και λίγα ρούχα για να κοιμούνται και καμιά αλλαξιά από ρούχα.
Από εκεί επιτηρούσαν τα κοπάδια. ΄Ακουγαν τα κύπρια ή τα τσοκάνια, που είχε απαραίτητα στο λαιμό του κάθε ζώο, και έτρεχαν και τα στόμωναν, όταν χρειάζονταν. Η καλύβα γινόταν στη Λύμπα, όπου υπήρχε ένα κοίλωμα σε βράχο, που ήταν βατό και κρατούσε νερό όλο το χειμώνα ώστε να πίνουν μέχρι τον Μάη. Ο κίνδυνος ήταν από τους λύκους και τα τσακάλια. Την παρουσία τους την καταλάβαιναν από τα τρεχαλητά και τα φοβισμένα χλιμιντρίσματα. Το κοπάδι μπροστά στον κίνδυνο οργανώνονταν. Με την εμφάνιση του λύκου έμπαιναν μπροστά στη λακινιά τα πιο δυνατά άλογα και στο βουκολιό ο Μπέκος, το βόδι του Κώστα Μελεούνη, που ήταν γεννημένος αρχηγός. Τότε πετάγονταν κι οι βουκόλοι κι οι βαλμάδες που έβγαιναν παγάνα με τους γκράδες. Πολύ σπάνια είχαν κι απώλειες από τους λύκους, όπως έγινε με το μουλάρι του Αντώνη Σώλου. Μερικές φορές οι παγάνες γινόταν πιο συστηματικά από πολλούς συγχωριανούς, που χτένιζαν όλη την περιοχή από τον Αϊ Λια μέχρι του Τσαγκάρη. Τις ατέλειωτες χειμωνιάτικες βραδιές οι βουκόλοι κι οι βαλμάδες τις περνούσαν γύρω από τη φωτιά με ιστορίες από τον στρατό, για ληστές και καπεταναίους και διηγήσεις για νεράιδες, ξωτικά και φαντάσματα. ΄Επιναν, κάπνιζαν κι όταν έφταναν στο κέφι άρχιζαν τα κλέφτικα τραγούδια. Οι επισκέψεις τους στο χωριό γινόταν αραιά. ΄Επαιρναν τις απαραίτητες προμήθειες και κανένα κρασί ή τσίπουρο. Οι συγχωριανοί μόλις τους συναντούσαν ρωτούσαν με αγωνία για τα ζώα τους κι αυτοί τους απαντούσαν και τους καθησύχαζαν. Μερικές φορές μάζευαν και τίποτα φιλέματα, ενώ μερικοί πονόψυχοι τους αγγάρευαν με τορβάδες με ταή για τα καματερά τους.
Για το πότισμα χρησιμοποιούσαν τις τεχνητές λούτσες Γαλανούλα και Γκιόλι και μία άλλη στη Νούσα απέναντι απ’ το εικονοστάσι του Αη-γιώργη, που έγινε επί προεδρίας Χρήστου Λεων. Ζορμπά. Στα μέσα του Μάη με αρχές θεριστή αυτές ήταν κατάξερες και γι’ αυτό οι συγχωριανοί καθόρισαν, ως ποτίστρα του βουκολιού και της λακινιάς, το ιστορικό πηγάδι «Σορόκι». Εδώ πρώτα ποτίζονταν τ’ άλογα κι ύστερα τα βόδια που άντεχαν στον ήλιο και στο λιοπύρι. Οι βαλμάδες έφερναν τ’ άλογα από τις Φυτιές ή από τον κάμπο, τα κράταγαν μέχρι να γεμίσουν οι κυρήτες νερό και τ’ άφηναν λίγα – λίγα για το πότισμα. Το ίδιο έκαναν κι οι βουκόλοι μετά το πότισμα των αλόγων. Πρόβλημα ήταν η άντληση του νερού για τόσα ζωντανά. Μηχανεύτηκαν για την άντλησή του ένα μεγάλο καρέλι, όπως το περιγράφει ο Θανάσης ο Σώλος στο δημοσίευμά του με τον τίτλο «Ποτίστρες» (βλ. εφημερίδα Χρυσοβιτσάνικα Νέα φυλ. 60, σελ. 2 και 3). Για την άντληση απασχολούνταν και οι δύο βαλμάδες. Ο ένας στην τριχιά ν’ αμολάει ώσπου να γεμίσει και να κυβερνά την καραβάνα κι ο άλλος να τραβά την τριχιά και την καραβάνα γεμάτη. Μόλις η καραβάνα έφτανε στο σοφρά την άρπαζε ο πρώτος και την άδειαζε στις κουρήτες. Αυτός ο αγώνας γινόταν δύο φορές την ημέρα.
