Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Τόμας Βίζερ στη «Ν»: Πώς θα πιάσει η Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα

 


Εύσημα για την υπέρβαση των κρίσεων και «μήνυμα» για εκσυγχρονισμό δημόσιων υπηρεσιών και επιχειρήσεων από τον πρώην επικεφαλής του EWG


Η Ελλάδα άντεξε στις αλλεπάλληλες κρίσεις των τελευταίων ετών και παρέμεινε σε θετική τροχιά. Θα πρέπει ωστόσο να επιμείνει στον δρόμο της δημοσιονομικής σύνεσης, αλλά και να καταβάλλει μεγαλύτερη προσπάθεια στο μέτωπο του εκσυγρονισμού των δημοσίων υπηρεσιών και δημοσίων επιχειρήσεων. Αυτό είναι το μήνυμα που στέλνει με συνέντευξή του στη «Ν» ο Τόμας Βίζερ, συνεργάτης σήμερα των Bruegel and European Forum Alpbach και παλιός γνώριμος της χώρας.

Ο Αυστριακός οικονομολόγος και πρώην επικεφαλής της Ομάδας Εργασίας της Ευρωζώνης (EuroWorking Group), ο οποίος θα συμμετάσχει στο 8ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών από τις 26 έως 29 Απριλίου, σχολιάζει το πώς επηρεάζουν οι επικείμενες εκλογές την οικονομία, απαντά τι ήταν αυτό που κρατούσε την Ελλάδα μακριά από την επενδυτική βαθμίδα έως τώρα και εξηγεί ποιο είναι το κλειδί για την κατάκτησή της.

Διανύουμε περίοδο παγκόσμιας αναταραχής και υψηλού γεωπολιτικού ρίσκου. Πόσο αποτελεσματικά πιστεύετε ότι αντιμετώπισε η Ελλάδα τις πολλαπλές κρίσεις; 

Οι διεθνείς οργανισμοί συμφωνούν πως η Ελλάδα, εν πολλοίς, έχει αντιμετωπίσει αρκετά καλά τις προκλήσεις της πανδημίας. Η ανάπτυξη ήταν και είναι ισχυρότερη του αναμενομένου, παρά τις πολλαπλές προκλήσεις που αναδύονται από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Η εξυγίανση των τραπεζικών ισολογισμών έχει συνεχιστεί, ενώ και ο πληθωρισμός είναι χαμηλότερος σε σχέση με άλλα κράτη – μέλη, αν και άσκησε σοβαρές πιέσεις στο δεύτερο εξάμηνο του 2022. Τα μέτρα της κυβέρνησης λειτούργησαν εν μέρει ως μαξιλάρι έναντι του αυξανόμενου ενεργειακού κόστους για νοιοκυριά και επιχειρήσεις, ενώ η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού πιθανότατα θα ελαφρύνει περαιτέρω τα βάρη για τα νοικοκυριά και θα συμβάλλει στη σταθεροποίηση της ιδιωτικής κατανάλωσης για το 2023. Ως «μπόνους» για την Ελλάδα λειτουργεί και το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ενισχύοντας την ανάπτυξη και στηρίζοντας την προώθηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Ένα από τα βασικά ερωτήματα είναι το μέλλον του εμπορίου, συμπεριλαμβανομένου του τουρισμού, με φόντο την εμβάθυνση των διεθνών εντάσεων. Οι διαταραχές των καθιερωμένων εμπορικών προτύπων, ο αντίκτυπος στις αποφάσεις τοποθεσίας από τις εταιρείες και οι αλλαγές στον όγκο και τα πρότυπα προέλευσης/προορισμού του τουρισμού αποτελούν πρόκληση, κυρίως για την Ελλάδα.

