ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΧΡΥΣΟΒΙΤΣΑΝΩΝ ΄΄ΤΑ ΚΟΡΟΝΤΑ΄΄ Ο ΝΤΕΛΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΤΗΣ ΧΡΥΣΟΒΙΤΣΑΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΟΜΙΛΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΟΛΕΤΤΑΣ ΔΗΜΗΤΡΟΥΚΑ !!!
Όπως υπογραμμίζει ο Ι. Κολιόπουλος, ο επαρκέστερος μελετητής του ληστρικού φαινομένου στο Ελληνικό Βασίλειο, «κανένα ίσως από τα προβλήματα της νεότερης Ελλάδας δεν προκάλεσε επί έναν σχεδόν αιώνα, τόσα δεινά στους πολίτες του και τέτοιο όνειδος στις αρχές της, όσο η ληστεία[1]». Από τη δημιουργία ελεύθερου ελληνικού κράτους μέχρι το τελευταίο Υπουργείο Ε. Βενιζέλου 1928-1932, η ληστεία στην ύπαιθρο υπήρξε ένα ενδημικό φαινόμενο της ελληνικής κοινωνίας. Τις αιτίες, τις συνέπειες και άλλες παραμέτρους του ληστρικού φαινομένου έχει αναλύσει διεξοδικά και με επάρκεια ο προαναφερόμενος ιστορικός.....
Στη Στερεά Ελλάδα και ιδιαίτερα στις περιοχές Βάλτου, Βονίτσης και Ξηρομέρου, όπου η συμμετοχή στον αγώνα της Ανεξαρτησίας υπήρξε μαζική και ενθουσιώδης, άνθισε η συμμοριακή ληστεία ως συνέχεια του θεσμού των κλεφταρματολών καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αι., ωστόσο, ανάλογα και με την πολιτική συγκυρία, παρουσιάζει διακυμάνσεις στην έντασή της. Μετά μία περίοδο σχετικής ύφεσης η ληστεία προσέλαβε απειλητικές διαστάσεις στη διάρκεια της Μεσοβασιλείας (1862-1864). Ένα εκ των υστέρων απολογισμό για τις δραστηριότητες των ληστών στη διάρκεια της οκταετούς περιόδου 1862-1870 και τη δράση των μεταβατικών αποσπασμάτων εναντίον τους στην Ακαρνανία παρέχει η ακόλουθη επιστολή που δημοσιεύθηκε στον Τύπο με την υπογραφή «Εἷς Ἀκαρνάν»:
«Ἀπό τινων ἐτῶν ἀνεφάνησαν ἀλληλοδιαδόχως πολλαὶ ληστρικαὶ συμμορίαι, ἐπικεφαλῆς ἔχουσαι φοβεροὺς καὶ γνωστοὺς κακούργους, αἵτινες ἐλυμαίνοντο τὴν ἐπαρχίαν μας καὶ διὰ τοῡ χρόνου καὶ τῶν κακουργημάτων ἔμειναν κύριοι τοῡ τόπου. Ἡ ὑποστήριξις, ἣν οἱ λῃσταὶ ἐλάμβανον παρὰ τοῡ πλήθους τῶν συγγενῶν τους, ἡ νερώνειος ὠμότης, δι’ ἧς ἐνέπνευσαν τὸν τρόμον εἰς τοὺς κατοίκους, ἡ χαλαρὰ καὶ ἀτελέσφορος καταδίωξις καὶ ἔστιν ὅτε ἡ ἀνοχὴ τῆς ἐξουσίας, ἔκαμαν τὸν λαὸν νὰ ὑποκύψῃ μετὰ γογγυσμοῡ ὑπὸ τὸ κράτος τῆς λῃστείας, ἥτις τὰς τάξεις αὐτῆς ηὔξανε καθ’ ἑκάστην ἐκ τῶν μετ’ ἀφοβίας ριπτομένων εἰς τὸ κακούργημα, ἕνεκα τῆς χαλαρώσεως τῶν νόμων. Ἑκατὸν αἱμοχαρεῑς τίγρεις διέτρεχον ἐσχάτως τὴν δύσμοιρον Ἀκαρνανίαν, φέρουσαι παντοῡ τὸν τρόμον καὶ τὴν ἐρήμωσιν, τοσοῡτον δὲ ἐπ’ ἐσχάτων εἶχον θρασυνθῆ, ὥστε κατὰ τὸν παρελθόντα Δεκέμβριον, ἐν διαστήματι 4 ἡμερῶν, ἕνδεκα αἰχμαλώτους ἀπήγαγον καὶ τρεῑς ἐν μιᾷ νυκτὶ ἐκ τοῡ χωρίου μας. Ὡς ἐκ τούτου ἡ λῃστεία κατέστη πράγματι ἡ κυρίαρχος τοῡ Τόπου δύναμις...
Ἡμεῖς οἱ Ἀκαρνάνες ὀφείλομεν εὐγνωμοσύνην πρὸς τὸν κύριον [Σκαρλάτον] Σοῦτσον [πρώην Υπουργό Στρατιωτικών], διότι διὰ τῆς περιοδείας του εἶδε τὴν ἐλεεινὴν κατάστασίν μας καὶ μᾶς ἐδιώρισεν τὸν ἐπαξίως διευθύνοντα τὴν καταδίωξιν [λοχαγόν] κ. Ν. Δ. Μακρῆν, ὅστις, [ὡς διοικητὴς τοῦ μεταβατικοῦ] πρέπει νὰ τὸ ὁμολογήσωμεν, ἐκ τῶν πράξεών του καὶ τῆς ἠθικῆς βαρύτητός του παρέστησε τὴν ἐξουσίαν φοβερὰν εἰς τοὺς διαβοήτους κακούργους καὶ εὐεργετικὴν εἰς τοὺς φιλησύχους πολίτας. Εὐχαρίστως δὲ μανθάνομεν, ὅτι καὶ ὁ νῦν ὑπουργὸς κ. Σμολένσκης, ὅστις ἄλλοτε ηὐδοκίμησε κατὰ τῆς ληστείας, τὰς αὐτὰς ἀγαθὰς προθέσεις ἔχει καὶ διὰ τοῦτο ἀπέστειλε νέαν στρατιωτικὴν δύναμιν πρὸς ἐνίσχυσιν τῶν ἀποσπασμάτων»[2].