Δεν ήταν λίγοι οι κτηνοτρόφοι που παραβίαζαν τα όρια του βοϊδολίβαδου. Οι αγροφύλακες, όμως, πραγματικοί κέρβεροι παραφύλαγαν και τα ’πιαναν αμέσως. Η πρώτη τους πράξη ήταν το «ποδοκόπι» όπως λεγόταν η αμοιβή τους για τη σύλληψη του ζώου. Κι όταν η ζημιά ήταν μεγάλη ή δυστροπούσαν γινόταν κατευθείαν μήνυση στην αστυνομία. Πολλές ήταν οι δίκες που γινόταν στο Πταισματοδικείο του Μαχαιρά, εκεί που στεγάζονταν παλιά η Αστυνομία κι ατέλειωτη η σειρά με τους δικολάβους, τους μάρτυρες και τα έξοδα. 
Η κατάθεση του αγροφύλακα θεωρούνταν αξιόπιστη και καθοριστική για την πορεία της δίκης. Απ’ τη στιγμή που αυτός βεβαίωνε την παράβαση ήταν βέβαιη η καταδίκη. Αξέχαστη έμεινε η κατάθεση του συγχωριανού μας αγροφύλακα Βασίλη Κίσσα στην παράβαση του Δημ. Γ… Ο αγροφύλακας αντέκρουσε τους εντελώς αντίθετους ισχυρισμούς του ότι τάχα δεν μπήκαν τα γίδια του στο βοϊδολίβαδο κι ότι ήταν μία δύσκολη χειμωνιάτικη βραδιά με χιονόνερο, λέγοντας κατηγορηματικά «ότι όταν τα έπιασε ήταν ο ήλιος πύρινος και τα γίδια ήταν μέσα στο βοϊδολίβαδο».
Τα πιο πολλά χρόνια, 12 περίπου, βουκόλοι ήταν ο Βασίλειος Παύλου (Τσιλάκιας) με τον Βασίλειο Ζορμπά (Βαρελά) και βαλμάδες ο Σπύρος Παύλου (Πηλιάκιας) μαζί με το γιο του Νίκο. Κι άλλοι πολλοί απασχολήθηκαν ως βουκόλοι, όπως ο Αλέξης κι ο Γρηγόρης Καρακώστας (Καρακοβούνης) που ήταν ταυτόχρονα για δύο χρόνια και βαλμάδες.
Η ζωή που έκαναν οι βουκόλοι κι οι βαλμάδες ήταν πολύ σκληρή. Ήταν όμως ολιγαρκείς και δεν βαρυγκομούσαν. ΄Ενιωθαν ευχαριστημένοι που ανέλαβαν κι έφεραν σε πέρας μία μεγάλη ευθύνη κι έτσι το υπόλοιπο διάστημα με νοσταλγία θυμόταν τη ζωή τους στο βοϊδολίβαδο. Τώρα το βοϊδολίβαδο είναι μία μακρινή ανάμνηση. Δεν υπάρχει πλέον, ούτε κι οι βαλμάδες κι οι βουκόλοι, ούτε ακούγονται
τα κύπρια και τα κουδούνια από τα βόδια και τ’ άλογα ούτε τα σαλαγίσματα των βουκόλων και των βαλμάδων στη Λύμπα, στη Νούσα και στον Λύκου το ψήλωμα όταν έβγαζαν τα ζώα για βοσκή φωνάζοντας: «΄Οι, όι Ντορή μου, όι, όι Μπέκο μου…»
Αλέξανδρος Σάββας 
ΧΡΥΣΟΒΙΤΣΑΝΙΚΑ ΝΕΑ 

Σχόλια