Η Ελλάδα οδεύει και σε εθνικές εκλογές. Βλέπετε κινδύνους για την οικονομία; 

Οι εκλογές είναι, στις περισσότερες χώρες, μια περίοδος μεγάλων υποσχέσεων από τους πολιτικούς. Πώς μπορούμε εμείς, ο ευρύτερος πληθυσμός, να κατανοήσουμε και να αξιολογήσουμε τον αντίκτυπο τέτοιων υποσχέσεων; Αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο ακόμη και στις καλύτερες συνθήκες. Μια προϋπόθεση είναι να υπάρχουν και να έχουν προωθηθεί ισχυρά και ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης που είναι σε θέση να αναλύουν, να ελέγχουν και να αμφισβητούν τις εκλογικές υποσχέσεις των διαφορετικών κομμάτων.

Στην πραγματικότητα, γνωρίζω μόνο μία χώρα στην οποία η ίδια η δημόσια διοίκηση ενθαρρύνεται ενεργά να εκπληρώσει αυτή τη λειτουργία, την Ολλανδία. Εκεί, ένα δημόσιο ίδρυμα (Εθνικό Γραφείο Σχεδιασμού) είναι επιφορτισμένο με την ανάλυση και την κοστολόγηση των εκλογικών υποσχέσεων. Αυτό ενθαρρύνει υψηλό βαθμό ρεαλισμού των κομμάτων και αποτελεί σημαντικό στοιχείο για τη διασφάλιση μιας ζωντανής και ισχυρής δημοκρατίας.

Για την Ελλάδα θα είναι σημαντικό να συνεχίσει με μια πορεία δημοσιονομικής σύνεσης, προάγοντας τον ανταγωνισμό (επίσης για να συμβάλει στη μείωση του πληθωρισμού) και να ενισχύσει την αποτελεσματικότητα των δημόσιων υπηρεσιών. Ένα σύγχρονο και διαφανές σύστημα προσλήψεων, αμοιβών και προαγωγής προσωπικού αποτελεί προϋπόθεση για δημόσιες υπηρεσίες που εξυπηρετούν τον πληθυσμό και όχι απλώς εκείνους που απασχολούνται εκεί.

Οι κεντρικές τράπεζες έχουν προσδιορίσει την τιθάσευση του πληθωρισμού ως κορυφαία προτεραιότητα. Η ΕΚΤ έχει επισημάνει ότι έρχονται και νέες αυξήσεις επιτοκίων. Φοβάστε ότι η πολιτική αυτή θα μπορούσε να σπρώξει την οικονομία της Ευρωζώνης σε ύφεση ή παρατεταμένη περίοδο στασιμότητας; 

Το συνολικό μείγμα των πολιτικών ήταν αναμφίβολα υποστηρικτικό κατά τη διάρκεια των ταραγμένων τελευταίων ετών. Δεδομένης της εντολής της ΕΚΤ και της τρέχουσας μεσοπρόθεσμης προοπτικής για τον πληθωρισμό, φαίνεται αναπόφευκτο ότι, προκειμένου επιστρέψει ο πληθωρισμός σε ανεκτά επίπεδα, θα χρειαστεί να πραγματοποιηθούν περαιτέρω αυξήσεις των επιτοκίων. Με βάση τις προοπτικές για το 2023 και το 2024, μπορούμε να είμαστε αρκετά βέβαιοι ότι θα εξακολουθούμε να βλέπουμε θετικούς ρυθμούς συνολικής οικονομικής ανάπτυξης, αν δεν προκύψουν άλλα εξωτερικά γεγονότα που θα λειτουργήσουν επιβαρυντικά.

Είναι προφανές ότι το ύψος των επιτοκίων επηρεάζει τις αποτιμήσεις των στοιχείων ενεργητικού σταθερού εισοδήματος. Οποιοσδήποτε λογικός επενδυτής θα έχει συνυπολογίσει τέτοιες εξελίξεις κατά τη διάρκεια των ασκήσεων επαγγελματικής διαχείρισης κινδύνου. Επομένως, οι κίνδυνοι από αυτό το τρίμηνο θα πρέπει να είναι περιορισμένοι στην Ελλάδα.