Μεταξύ των εκατοντάδων ληστών που έδρασαν στο Ξηρόμερο και την Ακαρνανία στη διάρκεια αυτής της περιόδου ξεχώρισε για την ασύγκριτη ωμότητά του ο Σπ. Ντελής, «ὁ Προκρούστης τῆς Ἀκαρνανίας ὅλης, ὁ κακουργότερος τῶν ἡμετέρων κακούργων καὶ ὁ λῃστρικότερος τῶν ἡμετέρων λῃστῶν»[3], «ὁ ὠμότατος τῶν ἀρχιλῃστῶν»[4] και το «φόβητρον τῆς ὅλης Ἀκαρνανίας ἀπὸ τοῡ 1864»[5]. Γεννήθηκε στο χωριό Αετός Ξηρομέρου περί το 1831, «ἦτον ἀνὴρ σπανίας καλλονῆς προσώπου, ἀγαλματικῆς εὐρυθμίας σώματος καὶ χάριτος πολλῆς, ἡλικίας δὲ νεωτάτης ἐτῶν περὶ τὰ 33. Ἀλλ’ οἱ ἐσχάτως ἰδόντες αὐτὸν ὁμολογοῡσιν, ὅτι ὁ μακρὸς λῃστρικὸς βίος καὶ αἱ κακουχίαι ἠλλοίωσαν κατὰ πολὺ τὴν πρώτην καλλονὴν αὐτοῡ». «Βγήκε στο κλαρί» το 1864, μετά την εν ψυχρώ εκτέλεση δύο στρατιωτών του μεταβατικού, οι οποίοι είχαν υποχρεώσει προηγουμένως τη χήρα νύφη του να τους ετοιμάσει γεύμα (κονάκια)[6]. Ωστόσο οι πρώτες του δοσοληψίες με τη δικαιοσύνη χρονολογούνται προ του 1864. Στις 8.10.1859 ο Ντελής φυγοδικούσε, επειδή, από το 1858 τουλάχιστον, επιδιδόταν σε ζωοκλοπές, με θύματα μάλιστα συγχωριανούς του[7].
Ο χώρος δράσης του Ντελή κάλυπτε όλο το Ξηρόμερο, εκτεινόμενος από Μαχαλά, Γαζή, Μπαμπίνη και Ρούστα μέχρι Χρυσοβίτσας, Αλογοβουνιού, Μάνινας, Παλαιομάνινας, Μαραθιά. Ένα καλά οργανωμένο κύκλωμα συνεργατών και πληροφοριοδοτών εξυπηρετούσε το ληστή· σ’ αυτό ανήκαν ο τσέλιγκας της Παλιομάνινας Κουτσομπίνας, η απιθώτρα του Ντελή, αλλά και μερικοί προεστοί. Πολλά από τα μέλη της συμμορίας του ήταν συγγενείς ή ομοχώριοί του. Στον Ντελή αποδίδεται σειρά θεαματικών ληστρικών εγχειρημάτων και βιαιοπραγιών. Το πλέον εντυπωσιακό εγχείρημά του υπήρξε η αιχμαλωσία τριών άγγλων ευγενών, του λόρδου J. W. N. Hervey (1841-1902), του H. Strutt και του Mr. Coore. Οι τρεις άνδρες ταξίδεψαν από την Ιθάκη και προσορμίστηκαν με τη θαλαμηγό τους στον Αστακό, για να κυνηγήσουν στην περιοχή του Μαραθιά. Εκεί πιάστηκαν από την καλά πληροφορημένη συμμορία του Ντελή και του Κουτσογιάννου. Η επιχείρηση αυτή, η οποία απέφερε στη συμμορία 3.000 λίρες στερλίνες, εξελίχθηκε στην καρδιά του χειμώνα (τέλη Νοεμβρίου-αρχές Δεκεμβρίου 1865), παρότι οι ληστές δρούσαν κατά κανόνα από την άνοιξη έως το φθινόπωρο[8].
Το πρωί της 5ης Νοεμβρίου 1867, τρεις στρατιώτες, οι οποίοι κατέβαιναν τη πλαγιά του Αλογοβουνιού προς την κοιλάδα Δραγαμέστου, έπεσαν επάνω στο λημέρι του Ντελή και αντάλλαξαν πυροβολισμούς με τη συμμορία. Μια γυναίκα που ανήκε στη συμμορία έπεσε νεκρή, οι τρεις άλλοι ληστές διέφυγαν. Η αμφίεση της γυναίκας ήταν ανδρική. Στο λημέρι βρέθηκαν φιάλες με ρούμι και ρακί, καφές, νωπό κρέας και ολόκληρο παλιομόσκι αλατισμένο[9]. Προφανώς ο Ντελής δε μπορούσε να ζήσει χωρίς γυναίκα, παραβιάζοντας έτσι ένα βασικό κανόνα της ληστρικής ζωής.
