Σύνδεσμος Χρυσοβιτσάνων Τα Κόροντα :Καθαρισμός και επισκευή πηγαδιών !!!

 


Καθαρισμός και επισκευή Πηγαδιών

Τα πηγάδια του χωριού μας είναι η ιστορική μας κληρονομιά. Είναι μνημεία που μιλούν για την ιστορία του τόπου και τον τρόπο ζωής των κατοίκων παλιότερα και πρέπει όλοι να στέκονται μπροστά τους με σεβασμό. Κι ακόμα να τα προσέχουν, να τα προστατεύουν και να τα συντηρούν, όπως αρμόζει σε κάθε μνημείο. Είναι κι αυτά όπως το αρχαίο Κάστρο, η Κούλια, τα γεφύρια, το κυπαρίσσι. Είναι τα αξιοθέατα του χωριού μας.

Για τα πηγάδια πολλά γράφτηκαν στην εφημερίδα του Συλλόγου μας «ΧΡΥΣΟΒΙΤΣΑΝΙΚΑ ΝΕΑ» από τον Αθανάσιο Σώλο και τον Παναγιώτη Λαζαρόπουλο.

Ο Σύνδεσμος Χρυσοβιτσάνων Ξηρομέρου «Τα Κόροντα» μέχρι σήμερα προσπάθησε και πέτυχε να συντηρήσει πολλά δημόσια πηγάδια μεταξύ των οποίων: το Σορόκι, το Πέρα Πηγάδι, το Κάτω Πηγάδι, το Πανώριο, το Νιοπήγαδο και τελευταία το Καρούσου πηγάδι, τον Καλόγηρο και τη Φωτεινή.

Η εγκατάλειψη των πηγαδιών φαίνεται ανάγλυφα από τις φωτογραφίες των πηγαδιών που τραβήχτηκαν πριν και μετά την επισκευή τους.

Κάθε πηγάδι κρύβει και μια μικρή ιστορία. Και για να μη χαθούν τα πηγάδια και μαζί μ’ αυτά οι καταπληκτικές τους ιστορίες πασχίζει ο Σύλλογός μας. 

Για το τελευταίο πηγάδι, τη Φωτεινή, αναδημοσιεύουμε, χωρίς κανένα σχόλιο, το κείμενο του Αθανασίου Σώλου από την εφημερίδα μας ΧΡΥΣΟΒΙΤΣΑΝΙΚΑ ΝΕΑ, φύλλο 107.

Ταξιάρχης Σάββας


Η Φωτεινή. Ένα θλιβερό παραμύθι

Στη Χρυσοβίτσα, πέρα από τον γκρεμό της εκκλησίας μας, του Αϊ Γιώργη, και δεξιά του αμαξιτού δρόμου που οδηγεί στον Πρόδρομο, υπάρχει το κοινόχρηστο πηγάδι, που το λέμε Φουτνή ή Φωτνή, όπως λέμε Νιομπ’γαδ ή Κατ’ Π’γιάδ. Οι κάτοικοι του χωριού μας δεν είναι όλοι γηγενείς, οι περισσότερες οικογένειες είναι ξένες, από Κρανιά, Χάσια, Άρτα, Πέτα ακόμη και από Σκουρτού, Μπαμπίνη, Βασιλόπουλο και Βλυζιανά. Οικογένειες που κατέληξαν εκεί και προσπάθησαν να βολευτούν σε αυτό το χωριό από κατοικία και κτήματα.

Η ανάγκη που τους προσβίαζε δεν τους άφηνε περιθώρια να μελετήσουν την ιστορία του τόπου που τους δέχτηκε και έγινε τόπος τους. Η Φουτνή ή Φωτνή και ορθότερα «Φωτεινή» ήταν βλαχοπούλα από τα μέρη της Άρτας, που ήταν τότε τουρκοκρατούμενη. Ήταν δεν ήταν στα δεκαπέντε της. Μοναχοκόρη, ωραία και όμορφη, με ξανθά μαλλιά και μάτια, ορφανή από μάνα. Για να την γλιτώσει από το τούρκικο χαρέμι ο πατέρας της, την πήρε κι έφυγε κρυφά στο Ελληνικό και τελικά σταμάτησε στη Χρυσοβίτσα, όπου έμελλε κι εκείνος να πεθάνει και η ορφανή να αφήσει το κορμί της αλειτούργητο, που το όνομά της το πήρε αυτό το πηγάδι που λένε Φωτνή, για να θυμούνται την άμοιρη οι γενεές που πέρασαν και που θα έρχονται.