Η πιστωτική ζήτηση φυσικά θα μετριαστεί, αλλά από την άλλη πρέπει να θυμόμαστε ότι ο υψηλός πληθωρισμός και τα πολύ χαμηλά επιτόκια έχουν διαβρώσει την πραγματική αξία των αποταμιεύσεων των Ευρωπαίων τα τελευταία χρόνια: Αρνητικά πραγματικά επιτόκια του 5% επί αποταμιεύσεων 8 τρισ. ευρώ οδηγούν σε απώλεια 400 δισ. ευρώ για τους απομιευτές. Ετησίως.

Επομένως, υπάρχει ένα ολόκληρο φάσμα οικονομικών επιπτώσεων που πρέπει να λάβει κανείς υπόψη, όχι απλώς μηχανιστικούς υπολογισμούς των επιπτώσεων των επιτοκίων.

Το 2024 θα είναι επίσης έτος δημοσιονομικής πειθαρχίας. Πόσο ισχυρός θα μπορούσε να είναι ο αντίκτυπος σε συνδυασμό με τα υψηλά επιτόκια; 

Η πρόβλεψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2024 είναι στην πραγματικότητα πολύ πάνω από τους ρυθμούς ανάπτυξης που θα δούμε το 2023, αν και εξακολουθεί να είναι χαμηλότερος από εκείνους του 2022. Μετά την αύξηση του ελλείμματος λόγω της πανδημίας, η Ελλάδα σημειώνει πρόοδο στη μείωση του ακόμη υψηλού επιπέδου του δημόσιου χρέους και θα πρέπει να παραμείνει σε αυτό το μονοπάτι. Η στοχευμένη δημοσιονομική πολιτική και τα μέτρα που υποστηρίζουν το επιχειρηματικό και επενδυτικό κλίμα θα συμβάλουν σημαντικά στη διατήρηση της Ελλάδας σε μια θετική αναπτυξιακή τροχιά σε δύσκολες περιόδους.

Μεγάλοι οίκοι αξιολόγησης λένε ότι η χώρα απέχει ένα βήμα από την επενδυτική βαθμίδα. Τι έλειπε μέχρι τώρα; Γιατί χρειάστηκε τόσος χρόνος για να φτάσουμε εκεί;

Δεδομένου του πού ήταν η Ελλάδα πριν από λιγότερο από μια δεκαετία, δεν με εκπλήσσει πολύ που η χώρα δεν είναι ακόμα εκεί. Η έξοδος από την ενισχυμένη επιτήρηση το 2022 ήταν προφανώς αποφασιστικός παράγοντας και πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε σε ένα ταραγμένο οικονομικό περιβάλλον. Εάν η επόμενη κυβέρνηση αποδείξει ότι σκοπεύει να μειώσει περαιτέρω το χρέος, να διατηρήσει και να εφαρμόσει πολιτικές που συμβάλλουν στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, προωθώντας έναν περαιτέρω εκσυγχρονισμό του δημόσιου τομέα, των δημόσιων υπηρεσιών και των δημόσιων επιχειρήσεων, τότε το ταξίδι που απομένει δεν θα είναι πολύ μακρύ.

Στην Ε.Ε. είναι σε εξέλιξη μια συζήτηση για τη μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Ποια κατεύθυνση πιστεύετε ότι πρέπει να πάρει;

Το Σύμφωνο Σταθερότητας έχει υποστεί αρκετές αλλαγές κατά τη διάρκεια των δεκαετιών. Ξεκίνησε ως ένα σχετικά απλό εργαλείο. Με τον καιρό τα οικονομικά του έγιναν καλύτερα, αλλά το Σύμφωνο γινόταν όλο και πιο περίπλοκο και τελικά ήταν εξαιρετικά δύσκολο να εφαρμοστεί. Αυτό που δεν αμφισβητείται είναι ότι σε μια νομισματική ένωση χρειάζεται κανείς πειθαρχίες που διασφαλίζουν τη δημοσιονομική σταθερότητα και βιωσιμότητα κάθε κράτους –  μέλους. Όπως έδειξε η περίπτωση της Ελλάδας, αυτό ισχύει και για όχι και τόσο μεγάλα κράτη μέλη. Τέτοιοι κλάδοι πρέπει να έχουν νόημα από οικονομική άποψη, να είναι κατανοητοί από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, να οδηγούν σε δίκαιες αποφάσεις και να εφαρμόζονται με διαφάνεια. Η δυσκολία φυσικά έγκειται στο γεγονός ότι υπάρχουν διαφορετικές απόψεις σχετικά με το τι συνιστά καλή οικονομία και καλή δημοσιονομική πολιτική, ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος της Επιτροπής έναντι του ρόλου του Συμβουλίου (ή άλλων κρατών μελών) και εάν πρέπει να υπάρχει ενιαία αρχές που εφαρμόζονται σε όλους τους τομείς.