Η πλέον βίαιη από τις επιχειρήσεις της συμμορίας Ντελή ήταν «ἡ αποτρόπαιος ὁλοκαύτωσις τῆς Χρυσοβίτσης»[10], η οποία κατέληξε στην εξολόθρευση της 9μελούς οικογένειας του κτηματία Μάνθου Τσόμπου από τη Χρυσοβίτσα. Σχετικά γράφει η εφ. Αἰών, 7.5.1870, 4: «Ἐρασθεὶς τῆς ὡραίας θυγατρὸς πλουσίου τινὸς κατοίκου, Μάνθου καλουμένου, ἂν μὴ ἀπατώμεθα, ἐζήτησεν αὐτὴν εἰς γάμον ἀπὸ τοῦ πατρὸς αὐτῆς, ἀλλ’ ὡς εἵπετο, ἔλαβεν ἀρνητικὴν ἀπάντησιν. Τοῦτο δὲν ἦτον λόγος, ὅπως παραιτηθῇ ὁ Ντελῆς τῆς ἰδέας του. Τοὐναντίον πρόσωπον τοῦ χαρακτῆρός του ἔμελλε νὰ εὕρῃ νέον ἐρεθισμὸν εἰς τὸ πάθος του, καὶ ἀπεφάσισε νὰ ἁρπάσῃ τὴν κόρην διὰ τῆς βίας. Ἐπειδὴ ὁ Μάνθος, ἐννοῶν τὰς συνεπείας τῆς ἀρνήσεώς του καὶ γινώσκων πρὸς τίνα ἔχει λογαριασμόν, προεφυλάσσετο πολύ, ἐγένετο χρεία δόλου, ὅπως ἐκτελεσθῇ τὸ σχέδιον τοῦ ἀρχιλῃστοῦ. Δύο συνέταιροί του, κατορθώσαντες νὰ εἰσδύσωσι εἰς τὴν ἐν Χρυσοβίτσῃ οἰκίᾳ τοῦ Μάνθου, ἐκρύβησαν ἐν αὐτῇ. Ἐπανελθὼν ὁ Μάνθος μετὰ τῆς θυγατρὸς καὶ τῶν ἀνθρώπων του καὶ μηδὲν ὑποπτευόμενος, ἔκλεισε τὴν θύραν τῆς οἰκίας του ἔσωθεν. Ὅτε οἱ πάντες ἡσύχαζον, ἀνοίξαντες οἱ ἐντὸς κεκρυμμένοι λῃσταὶ τὴν θύραν, ἔδωκαν ἐλευθέραν τὴν εἴσοδον εἱς τὸν παραλοχεύοντα πλησίον Ντελῆν καὶ τοὺς ἄλλους ὀπαδούς των. Ἀμείλικτος γενόμενος εἰς τὴν ὁρμήν του, ὁ Ντελῆς ἀπηγχόνισε τὸν κύριον τῆς οἰκίας καὶ πάντας τοὺς ἐν αὐτῇ, ὀκτὼ τὸν ἀριθμὸν, ἀπήγαγε δὲ τὴν κόρην, ἀφοῦ ἔθηκε πῦρ εἰς τὴν οἰκίαν. Ἐνῷ ἐμακρύνθη ὀλίγον, ἡ ἀπαγομένη κόρη, στρέψασα καὶ ἰδοῦσα τὴν πυρκαϊάν, εἰς τοιαύτην ἦλθεν ἔξαψιν, ἀναλογισαμένη, ὅτι ὁ πατήρ της καὶ οἱ συγγενεῖς της ἐφονεύθησαν καὶ ἐκαίοντο, ὥστε ὁρμήσασα ἔλαβε τὸ πιστόλιον ἀπὸ τοῦ σελαχίου τοῦ Ντελῆ καὶ τὸ ἔστρεψε κατ’ αὐτοῦ, ὅπως τὸν φονεύσῃ. Ἡ ἀσθενὴς καὶ ἀγύμναστος χεὶρ αὐτῆς ἀπέτυχεν· ὁ Ντελῆς, σύρας τὸ ξίφος τότε, τὴν ἔσφαξε» [11]. Το γεγονός συνέβη στις αρχές Μαρτίου 1869, όπως προκύπτει από δημοσίευμα της εφημερίδας «Ὁ Ρουμελιώτης»[12].
Όπως προκύπτει από εκλογικούς καταλόγους του δήμου Αστακού (1850)[13] και των Αστακηνών (1865)[14] και ένα κατάλογο ενόρκων[15], ο Μάνθος Τσόμπος γεννήθηκε το 1809 ή το 1817, άρα περί το 1813, και ήταν γεωργός το 1850, ενώ το 1865 αναφέρεται ως κτηματίας, με ετήσιο εισόδημα ανερχόμενο το 1865 σε 5.000 δρχ. Πολλά από τα κτήματά του προήλθαν από αγορές[16]. Συνολικά φαίνεται ότι υπήρξε ευϋπόληπτος κτηματίας με μεγάλη ακίνητη περιουσία. Ωστόσο η εκδικητική μανία, την οποία επέδειξε ο αρχιληστής σε βάρος του Τσόμπου και της οικογένειάς του, δεν είχε οικονομικά ή κοινωνικά αίτια, αλλά προσωπικά, αφού υπαγορεύτηκε μάλλον από την απόρριψη της πρότασής του από τον κτηματία. Πρόκειται μάλλον για μια φρικιαστική προσωπική εκδίκηση παρά για ένα επεισόδιο «κοινωνικής ληστείας», μυθικό πρότυπο της οποίας αποτελεί ο Ρομπέν των Δασών[17].
Ο Ρομπέν ήταν το πρότυπο του κοινωνικού ληστή, ο οποίος σεβόταν και προστάτευε τους αδύνατους και τιμωρούσε τους φορείς της αυταρχικής εξουσίας. Μια τέτοια περίπτωση αποτελούσε πιθανώς ο φιλάνθρωπος Κάμπος, ο οποίος στα πρώτα χρόνια του μεοσπολέμου λήστευε πλουσίους και ελεούσε φτωχούς. Ο Κάμπος έδρασε στην Αιτωλοακαρνανία μέχρι του 1924, οπότε συνελήφθη και εκτελέστηκε[18]. Στον αντίποδά του ο Ντελής δε σεβόταν τους αδύνατους και επιπρόσθετα ήταν μακριά από το ιδεατό πρότυπο, το οποίο αντιπροσώπευε ο ληστής Καλαμαλίκης με την παραδειγματική καλή του πίστη (μπέσα). Ο Ντελής πατούσε το λόγο του, διατηρούσε σχέσεις με γυναίκες, και δε δίσταζε, παρασυρόμενος από αισθήματα εκδίκησης, να διαπράττει φρικτές πράξεις και να σκοτώνει ακόμη και παιδιά και αιχμαλώτους για τους οποίους ήδη είχε λάβει λύτρα!
