ΞΗΡΟΜΕΡΟ ΚΑΙ ΞΗΡΟΜΕΡΙΤΕΣ Ο πρόλογος από το βιβλίο του αξέχαστου δάσκαλου Γερ. Ηρ. Παπατρέχα

 


      Το κείμενο έγραψε ένας μαθητής του Γεράσιμου Παπατρέχα 0 Αλέξανδρος Καραγιάννης Νομικός σύμβουλος και Αντιπρόεδρος στο νομικό συμβούλιο του κράτους.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

   Μυτεροί, σταχτόχρωμοι, θεοφύτευτοι βράχοι. Γυμνές κορφές «ηλίβατες», ανοιχτός ουρανός. Μια συνεχής εναλλαγή από βουνά, κοιλάδες, υψίπεδα, μια κυματοειδής διάταξη λόφων, δημιουργούν εδαφική ιδιομορφία δυσκολαπάντητη σ’ άλλους τόπους.

    Απέραντοι βελανιδιώνες, με «υψικάρηνες» βελανιδιές, αυτά τα αιωνόβια δέντρα, πού ’ναι συνώνυμα της αντρειοσύνης, της μεγαλοσύνης και της τραχύτητας, δίνουν το χρώμα σε φύση κι ανθρώπινους χαρακτήρες.

    Μια γή ασβεστολιθική, πολύ δυνατή που, όμως, πάντα διψά, πάντα υποφέρει, φρυγμένη από την έλλειψη του νερού, μα που ποτέ δεν επρόδωσε τον αφέντη της.

    Κοντολογής, ένας τόπος τραχύς, πολύ τραχύς!

    Αυτό είναι το Ξηρόμερο κι αυτή η τραχιά ενδοχώρα, έδωσε τ’ όνομα σ’ όλη τη χερσόνησο, ωσάν τ' αρσενικό οπού καβαλλικεύει τη θηλυκιά.

    Παντού οι γυμνές, σταχτόχρωμες, αγριεμένες κορφές, οι πλαγιές με την άγρια βλάστηση, με κείνο το βαρύ σκουροπράσινο χρώμα του πουρναριού, σε κάνουν να νοιώθεις πολύ έντονη αυτή την τραχύτητα.

    Όμως μια τραχύτητα που δε σε καταθλίβει, δε βαραίνει απάνω σου. Το τοπίο δε σε παγιδεύει. Ο ουρανός πολύ ανοιχτός, πλατύς ο ορίζοντας, άπλετο το φως κι η ατμόσφαιρα ξερή και διάφανη.

    Αισθάνεσαι πως αντλείς δύναμη!

    Εδώ δημιουργήθηκε ο τύπος του Ξηρομερίτη κι απαράλλαχτος μένει απ’ τους πανάρχαιους καιρούς.

Ένας ξένος οπού γύρισεν όλο τον τόπο στα χρόνια του Όθωνα, γράφει: «Η όψη τους είναι ανοιχτή, τα χαρακτηριστικά τους ευγενικά και ωραία, έχουν ανάστημα ψηλό, κομψή κατασκευή και τρόπους φιλόξενους».

    Αληθινά, δεν απαντάς τον χοντροκάκκαλο βαρύ δωρικό τύπο άλλων περιοχών της Ρούμελης ή τον τύπο της Ήπειρος. Έχει μίαν αλαφράδα στο κορμί, ωοειδές το πρόσωπο, λιγνή τη μέση, δυνατές τις άτζες.

   Τραχύς, γενναίος, σκληροτράχηλος, αράθυμος, συχνά τρομερός στην εκδίκησή του, φιλόξενος και φιλότιμος, με περίεργες, πολλές φορές, αντιλήψεις της ελευθερίας. Περήφανος κι εγωιστής, με τον εγωισμό που δίνει η κατοχή της γης.

    Κολλήγος σε τσιφλίκι δεν εδούλεψε ποτές του, κουτσέκι τσιφλικάδικο δεν είδε στημένο στη μέση του χωριού του. Υπήρχε πάντα για όλους ένα κομμάτι γης. Κι η γυναίκα, δεν έσκυψε ποτέ την πλάτη για να φορτωθεί. Ορθόστητη, λάμπαδένια, κουβαλά στο κεφάλι κάθε φορτίο, αλαφρό ή βαρύ.

    Ο τύπος με τις μεγάλες αντιθέσεις. Ακραίος σ’ όλες του τις εκδηλώνεις, δεν ξέρει και δε θέλει τη μέθη λύση.

   Ή στον ανήφορο ή στον κατήφορο!

    Αν αγαπήσει, αγαπάει με μπέσα μέχρι θάνατο. Αν μισήσει, το μίσος του είναι φοβερό, αβυσαλέο. Πάντα του λέει: «Παλιός οχτρός, φίλος δε γένεται»! Κόβει τις γέφυρες, πισινή δεν ξέρει να κρατήσει. Είναι πολύ χαρακτηριστική η έκφραση: «ούθε το βγάλει η σφεντόνα».

    Αράθυμος πολύ, πιάνετ’ απ’ άρματα χωρίς νά το πολυσκεφτεί. Νηφάλιος, ποτέ δεν είναι. Πάθος του τ' άρματα. Κι’ όλο γι’ αυτά θέλει ν’ ακούει, και για σκοτωμούς, και για κλεφτών παλικαριές, μα και ληστών κατορθώματα. Παίρνει πάντα το μέρος του εκτός νόμου.