Αν δούμε τα δημοσιονομικά περιθώρια ελιγμών κατά τη διάρκεια της πανδημίας, κατέστη σαφές ότι τα κράτη μέλη με χαμηλότερα επίπεδα δημόσιου χρέους ήταν σε καλύτερη θέση για δημοσιονομικά ενεργές πολιτικές από εκείνα με υψηλά επίπεδα χρέους. Επομένως, οι κανόνες πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα υψηλά επίπεδα χρέους μειώνονται, ανάλογα με το πού βρισκόμαστε σε έναν οικονομικό κύκλο, και με ρυθμό που είναι βιώσιμος. Οι ισχύοντες κανόνες δεν το διασφαλίζουν αυτό. Αυτό πρέπει να αλλάξει.

Όσον αφορά τα ετήσια ελλείμματα, απαιτούμε κανόνες που μπορούν να εφαρμοστούν πραγματικά σε πραγματικό χρόνο από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής. Το ισχύον σύστημα δεν το διασφαλίζει αυτό, και ως εκ τούτου θα πρέπει να προχωρήσουμε προς κανόνες που να βασίζονται σε παρατηρήσιμα δεδομένα, όπως οι δαπάνες του προϋπολογισμού. Οι κανόνες πρέπει να διασφαλίζουν ότι η δημοσιονομική πολιτική μπορεί να είναι υποστηρικτική σε συγκυριακά δύσκολες στιγμές, αλλά φυσικά πιο αυστηρή στις καλές στιγμές. Μόνο έτσι μπορούμε να διασφαλίσουμε ότι οι δημοσιονομικές πολιτικές είναι βιώσιμες μεσοπρόθεσμα.

Αν πράγματι επικεντρωθούμε στο μεσοπρόθεσμο, είναι λογικό να μην επικεντρωνόμαστε με εμμονή στο πολύ βραχυπρόθεσμο, δηλαδή να αλλάζουμε τις συνταγές του κάθε δύο μήνες. Ωστόσο, υπάρχει ένας κίνδυνος: το μεσοπρόθεσμο απέχει πάντα λίγο χρόνο, πολύ βολικό για τους πολιτικούς συνήθως μετά τις επόμενες εκλογές. Ως εκ τούτου, η μεταρρύθμιση των κανόνων θα πρέπει να γίνει με τρόπο ώστε να διασφαλιστεί ότι η εστίαση στο μεσοπρόθεσμο θα εξακολουθεί να διασφαλίζει ότι η δράση θα λαμβάνει χώρα και βραχυπρόθεσμα.

Η πολιτική δεν εφαρμόζεται σε πολιτικό κενό. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η δημιουργία κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών για υγιείς δημοσιονομικές πολιτικές είναι εγγενώς δύσκολη. Από την άλλη πλευρά, χρειαζόμαστε την εθνική πολιτική να αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι υπάρχει πάντα μια ευρωπαϊκή διάσταση στις εθνικές δημοσιονομικές πολιτικές. Η συμμετοχή Ευρωπαίων εκπροσώπων σε εθνικές κοινοβουλευτικές συζητήσεις θα συνέβαλε σε αυτό, καθώς και οι ακροάσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για πολιτικούς των κρατών μελών των οποίων οι πολιτικές δεν είναι ευθυγραμμισμένες με τους ευρωπαϊκούς κανόνες.

Νατάσα Στασινού  naftemporiki.gr

Σχόλια