Για την ωμότητα και σκληρότητά του ο ληστής χαρακτηριζόταν ως τέρας. Αυτό αποδεικνύεται από το φοβερό τρόπο εκτέλεσης δύο ποιμένων αδελφών, οι οποίοι προσπάθησαν να παγιδεύσουν και να παραδώσουν το ληστή στον οδηγό των μεταβατικών αποσπασμάτων. Ο αρχιληστής από σύμπτωση ανακάλυψε το σχέδιο, συνέλαβε τους υπαίτιους και διέταξε να δεθούν και να κατακρημνιστούν στην Άκολη (τρύπα), ένα φοβερό βάραθρο χωρίς πάτο κοντά στη Μπαμπίνη, το οποίο, όπως επισήμαινε εφημερίδα της εποχής, θύμιζε Καιάδα και Πρόπυλο του Άδη[19]. Την ίδια φρικτή μοίρα είχαν δύο οδηγοί της εθνοφυλακής, οι οποίοι έδρευαν στη Μπαμπίνη, πιθανώς επειδή συνεργάστηκαν με τους βοσκούς, εφόσον δεν ταυτίζονται με τους καταδότες του αρχιληστή[20].
Επιστολή εξ Αστακού προς τον καταγόμενο από την κωμόπολη Π. Καρούσο, ο οποίος διέμενε πλέον στην Αθήνα, γράφει ότι το μεσημέρι της 5ης Ιουνίου 1868, στη διάρκεια του θερισμού, ο Ντελής με 13μελή συμμορία μετέβη στον εγκαταλελειμμένο οικισμό Γαζή, μεταξύ Μπαμπίνης και Μαχαλά, και σκότωσε το Στ. Πίτσικα, εξολοθρευτή του ληστή Κρίκα, ενώ συνέλαβε αιχμαλώτους τη μητέρα και την αδελφή του, καθώς και το γιο του Σπύρου Μπίλια[21].
Στις 13.9.1868 ο Ντελής αιχμαλώτισε τον Κώνστα Στρατούλη από τη Σκουρτού, ανεψιό του προδρομίτη Γ. Γεροθανάση, τέως δημάρχου Αστακού (1856) και βουλευτή, και έλαβε ως λύτρα 15.000 δρχ[22]. Αν και εισέπραξε ακέραια τα λύτρα που ζήτησε, ο αρχιληστής σκότωσε το Στρατούλη· το πτώμα του εντοπίστηκε σε προχωρημένη σήψη πάνω από τη Μπαμπίνη[23]. Ήταν ένας από τους πολυάριθμους φόνους (με απολογισμό 38 περίπου θύματα) που είχε διαπράξει ο Ντελής. Επρόκειτο για ολόκληρες οικογένειες, ακόμη και στενούς συγγενείς του, όπως η νύφη του, την οποία δήλωσε ότι έσφαξε, για να την απαλλάξει από τις οχλήσεις και τα «κονάκια» (υποχρέωση παροχής φιλοξενίας στους μεταβατικούς)[24]!
Η βιαιότητα του Ντελή κορυφώθηκε στην περίπτωση του ολοκαυτώματος της Χρυσοβίτσας, το οποίο συγκλόνισε τους απλούς χωρικούς και τους ενέπνευσε αισθήματα τρόμου, φρίκης και απέχθειας για τον σκληρό και εκδικητικό αρχιληστή.
Τα αποτυπώματα της τραγικής αυτής ιστορίας στη συλλογική μνήμη ανιχνεύονται ακόμη και σήμερα. Η ιστορία με αρκετές και σημαντικές προσαρμογές εντάχθηκε στο ρεπερτόριο γνωστών καραγκιοζοπαικτών. Προσιτή διαδικτυακά σήμερα είναι η παράσταση του Θ. Σπυρόπουλου και εκείνη του Τ. Γεωργίου «Ο λήσταρχος Ντελής και η Αγγέλω του παπά». Ο υποκείμενος μύθος, ο οποίος τροποποιεί τα αληθινά δεδομένα της υπόθεσης, έτσι ώστε ο Ντελής να εμφανίζεται με χαρακτηριστικά ηπιότερα από τα πραγματικά, φαίνεται ότι διαμορφώθηκε με τη διαμεσολάβηση του ληστρικού μυθιστορήματος Ὁ βασιλεὺς τῶν λῃστῶν Ντελῆς καὶ ἡ Ἀγγέλω τοῦ παπᾶ, που δημοσιεύτηκε από τον Α. Ν. Κυριακοῦ στις εκδόσεις Δ. Δελῆς και Β. Βουνησέας, Ἀθῆναι 1922. Το μυθιστόρημα εμπνέεται από το ανήκουστο ολοκαύτωμα, με τη διαφορά ότι σ’ αυτό η δράση μετατοπίζεται γεωγραφικά και η κόρη του κτηματία αναβαθμίζεται σε κόρη του ιερέα, ο οποίος πλάι στο δάσκαλο και τον πρόεδρο σχημάτιζε κατά παράδοση την ηγετική τριάδα του ελληνικού χωριού[25]. Το συγκεκριμένο έργο παιζόταν συχνά από το θρυλικό καραγκιοζοπαίκτη Βασίλαρο (1899-1979), του οποίου η γέννηση απείχε σχεδόν μια γενιά από το δράμα της Χρυσοβίτσας και την εξόντωση του Ντελή[26].
Τα ίχνη του Ντελή ανιχνεύονται σήμερα στο τοπωνυμικό της περιοχής και δη στα τοπωνύμια «Σπηλιά Ντελή» και «Δέντρο Ντελή» στην Παλαιομάνινα, «Λημέρι Ντελή» στο Αλογοβούνι και στην περιοχή Κόντρος του Αετού, «Τρύπα του Ντελή» στη Βαράσα Βασιλόπουλου, στην τρύπα Άκολη της Μπαμπίνης, κοντά στο χωριό Αγράμπελο. Όλα αυτά τα τοπωνύμια προσδιορίζουν τόπους μνήμης των φοβερών εγκλημάτων και της δράσης του Ντελή.