Η γιαγιά μου, η μάνα του πατέρα μου, πέθανε το Δεκέμβριο του 1950 σε ηλικία 105 ετών, όπως η ίδια έλεγε. Γεννήθηκε, κατά τους υπολογισμούς μας, στα 1845, τα χρόνια της να πάρουμε. Ήταν κόρη του Θοδωρή Ταπρατζή κι εγγονή του Σπύρου Θοδωράκη Ταπρατζή. Με υπολογισμούς η ρίζα τους έφτανε στα 1700 και βάλε. Καμάρωνε γιατί ήταν ντόπια, ενώ οι συννυφάδες της, Αγγέλαινα και Σπύραινα, ήταν ξενοχωρίτισσες. Από παραδόσεις του παππού και του πατέρα της ήξερε του κόσμου τις μικρές ιστορίες και περιστατικά γύρω από το χωριό μας και τις ιστορούσε στη μάνα μου, τη θεια μου και τις συννυφάδες της. Όμως αυτές, σαν ξενοτοπίτισσες, βαριόταν και καμιά τους δεν έτεινε ευήκοον ους ν’ ακούσουν και να μάθουν κάτι από το νέο τους χωριό, όπου εγκαταστάθηκαν μετά το γάμο τους η κάθε μία. Αυτές ενδιαφέρονταν για τα τρέχοντα – τι έκανε η τάδε, τι φορούσε στην εκκλησία η δείνα.

Δεν είχε ακροατήριο. 

Εμείς τα παιδιά θέλαμε τρεχάμενες ιστορίες με δράκους, μάγισσες, νεράιδες, κύκλωπες, βασιλιάδες και βασιλοπούλες. Για να πιάσει κουβέντα τα κατάφερνε η γριά Καλλιόπη, που τη λέγανε και Καλοερίνα. Έκοβε σφήνες ψωμί, τις πότιζε με λάδι, πασπάλιζε και ζάχαρη και καθόμασταν να την ακούμε. Γλυκιά η φωνή της, αλλά ξηρά και άχαρα τα ιστορήματά της.

«Απ’ λες», άρχιζε η Βάβω η Καλλιόπη, «ήταν εκεί στο Τούρκικο ένας πατέρας με τη μοναχοκόρη του τη Φωτνή. Η μάνα της είχε πεθάνει από παλιά και άφησε τη μικρή ορφανή στον πατέρα της.

Εκεί στο κυρίως Ξηρόμερο, Άνω και Κάτω, συνηθίζουμε να μιλάμε σαν να μας κυνηγάνε. Κόβουμε τις συλλαβές, τις καταλήξεις, και περιορίζουμε απαράδεκτα τα φωνήεντα σε αντίθεση με τους Μωραΐτες που προσθέτουν καταλήξεις – ο Σεραφείμ γίνεται Σεραφείμης. Εμείς εκεί το πλαρ, το μπλαρ, τσέντσαν τσάλλοι, τέλος έτσι και η άμοιρη Φωτεινή έγινε Φωτνή. Η ορφανή άξαινε και πλάταινε με τις άλλες κοπέλες του τόπου της. Είχε ωραία ξανθά μαλλιά και γαλανά μάτια. Μια μέρα που γύριζε με άλλες κοπέλες από το πλύμα, την είδε ο Τούρκος μπέης και του άρεσε. Ζήτησε το σπίτι της κι ένα και αυτού στον πατέρα της. «Το και το», του λέει. «Η τσούπρα σου θα γίνει δικιά μου, θα την πάρω στο χαρέμι μου». Κόκαλο ο πατέρας. Κάθε αντίρρηση ήταν χαμένος κόπος. Ολονυχτίς πούλησε το έχει του και κράτησε τα δυο του άλογα. Τα φόρτωσε με ό,τι χρειαζόταν και παράωρα καβαλίκεψαν πατέρας και κόρη και δρόμο για το Ελληνικό. Πέρασαν από μυστικά περάσματα κι εκείνα τ’ άλογα σαν να ένιωθαν τον κίνδυνο τάχυναν το βήμα τους και το χάραμα πέρασαν στο ελληνικό φυλάκιο. Ανάσαναν. Ξεκούρασε τα ζωντανά του και την άλλη μέρα, έφυγε για τον Καρβασαρά. Εκεί όμως δεν του άρεσε, γιατί ήταν κοντά ο Μπέης. Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει και βρέθηκε στην Κατούνα, κατέβηκε στα άλλα χωριά κάτω και σταμάτησε εδώ στο δικό μας χωριό. Βολεύτηκε σ’ ένα έρημο σπίτι. Πήρε και το χωράφι που είναι κάτω από την εκκλησία που έφθανε μέχρι πέρα στο Τσομπέικο. Έφτιαξε και πηγάδι μέσα και το έκανε περιβόλι. Το κοριτσάκι, πώς το είπαμε, έλεγε η γιαγιά, Φωτνή, λέγαμε εμείς το ακροατήριο, άξαινε και πλάταινε, μόρφαινε που χαιρόσουν να την βλέπεις, την είδες εσύ γιαγιά, ρωτά το ακροατήριο, η γιαγιά απαντούσε, όπως μου έλεγε και μένα ο πατέρας μου.