    Πάλεψε πάντα για τον τόπο του, για τις περήφανες κορφές του. Πολέμησε με Φράγκους κι Αγαρηνούς, Βενετσιάνους, Τουνεζίνους πειρατές, Αρβανίτες και Τούρκους. Κάηκε κι έκαψε, ρήμαξε και ρημάχτηκε, έσφαξε και σφάχτηκε. Το ράι δεν το έδωβε ποτές του. Πολλές φορές ο Τούρκος του παραχώρησε προνόμια για να ’συχάσει. Μ’ αυτός ποτές του δεν ησύχασε.

    Ρετζάλια της αρβανιτιάς αποζήτησαν πολλές φορές τη βλαμιά του. Σαν ίσος προς ίσο, παλικάρι με παλικάρι, μπέσα για μπέσα. Από δω ξεκίνησ’ ο θερμός των αρματολικιών στα χρόνια του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή. Η κλέφτικη ζωή μέοα στο αίμα του και σ’ όλο το μακρύ το χρόνο της σκλαβιάς, δεν υπήρξε φαμελιά που να μην είχε παλικάρι της σε κλέφτικο νταϊφά.

    Παλικάρια του ξακουστού Πάνου Μεϊντάνη, του Μηλιώνη και του Σπαθόγιαννου, ψυχή στων Γριβαίων τις αποκοτιές, προζύμι και θέμελο στου Κατσαντώνη τον πολυδοξασμένο το νταϊφά.

    Ανέμισε το μπαϊράκι στα 1585 και στα 1684, πνίγηκε στο αίμα στον άτυχο σηκωμό του 1769-70. Κι έπεφτε κάθε φορά στο «γιάλα» με το γιαταγάνι και το χαρμπί, πετσόκοβε και πετσοκόβονταν.

   Και σαν ήρθε η βλογημένη του Μεγάλου Σηκωμού η ώρα, σύψυχος μπήκε στον αγώνα. Σύψυχος στο χορό της φωτιάς, του θανάτου και του χαλασμού.

    Έδωσε μ’ απλοχεριά, ανοιχτοχέρης καθώς είναι, το έχει του και το αίμα του κι είπε το λόγο το βαρύ: «Το ξεκάπνισα, κι ό,τι μοίρανε, μοίρανε!»

   Δεν υπάρχει μάχη του Εικοσιένα που να μη βρέθηκαν Ξηρομερίτες.

    Κάρελι και Ρούμελη, Μοριά κι Αθήνα, Άρτα και Κομπότι, Πέτα κι Αητός, Βραχώρι και Μεσολόγγι, Γραβιά, Νιόκαστρο και Μύλοι, Αράχωβα και Χαϊδάρι.

   Ψυχή στο φοβερό το σώμα το Παλαμηδιώτικο. Απ’ του Παλαμηδιού το βράχο, βόηθησαν να ματαιωθεί το σκοτεινό το σχέδιο, να γίνει δηλ. ο Μοριάς Βλαχαμπεηλίκι κι οι Καρελίτες να κόψουν το λαιμό τους.

    Κι αυτούς τους Παλαμηδιώτες, τους διαλεχτούς και πολυτίμητους, είχε για στήριγμά του ο Μεγάλος ο πολέμαρχος, ο Καραϊσκάκης.

    Πάνω από εφτακόσιοι, ήταν οι Ξηραμερίτες στην Αράχωβα!

    Εκεί που ο Δήμο - Τσέλιος, έβφαξε με το χέρι του δεκαοχτώ !

    Μια μαρτυρία γραφτή της εποχής, μας δίνει όλο τo μέγεθος της θυσίας της καλότυχης ετούτης επαρχίας.

   Η Μπαμπίνη ήταν ένα μικρό ασήμαντο χωριουδάκι. Έφτανε και δεν έφτανε τις είκοσι φαμελιές.

    Δεκαεννιά παλικάρια της έπεσαν πολεμώντας, χώρια οι λαβωμένοι!

    Καμιά Επαρχία δεν έδωσε τόσα παλικάρια και τόσο αίμα.

    Όμως, ο Ξηρομερίχης, δεν έκαμε μπαϊράκι τους αγώνες και τις θυοίες του. Ντελάδι δεν έκαμε την προσφορά του. Τίποτε δεν επήρε ουδέ και ζήτησε. Η περηφάνια του δεν τον άφησε! Κι αν έκαμε κινήματα και πήρε πάλι τα βουνά φυγόδικος, έκαμε καλά! Κάλλιο ζορμπάς, παρά ψωμοζήτης!

    [Τα ιστορήματα π’ ακολουθούν είναι παραδόθεις που κρατήθηκαν ολοζώντανες από γενιά σε γενιά. Γι αυτό τα λέω ιστορήματα, γιατί δεν έχουν τίποτε το μυθικό-

   Και τ’ αφιερώνω στη μνήμη του άγνωστου Ξηρομερίτη χιλιολαβωμένου αγωνιστή.

    Έβαλα και τα Κατσαντωνέικα, γιατί στο Ξηρόμερο έφκιασαν χο κορμί χους όλα τ’ αδέρφια κι όπως γράφω και παραπάνω, θέμελο στο νταϊφά τους ήταν του Ξηράμερου παλικάρια].

ΓΕΡ. HP. ΠΑΠΑΤΡΕΧΑΣ

Σχόλια