Τα ίχνη αυτά σώζονται και στις προφορικές ιστορίες που κυκλοφορούν ακόμη και σήμερα στην γενέτειρά του και τα γύρω χωριά (https://akarnaniasperiigisi.blogspot.com/ 2021/11/blogpost. html?fbclid=IwAR2qO-dC8xQKoI2itGCOC5FuEWk3azuZOQTy_h9qBHhvJkarghYVPAiHb-Ac). Η χρήση τους πρέπει να είναι προσεκτική, διότι, αν και στη γνωστή από τις γραπτές πηγές (κυρίως τις εφημερίδες της εποχής) δράση του Ντελή προσθέτουν επεισόδια, διαστρεβλώνουν εμφανώς τα γεγονότα. Σύμφωνα με τέτοιες προφορικές παραδόσεις, ο Ντελής ξεκλήρισε την αετινή οικογένεια Λιάπη, με εξαίρεση τα δύο μικρά αγόρια της, έκλεψε από τον Άγιο Νικόλαο Μπαμπίνης ένα επίχρυσο Ευαγγέλιο και ένα χρυσό περιδέραιο κλπ. Ωστόσο οι ίδιες προφορικές παραδόσεις αναφέρουν εσφαλμένα ότι οι τρεις άγγλοι περιηγητές πιάστηκαν στην Αγία Δευτέρα Βλυζανών και όχι στο Μαραθιά Αστακού, όπως είναι η αλήθεια, κλπ.
Στις μέρες μας αυτές οι προφορικές ιστορίες γύρω από το Ντελή γίνονται όλο και πιο αμυδρές και τείνουν να ξεχαστούν εντελώς. Η ανάμνηση των «κατορθωμάτων» του Ντελή σωζόταν ίσως ακόμη έντονη στη διάρκεια του εμφυλίου, οπότε και επικαιροποιήθηκαν τα βάρβαρα έθιμα της κατακρήμνισης των πολιτικών και ιδεολογικών αντιπάλων σε «τρύπες» και του αποκεφαλισμού και της έκθεσης των κεφαλών σε δημόσια θέα, «κληρονομιές» από τη ληστεία του 19ου αι.
Η εξόντωση του Ντελή και των έξι μελών της συμμορίας του επιτεύχθηκε, στις 30.4.1870, στο δάσος της Μάνινας, πλησίον του καραγκούνικου χωριού Παλαιομάνινα, με συνδυασμένη δράση αποσπασμάτων και πολιτών. Στην τελική ένοπλη σύγκρουση διακρίθηκαν ο Α. Δ. Λάζος, δεκανέας του α΄ ευζωνικού τάγματος, και ο επιλοχίας Γιαχαράς. Μετά το τέλος της σύγκρουσης, κατά την οποία έπεσαν νεκροί ο Ντελής και ο ληστής Καρύκης και πιάστηκαν αιχμάλωτοι ακόμη 3 ληστές, ενώ ο έκτος κρύφθηκε τραυματισμένος, έφθασαν επί τόπου ο ανθυπασπιστής και αποσπασματάρχης Οινιάδος Κίσσαβος και ο ανθυπολοχαγός και αποσπασματάρχης Κ. Νταγκλής, οι οποίοι είχαν σημαντικές επιτυχίες στο ενεργητικό τους σε σχέση με τους ληστές[27]. Στην παγάνα και καταδίωξη των ληστών από τη Ρούστα προς το δάσος της Μάνινας και τη στάνη του τσέλιγκα Κουτσομπίνα (Άγιος Νικόλαος Μάνινας) μετείχαν 200 πολίτες και 60 στρατιώτες υπό τους προαναφερόμενους και το διοικητή του μεταβατικού Ακαρνανίας Ν. Μακρή, τον επιλεγόμενο λῃστοφάγο[28], καθώς και το λοχαγό του 5ου λόχου ευζώνων Κ. Νάκο.
Πρώτος πληγώθηκε καίρια στο φρύδι ο Ντελής. Όταν πλησίασαν οι διώκτες, ο αρχιληστής, ο οποίος δεν είχε ποτέ δείξει λύπηση για τα θύματά του, ζήτησε έλεος, υψώνοντας ικετευτικά τα χέρια και καρυγάζοντας: «Μη με σκοτώνετε αδέλφια!» Από τους ληστές διέφυγε μόνο ο Καράτσαλος, ο οποίος πιάστηκε στις 14.10.1870 από τον ανθυπολοχαγό Δαγκλή στο δήμο Στράτου ή την Πουρνοσκάλα, χωριό της Βαρετάδας, ενώ εξοντώθηκαν ο ληστής και οι οπαδοί του Γ. ή Θεόδ. Ευσταθίου Καραγιάννης ή Λιάκας, ο Κ. Πλιατσικούρας και ο Γ. Α. Καρύκης ή Καρύδας, πιθανώς από τον Αετό, και συνελήφθησαν ο Λεωνίδας Μέμος ή Πολυζώης[29] και ο ανεψιός/ψυχογιός του αρχιληστή[30], ο οποίος προαλειφόταν για διάδοχός του. Οι κεφαλές των ληστών μεταφέρθηκαν στον Αστακό και εκτέθηκαν σε δημόσια θέα. Το γεγονός πανηγυρίστηκε δεόντως στην κωμόπολη και τα γύρω χωριά[31].