Τα παιδιά του χωριού την λιμπίζονταν και ο πατέρας κάλεσε τον αδελφό του από τον τόπο τους. Εκείνος ήρθε, ανάθεμα την ώρα, με τα δυο του παιδιά, τα χτικιάρικα, κακό χρόνο νάχουν. Στο χρόνο απάνω πέθαναν οι γονέοι και των δύο μεριών κι έμεινε η Φωτνή με τα δυο της ξαδέλφια, που ανέλαβαν να την φυλάνε σαν αδελφή τους. Αυτό έδειχναν.

Ένα πρωί, η Φωτεινή βρέθηκε πνιγμένη στο πηγάδι της, που ύστερα από χρόνια πήρε το όνομά της. Λόγος κανένας, ούτε έρωτας ούτε απογοήτευση καμιά. Βρέθηκαν οι βαρέλες της και η ποτίστρα της γεμάτες νερό και η γαϊδουρούλα της στο καλύβι να βόσκει άχυρο. Το έριξαν στην αυτοκτονία και η υπόθεση έκλεισε. Η εξουσία δεν σκοτίστηκε και πολύ. Αλλά το πράγμα έδειχνε μοναχό του. Εκείνα τα ζαλιάρικα την αμαρτία τους την κάνανε. Την έπνιξαν την ορφανή, για να κερδίσουν την περιουσία της. Αλλά δεν ήταν τυχεροί να γλεντήσουν την επιτυχία τους αυτή, που να βράζουν στα καζάνια του σατανά μέχρι Δευτέρης Παρουσίας.

Έτσι ρήμαξε το σπίτι και η περιουσία της ορφανής. Το χωράφι έγινε τώρα το νεκροταφείο. Η Φωτνή είναι θαμμένη και αδιάβαστη πάνω στην πλατεία που ήταν πρώτα και νεκροταφείο. Από το χωράφι ένα μεγάλο κομμάτι πήρε το δρόμος του Προδρόμου και ένα έφαγε η μάντρα που έφτανε μέχρι το νεκροταφείο. Έτσι παθαίνουν τα έρημα. Μια κουκουβάγια φωλιάζει τώρα στην ελιά όλη τη μέρα και τα βράδια πετιέται πάνω από τον Αϊ Γιώργη κάνει μια βόλτα μέσα στο χωριό, ρεκάζει για λίγο και γυρίζει πάλι στην ελιά. Μη σκοτώνετε τις κουκουβάγιες, ποιος ξέρει μπορεί να είναι η Φωτνή που γυρίζει αλειτούργητη πάνω από το κτήμα της και στην ερημιά».

«Γιατί δεν την λειτούργησαν, βάβω, τη Φωτεινή οι χωριανοί μας;» ρωτούσαμε εμείς το ακροατήριό της. «Α, δεν ξέρω, αυτά είναι παπαδίστικα πράγματα – θεοτικά, αυτοί τα κουβεντιάζουν με το Θεό. Λένε πως όσοι αυτοκτονούν δεν επιτρέπεται να λειτουργηθούν, αλλά εδώ είναι έγκλημα και όχι αυτοκτονία», κατέληγε η γριά μας. Για το σπίτι της δεν καθόριζε τον τόπο, έδειχνε πάντοτε νοτιοανατολικά, δεν καθόριζε τον τόπο που ζούσε η ορφανή. Οι γυναίκες του χωριού χρησιμοποιούσαν το πηγάδι, τη Φωτνή, για το πλύσιμο των χοντρόρουχων της οικοσκευής τους, καμιά τους, όμως, δεν ξέρει την ιστορία της Φωτεινής, ιδιοκτήτριας από κληρονομιά του πατέρα της, που άραξε καταφοβισμένος στο χωριό μας, να γλιτώσει την άτυχη κόρη του από το χαρέμι του Τούρκου δυνάστη.

Τι και να το πέτυχε, η κόρη δεν γλίτωσε από τους δικούς της. Και το χειρότερο την έπνιξαν άδικα οι δικοί της άνθρωποι. Αιδεσιμότατε παπα-Φώτη Χατζή, πρωθιερέα του χωριού μας, στις προσευχές του, για όλους μας, κάνε μας τη χάρη να περιλάβεις και παρέλαβε στα ευλογητάρια σου και την αδικοχαμένη Φωτεινή ή Φωτνή ή Φουτνή. Τη δύστυχη την ορφανή. Αξίζει και γι’ αυτήν το «άμωμοι εν οδώ αλληλούια». Την παραπάνω θλιβερή ιστορία αφιερώνω στη μνήμη της γιαγιάς μου Καλλιόπης, της Καλοερίνας, χήρας Α. Σώλου το γένος Θεοδωράκη Ταπραντζή.

Σχόλια