ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΑΛΕΥΡΩΜΕΝΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ

 


**Η Γιώτα Τσιλίκη μοιράζεται στο Short Stories αναμνήσεις από τις γιορτινές χριστουγεννιάτικες μέρες των παιδικών της χρόνων στο χωριό Παπαδάτου Ξηρομέρου της Αιτωλοακαρνανίας

Καθόταν κι αγνάντευε τη θάλασσα με μια ματιά γεμάτη απλανείς αστέρες. Κάθισα δίπλα της. Έτριβε τη γάμπα της. Κάθε απόγευμα έτρεχε τρία χιλιόμετρα στη μαρίνα. Της έτεινα ένα ζεστό κάστανο. «Χρειάζεσαι πρωτεΐνες» της είπα, «όχι χημικά, κοίτα να τα αποφεύγεις».
Στον δρόμο κρεμούσαν λαμπιόνια. Πιάσαμε κουβέντα για τα Χριστούγεννα. Στην πραγματικότητα μόνο εγώ μιλούσα, καθώς είχα κάνει βουτιά μέσα μου. Εκείνη με άκουγε με προσοχή.
«Λαμπιόνια στους δρόμους, δώρα και παιχνίδια πλαστικά, γλυκά κάθε λογής και φαγητά και ρούχα. Βογκάνε τα μαγαζιά κι απέξω οι άστεγοι κρυμμένοι στις κουβέρτες» είπα. Με κοίταξε με βλέμμα βαθύ κουνώντας το κεφάλι. «Ξέρεις» συνέχισα, «δεν μεγάλωσα σε τόσο υλική αφθονία».
Το χωριό μας ήταν όπως όλα τότε, φτωχό μα γεμάτο κόσμο κι αγαθά αρκετά, μα όχι περίσσεια. Τα Χριστούγεννα γέμιζε ο τόπος με πράγματα παράξενα για τα παιδικά μου μάτια. Οι χοίροι που ζυγίζονταν στο κέντρο του χωριού με έπαθλο την περηφάνια του άντρα και μετά γίνονταν τσιγαρίδες στο μεγάλο χάλκινο καζάνι, τα κατιμάρια με μπόλικο μέλι ή ζάχαρη, τα κόκκινα βελούδινα τραπεζομάντιλα και ο σουφλιμάς στο τζάκι.
Οι διακοπές από το σχολείο και το δέντρο από κλαδί συκιάς που βάφτηκε ασημί. Ένας μουσαφίρης με το κρασί για τους μεγάλους και καραμέλες για μας. Το γάλα που μοίραζε ο τσοπάνης παραμονή κι ανήμερα των Χριστουγέννων, γιατί δεν κάνει να πουληθεί και φυσικά παιχνίδι από το πρωί ώσπου να κρυφτεί ο ήλιος. Το βράδυ γύρω από το τζάκι ιστορίες για καλικάντζαρους.
ΤΟ ΑΛΕΥΡΩΜΕΝΟ ΧΕΡΙ ΕΔΙΝΕ ΓΕΝΝΑΙΟΔΩΡΑ ΜΙΑ ΔΥΟ ΧΟΥΦΤΕΣ ΑΛΕΥΡΙ. «ΜΗ ΔΙΩΞΕΙΣ ΔΙΑΚΟΝΙΑΡΑ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΔΩΣΕΙΣ ΕΝΑ ’ΠΛΟΧΕΡΙ ΑΛΕΥΡΙ· ΔΕΝ ΚΑΝΕΙ» ΜΑΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΑΝ
Μια ενέργεια που κυλούσε σαν ποτάμι παντού. Κείνες τις μέρες στο χωριό πέρναγαν κάθε λογής πραματευτάδες και μαστόροι, όλοι Τσιγγάνοι. Άλλος επισκεύαζε σαμάρια, άλλος καρέκλες, άλλος γάνωνε τα ταψιά, άλλος τρόχιζε μαχαίρια. Περνούσαν και μικρές ζυγιές με το κλαρίνο, από σοκάκι σε σοκάκι.
Οι άντρες στα καφενεία να παίζουν πρέφα και οι γυναίκες στο σπίτι να φτιάχνουν τηγανίτες, πίτες και να ζυμώνουν το χριστόψωμο, κεντώντας το με μαστοριά περισσή. Εμείς, όταν δεν χαζεύαμε τους πραματευτάδες, μπερδευόμασταν στα πόδια των γυναικών που συνήθως μας έδιωχναν, αλλά αυτές τις μέρες ήταν κι εκείνες πιο μαλακές μαζί μας.
Πέρναγαν οι Τσιγγάνες από σπίτι σε σπίτι τα μεσημέρια. Συνήθως μια μεγαλύτερη, μια μικρότερη. Τα ρούχα τους χρωματιστά και στον ώμο ένα υφαντό σακούλι. Στέκονταν στο κατώφλι και άπλωναν το χέρι. Οι γυναίκες τραβούσαν το μαύρο τους μαντίλι προς τα πάνω και τους ένευαν περίμενε.
Βλέπαμε να ανοίγει ο υφαντός ντορβάς και το αλευρωμένο χέρι να δίνει γενναιόδωρα μια δυο χούφτες αλεύρι. «Μη διώξεις διακονιάρα χωρίς να δώσεις ένα ’πλοχέρι αλεύρι· δεν κάνει» μας συμβούλευαν.
Έτσι μάθαμε να ελεούμε χωρίς να ρωτάμε, χωρίς να διστάζουμε. Αν μπορούσα να ζωγραφίσω θα αποτύπωνα αυτήν τη σκηνή. Κάθε που έρχονται Χριστούγεννα κλείνω τα μάτια και εύχομαι όλοι να νιώσουν, έστω και μια φορά στη ζωή τους, την ομορφιά των αλευρωμένων γιορτών.
shortstories.

Σχόλια