Κατά πληροφορίες της τοπικής εφημερίδας «Δυτικὴ Ἑλλάς», η κεφαλή του Ντελή μεταφέρθηκε και κρεμάστηκε σ’ ένα πλάτανο στο Μεσολόγγι[32]. Η κεφαλή και το σώμα του αποτεφρώθηκαν, αφού περιλούστηκαν με πετρέλαιο, και η τέφρα ρίχτηκε στον ποταμό Αχελώο, «διὰ νὰ μὴ μείνῃ οὔτε σῆμα τάφου τοῦ τέρατος αὐτοῦ». Η αποτέφρωση κατέστρεφε τη δυνατότητα ανέγερσης ταφικού μνημείου και αναγραφής του ονόματος αυτού επί του μνημείου. Έτσι η αποτέφρωση του σώματος διασφάλιζε τη ριζική εξάλειψη και εκμηδένιση της μνήμης του αρχιληστή στο Ξηρόμερο και θύμιζε τηρουμένων των αναλογιών (mutatis mutandis) το ρωμαϊκό έθος «καταδίκη της μνήμης» (damnatio memoriae) (βλ. Fl. Krüpe, Die Damnatio memoriae: über die Vernichtung von Erinnerung. Eine Fallstudie zu Publius Septimius Geta (198-211 n. Chr.). Gutenberg: COMPUTUS Druck Satz and Verlag, 2011).
Ένα δημοσίευμα εφημερίδας αναφέρεται και στις αποκαλύψεις του 18ετούς ή 12ετούς[33] ανεψιού του Ντελή για την παράνομη συνεργασία των προυχόντων του Αστακού με τον αρχιληστή, ο οποίος είχε λάβει επιστολή από ένα κάτοικο του Αστακού με παραγγελία για σύλληψη κατοίκων της Κατοχής[34]. Δήμαρχος Αστακού ήταν τότε ο Γεώργιος Ν. Τσέλιος. Τόσο αυτός όσο και ο αδελφός του Βασίλειος διατηρούσαν αμφιλεγόμενες σχέσεις με τους ληστές της περιοχής και ειδικά το Ντελή. Στις παραμονές μάλιστα των εκλογών κατά την άνοιξη του 1870 4 αρχιληστές, μεταξύ αυτών ο Ντελής, φιλοξενήθηκαν στο αρχοντικό Τσέλιου στο Δραγαμέστο. Αντίθετα τεταμένες ήταν οι σχέσεις του αρχιληστή με τους παρέδρους Προδρόμου Ευ. Ιω. Λαϊνά και Σκουρτούς Ιω. Μάντζαρη, οι οποίοι ήταν πολιτικοί φίλοι του Δ. Γρίβα και είχαν κινητοποιήσει μια «παγάνα» 200 και πλέον Ακαρνάνων. Η πληροφορία για την ύποπτη σχέση των προυχόντων Αστακού με το Ντελή θίγει το ζήτημα του διφορούμενου ρόλου πολιτών και φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης έναντι της ληστείας στα χρόνια της ακμής της και τις προσπάθειες των τοπικών αρχόντων να καρπωθούν τις επιτυχίες των διωκτικών αρχών κατά των ληστρικών συμμοριών και να προβληθούν με πληρωμένα δημοσιεύματα στον τύπο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Κολιόπουλος, 1994: Κολιόπουλος, Ι. Σ., 1994, Περὶ λύχνων ἁφάς. Ἡ ληστεία στὴν Ἑλλάδα (19ος αἰ.), Βάνιας, Θεσσαλονίκη.
Σάββας, 1983: Σάββας, Α. Τ., 1983, Μελετήματα του Ξηρομέρου. Ιστορικά και λαογραφικά στοιχεία της Χρυσοβίτσας Ξηρομέρου, Αθήνα.
Hobsbawm, 1975: Hobsbawm, E., 1975, Οι ληστές, μετ. Φ. Ζαμπαθά-Παγουλάτου, Εκδόσεις Βέργος, Αθήνα.
[1] Ι. Κολιόπουλος, «Θαν τα βολέψουμε», στο: Οι Έλληνες λήσταρχοι και η σφαγή στο Δήλεσι, Ιστορικά, Ελευθεροτυπία, 13 Απριλίου 2000, σ. 34. Πβλ. Κολιόπουλος, 1994, 19.
[2] Αἰών, 2.6.1870, 4.
[3] Παλιγγενεσία, 2.5.1870, 3.
[4] Αἰών, 4.6.1870, 3.
[5] Αἰών, 2.5.1870, 4.
[6] Αἰών, 7.5.1870, 4.
[7] Ἑλληνικὰ Χρονικά, 23.10.1859, 5, στ. 3: «Τί κατώρθωσε [ὁ Δημαστυνόμος Ἐχίνου Πετιμέζης] πρὸς σύλληψιν τοῦ φυγοδίκου Ντελῆ, ὅστις ἦλθεν εἰς Ἀετὸν πέρυσι τίς [=καὶ] ἔκλεψεν ἕνα ἵππον τοῦ Γ. Πετσινοῦ;».
[8] Κολιόπουλος, 1994, 290.
[9] Ἀλήθεια, 18.11.1867, 3.
[10] Αἰών, 4.6.1870, 2.
[11] Αἰών, 7.5.1870, 4.
[12] Ὁ Ρουμελιώτης. Ἐφημερὶς πολιτικὴ καὶ τῶν εἰδήσεων, 16.3.1869, 1, στ. 2: «Εἰς τὸ χωρίον Χρυσοβίτσα τοῦ δήμου Ἀστακοῦ ὁ λῄσταρχος Δελῆς ἔσφαξε καὶ κατέσφαξεν ἀνηλεῶς ὁλόκληρον τὴν οἰκογένειαν τοῦ ἀτυχοῦς Μάνθου Τσόμπου, καὶ κατόπιν ἐπυρπόλησε καὶ τὴν οἰκίαν του».
[13] ΓΑΚ, Εκλογικά Συλλογής Λαδά, Φ. 7, α. ε. 729.
[14] ΓΑΚ, Εκλογικά Συλλογής Βλαχογιάννη, Φ. 6, α. ε. 21.
[15] Παράρτημα τῆς Ἐφημερίδος τῆς Κυβερνήσεως, ἐν Ἀθήναις τὴν 23 Σεπτεμβρίου 1866, 263-264.
[16] Πβλ. Σάββας, 1983, 168-169, όπου παρατίθεται το κείμενο του εκδεδομένου από το συμβολαιογραφείο Αστακού συμβολαίου 1854/19.4.1850, με το οποίο ο Ι. Σιόλος πουλάει στον Μάνθο Τσόμπο δύο κτήματα συνολικής εκτάσεως οκτώ στρεμμάτων αντί 170 δραχμών.
[17] Βλ. Hobsbawm, 1975, 8-23.
[18] Μεταβολή, 11.5.1924, 2, στ. 2: Ἀγρίνιον (Τοῦ ἀνταποκριτοῦ μας). Ὁ ἔγκριτος τῆς πόλεώς μας ἰατρὸς κ. Κ. Δημάδης, μεταβαίνων τὴν παρελθοῦσαν ἑβδομάδα πρὸς ἐπίσκεψιν ἀσθενοῦς εἰς Ξηρόμερον, συνελήφθη ἐπἰ τῆς μεταξὺ Ρίγανης καὶ Παλαιομανίνης ὁδοῦ ὑπὸ τῆς εἰς τὰ μέρη ἐκεῖνα δρώσης λῃστοσυμμορίας ὑπὸ τὸν ἀρχιλῃστὴν Κάμπον ἐκ Σοροβιγλίου. Ὁ κ. Δημάδης, κρατηθεὶς ἐπ’ ὀλίγον μετὰ τῶν συνοδευόντων αὐτὸν δύο χωρικῶν ἀόπλων, ἀπελύθη κατόπιν ἐξακριβώσεως τῆς ταυτότητός του ὑπὸ τοῦ λῃστάρχου Κάμπου, χωρὶς νὰ λῃστευθῇ, ἀλλ’ ἀπεναντίας, ἀφοῦ ἔτυχε περιποιήσεων, λόγῳ τοῦ ὅτι καὶ τὸν λῄσταρχον Κάμπον καὶ μέλος τῆς οἰκογενείας του εἶχε θεραπεύσει ἄλλοτε ὁ κ. Δημάδης, πρὶν οὗτος φυσικὰ τραπῇ εἰς τὸν λῃστρικὸν βίον συνεπείᾳ ἑνὸς φόνου, τὸν ὁποῖον διέπραξεν εἰς Σοροβίγλιον διὰ λόγους ἐκδικήσεως συγγενοῦς τοῦ φονευθέντος πρὸ διετίας ὑπὸ τοῦ θύματος τοῦ Κάμπου». Πβλ. Μεταβολή, 21.5.1924, 1, στ. 3. «Κάμπος ὁ φιλάνθρωπος. Περίεργα πράγματα μᾶς ἀφηγοῦνται περὶ τοῦ λῃστάρχου Κάμπου. Λῃστεύει πλουσίους καὶ ἐλεεῖ πτωχούς. Πρὸ ἡμερῶν εἰς ἕνα πτωχὸν γεωργὸν ἐκ Προδρόμου, τὸν ὁποῖον ὁ Κάμπος εὗρε καθ’ ὁδὸν ὀδυρόμενον, διότι ἐσχίσθη τὸ σακκὶ ποὺ μετέφερεν ἀλεῦρι καὶ ἐχύθη μικρὰ ποσότης ἐξ αὐτοῦ, ὁ λῄσταρχος προσέφερε δρχ. 150 καὶ διέταξε καὶ ἕνα τῶν λῃστῶν τῆς συμμορίας του νὰ ράψῃ τὸ σακκί. Ἐπίσης φῆμαι καὶ περὶ ἄλλων ἀγαθοεργιῶν τοῦ Κάμπου ὁμοίας φύσεως κάμνουν τὸν γῦρόν των».
[19] Αἰών, 7.5.1870, 4: «Μηδὲν θελήσας ν’ ἀκούσῃ περαίτερον, διατάξας νὰ δέσωσι τοὺς δύο ἀτυχεῖς ποιμένας, τοὺς ἔφερεν εἰς τὴν ὀπὴν φοβεροῦ τινος βαράθρου «Ἀκόλου» καλουμένου· διότι ἐπὶ χρονικὸν διάστημα, παρατεταμένον ἀκούεται ὁ ἦχος τῶν πηδημάτων τοῦ εἰς αὐτὸ ῥιπτομένου λίθου, χωρὶς νὰ ἀκούηται ποῦ σταματᾶ ἐπὶ τέλους. Εἰς τὸ ἀχανὲς τοῦτο βάραθρον, Προπύλαια τοῦ ᾌδου, ἀνεξιχνίαστα μέχρι τοῦδε, ἔρριψεν ὁ Ντελῆς τοὺς δύο καταδότας του, τιμωρῶν αὐτούς».
[20] Αἰών, 4.6.1870, 2-3.
[21] Αὐγή, 11.6.1868, 1.
[22] Αὐγή, 9.9.1869, 3.
[23] Ἀλήθεια, 1.10.1868, 2.
[24] Αἰών, 7.5.1870, 4.
[25] Γ. Σολδάτος, Ε. Βενιανάκη (επιμ.), Ιστορίες ληστών από την ελληνική λογοτεχνία, Ανθολογία, Εκδ. Αιγόκερως, Αθήνα 1994 (16η ιστορία).
[26] https://www.youtube.com/watch?v=eoQMrKJyxZc
[27] Ἀλήθεια, 25.5.1870, 4. Αἰών, 11.5.1870, 4, στ. 1: «Ὁ ἀνθυπασπιστὴς Κίσσαβος πολλάκις καὶ κατὰ διαφόρους ἐποχὰς διέπρεψε κατὰ τῆς λῃστείας, ἰδίως δὲ ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ μας συνέλαβε τὸν λῃστὴν Νικόλαν, συνέλαβεν ὡσαύτως τὸν λῃστὴν Δημήτριον Σπυλικαρίτην, ἐκ τῆς συμμορίας Τσιμπλῆ, ἐφόνευσε τρεῖς ἄλλους λῃστὰς ἐκ τῆς συμμορίας Γαλινὰ καὶ Τσιμπλῆ εἰς θέσιν Γαλιτσὰ καὶ πρὸ ὀλίγου καιροῦ συνέλαβε μόνος του τὸν λῃστὴν Γεώργιον Τσουγανὸν εἰς θέσιν Βαργιά». Τα παραπάνω περιλαμβάνονται σε επιστολή εξ Αστακού από 2.5.1870. Πβλ. Ἀλήθεια, 15.9.1870, 3, στ. 1: «Ὁ ἀνθυπασπιστὴς οὗτος διατελεῖ ἀπὸ τὸ 1863 εἰς [τὴν] μεταβατικὴν ὑπηρεσίαν καὶ ὡς ἀποσπασματάρχης τῶν δήμων Ἀστακοῦ καὶ Ἐχίνου συνέλαβε τότε δύο λῃστὰς τὸν Ντάγραν καὶ Σπυλικαρίτην ἀποκεφαλισθέντας ἀκολούθως ἐν Μεσολογγίῳ· κατόπιν συνεπλάκη μετὰ τῶν ἀρχιλῃστῶν Χαλντούπη, Γαλήνα καὶ ἑτέρου τινὸς ἐχόντων πλέον τῶν τριάκοντα ὀπαδῶν καὶ ἐφόνευσεν, ἂν δὲν ἀπατώμεθα, δύο ἐξ αὐτῶν μὲ δύναμιν μόνο 14 ἀνδρῶν. Κατὰ τὸ ἔτος 1868 ὡς ἀποσπασματάρχης τοῦ δήμου Ἐχίνου ἐκτὸς τοῦ ὅτι συνεπλάκη πλέον ἢ δὶς καὶ ἀποτελεσματικῶς, ὁπωσδήποτε, μετὰ τῆς συμμορίας Σ. Ντελῆ, διότι καὶ ἕνα τῶν ὀπαδῶν του ἐφόνευσε καὶ τὰ ὅπλα τοῦ αἰχμαλωτισθέντος Ἄγγλου ἀνεκάλυψε καὶ παρέδωκεν εἰς τὸν τότε ἀρχηγὸν Σκαλτσοδῆμον, ἀλλὰ καὶ ἐκ τῆς συμμορίας Κουτσογιάννου ἐφονεύθησαν παρ’ αὐτοῦ τρεῖς λῃσταί». Τα παραπάνω περιλαμβάνονται σε επιστολή εκ Κατοχής από 20 Αυγούστου 1870.
[28] Για το Ν. Μακρή, βλ. Ἀλήθεια, 27.8.1870, σ. 1, στ. 1. Η εφημερίδα διαμαρτύρεται έντονα για την απομάκρυνση του αποδεδειγμένα ικανότατου αξιωματικού από τη θέση του διοικητή του μεταβατικού Ακαρνανίας και Βάλτου.
[29] «Αἰὼν», [αρχές Φεβρουαρίου 1871], 2. α. π. 19.
[30] Οι ψυχογιοί, συνήθως έφηβοι και παιδιά συγγενών, ήταν συγχρόνως υπηρέτες και μαθητευόμενοι ληστές και συγκέντρωναν την αγάπη των ληστών. Βλ. Κολιόπουλος, 1994, 291-292.
[31] Αἰών, 2.5.1870, 4. Αὐγή, 2.5.1870, 3. Αἰών, 11.5.1870, 3-4.
[32] Αὐγή, 23.5.1870, 4: «Ἀναγιγνώσκομεν εἰς τὴν Δυτικὴν Ἑλλάδα»...: «Πρό τινων ἡμερῶν ἔφερον ἐνταῦθα τὴν κεφαλὴν τοῦ ἐν Μάνινᾳ τῆς Ἀκαρνανίας φονευθέντος ἀρχιλῃστοῦ Ντελῆ. Πλεῖστοι ἄνθρωποι μετέβησαν καὶ εἶδον τὴν ἀποτρόπαιον κεφαλὴν τοῦ τέρατος αὐτοῦ κρεμαμένην εἴς τινα πλάτανον ἐντὸς τῆς πόλεως· τοσαύτη δὲ ὑπῆρξεν ἡ ἀγανάκτησις τοῦ κοινοῦ ἐπὶ τῇ θέᾳ τῆς εἰδεχθοῦς κεφαλῆς ὥστε πρὸς τὸ ἑσπέρας νέοι τινὲς λαβόντες αὐτὴν καὶ περιαλείψαντες ἀσφάλτῳ κατέκαυσαν· καθ’ ἃ δὲ ἠκούσαμεν, καὶ τὸ σῶμα τοῦ θηρίου τούτου ἐκάη ὑπὸ τῶν χωρικῶν, ἡ δὲ κόνις του ἐρρίφθη εἰς τὸν ποταμὸν, διὰ νὰ μὴ μείνῃ οὐδὲ σῆμα τάφου τοῦ τέρατος τούτου».
[33] Αὐγή, 2.5.1870, σ. 3.
[34] Αὐγή, 23.05.1870, σ. 4.
Νικολέττα Ι. Δημητρούκα
Σύντομο βιογραφικό σημείωμα
Η Νικολέττα Ι. Δημητρούκα γεννήθηκε στη Αθήνα και είναι απόφοιτος του Ιστορικού-Αρχαιολογικού Τμήματος του ΕΚΠΑ και κάτοχος δύο Μεταπτυχιακών Διπλωμάτων με βαθμό «Άριστα». Το πρώτο προέρχεται από το Παιδαγωγικό Τμήμα του ΕΚΠΑ, στο οποίο υπέβαλε μεταπτυχιακή εργασία με θέμα «Οι διώξεις σε βάρος των Ρομά στην Ευρώπη στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου» και το δεύτερο από το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, στο οποίο σπούδασε ως υπότροφη του DAAD και υπέβαλε τη μεταπτυχιακή εργασία «Οι ελληνογερμανικές πολιτιστικές σχέσεις στη διάρκεια της επταετίας τη δικτατορίας, 1967-1974». Έχει λάβει μέρος σε διεθνές συνέδριο με θέμα τις ελληνογερμανικές σχέσεις. Άρθρα της έχουν δημοσιευθεί ήδη σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά. Σήμερα εργάζεται ως ProjectManager στο Τμήμα Εκπαίδευσης της ΜΚΟ Μετάδραση.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου