Βαγγέλης Χρόνης: «Και τώρα τι κάνουμε;»



Το 2017, ο ποιητής Βαγγέλης Χρόνης έγραψε το θεατρικό έργο που εν προκειμένω φέρει τον τίτλο ‘Και τώρα τι κάνουμε;’

Αξίζει να σημειώσουμε πως το συγκεκριμένο θεατρικό μονόπρακτο του Βαγγέλη Χρόνη δεν έχει μελετηθεί ακόμη ιδιαιτέρως, παρά το γεγονός πως απέκτησε και θεατρική υπόσταση. Μέχρι στιγμής, διαθέτουμε την κατατοπιστική μελέτη του θεατρολόγου Κωνσταντίνου Μπούρα, ο οποίος εντοπίζει αναλογίες του θεατρικού με την Ευριπίδεια τραγική ποίηση και ιδίως με την τραγωδία ονόματι ‘Άλκηστη.’

Το στοιχείο της τραγικότητας ενυπάρχει στη θεατρική αφήγηση και συντελεί στη διαμόρφωση του ύφους ή ορθότερα, της συμπεριφοράς που αναπτύσσει ο πρωταγωνιστής έμπροσθεν της νεκρής συζύγου του, αν και δεν εκτιμούμε πως ο Θεμιστοκλής, ο σύζυγος της νεκρής γυναίκας ερμηνεύει έναν ρόλο και υπο-δύεται κάποιον άλλο, φορώντας το ανάλογο προσωπείο.

Απεναντίας, είναι αυτός που καλείται ουσιαστικά να προσαρμοσθεί με όποιον τρόπο κρίνει ως τον πλέον πρόσφορο,  στις συνθήκες ενός ‘βίαιου,’ ήγουν ξαφνικού θανάτου της συζύγου του, αξιοποιώντας τις τελευταίες στιγμές ‘κοινής παρουσίας’ (εν αντιθέσει με τον Γιάννη Ρίτσο που τοποθετεί, στον ‘Επιτάφιο’ του, τον θρήνο της νεκρής μάνας στη μέση του δρόμου, ο Βαγγέλης Χρόνης προτιμά να τοποθετήσει το θρήνο μέσα σε ένα «δωμάτιο αστικού σπιτιού»,  ομνύοντας στην καθαυτό ιδιωτική του διάσταση και αποφεύγοντας να κατασκευάσει σύμβολα προς κοινή χρήση), για να εκφωνήσει έναν προσωπικό, εξομολογητικό ‘επικήδειο,’ διανθισμένο με την απαραίτητη σε τέτοιες περιστάσεις, επίκλησης της μνήμης, που μπορεί να διασώσει στιγμές της συζυγικής συνύπαρξης.

Όσο περισσότερο εξελίσσεται η πλοκή, τόσο περισσότερο ο αναγνώστης μπορεί να συνειδητοποιήσει πως ο ‘επικήδειος’ μετασχηματίζεται σε έναν διάλογο ‘δίχως ανταπόκριση’ (δεν υπάρχει ακόμη τυπική προετοιμασία της κηδείας όπως συμβαίνει στον ‘Θρήνο για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας’ του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα), ο οποίος διεξάγεται εν πλήρη ‘παρουσία’ της γλώσσας.

Και επίσης, εν πλήρη ή αλλιώς, ακέραια, τη φυσική απουσία του προσώπου στο οποίο απευθύνεται ο σύζυγος ζητώντας οποιαδήποτε απάντηση, έστω και μία μονολεκτική, και αυτή όμως δεν έρχεται ποτέ.

Κάτι που συνιστά όχι προμήνυμα, αλλά απόδειξη θανάτου για τον οποίο δεν απαιτείται ιατροδικαστική γνωμάτευση και, σε ένα βαθύτερο επίπεδο, απόδειξη γλωσσικού θανάτου: ‘Ο νεκρός δεν μπορεί να μιλήσει για το οτιδήποτε.’

Η αποσπασματικότητα του διαλόγου, έχει ως αποτέλεσμα αυτός να μεταπίπτει σε μονόλογο που δεν ξεφεύγει από τα στενά όρια του σπιτιού, και συνάμα, ‘χρήσιμο εργαλείο’ που βοηθά στο να αρθούν οι όποιες αμφιβολίες, οι όποιες ελπίδες περί ‘επιστροφής’, περί ‘ακρόασης’ (ο ‘νεκρός ακούει από εκεί όπου είναι’) και να τοποθετηθεί ο θάνατος στις σωστές του διαστάσεις: Ήτοι, ως αμετάκλητο, ως αναντίστρεπτο γεγονός.

Μόνο όταν γίνει πλήρως αντιληπτή ψυχο-συναισθηματική η ‘νέα κατάσταση’ (ο Βαγγέλης Χρόνης επενδύει σε ένα ‘έξυπνο’ θεατρικά, εύρημα, καθότι προετοιμάζει ουσιαστικά τη μετάβαση σε μία μοναχική ζωή, σε μία ζωή δίχως τη σύντροφο/Μπορεί να κάνει αλλιώς ο πρωταγωνιστής του έργου; ), μόνο όταν έχει διαπραγματευθεί σε ένα αρχικό στάδιο, το βάρος της απώλειας (προϋπόθεση για την αποδοχή του πένθους είναι το να είσαι σε θέση να το διαπραγματευθείς μόνος σου), ο χήρος Θεμιστοκλής μπορεί και αναφωνεί δίχως σαρκασμό, ‘και τώρα τι κάνουμε;’ Πως προχωράμε δίχως την παρουσία του προσώπου που αγαπάμε;’ Πως ανασχεδιάζουμε το βιογραφικό της ζωής μας’;

Στον τίτλο του θεατρικού εμπεριέχεται η έννοια της συζυγικής, της αδελφικής αγάπης, εκεί όπου η αυλαία της κοινής ζωής πέφτει με τον αρχέγονο τρόπο που ξεκίνησε: Με την επίκληση της γλώσσας.

Με αφορμή αυτή την εξομολόγηση, ο Βαγγέλης Χρόνης αποκτά τη δυνατότητα του να συνυφάνει τις σημερινές αντιλήψεις περί θρήνου με τις παραδοσιακές, να αναφερθεί στην τελετουργία του οικιακού πένθους που θέλει τον νεκρό να ‘συνοδεύεται’ και να μην μένει ‘μόνος’ έως τη στιγμή που η σορός του θα μεταφερθεί στην εκκλησία, να σημασιοδοτήσει την ταφή ως μέγιστη προτεραιότητα και ως ηθική δέσμευση απέναντι στο νεκρό και στη ζωή του.   Να  μιλήσει απενοχοποιημένα για αυτό που αρκετοί αποφεύγουν ή δεν θέλουν να σκέφτονται.

1. Βλέπε σχετικά, Χρόνης, Βαγγέλης., ‘Και τώρα τι κάνουμε;’, Σειρά ‘Αειθαλής Χρόνος,’ Εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα, 2022, σελ. 183-229. Η πρώτη δημοσίευση του αμιγώς θεατρικού έργου που εν προκειμένω στηρίζεται στην βαθιά εξομολόγηση του συζύγου που στέκεται απέναντι από το σώμα της νεκρής γυναίκας του, έγινε στο λογοτεχνικό περιοδικό ‘Οδός Πανός’, προτού μάλιστα παιχθεί στο θέατρο. Θεωρητικά μιλώντας, εκτιμούμε πως ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του θεατρικού ‘Και τώρα τι κάνουμε;’, είναι το γεγονός πως ο συγγραφέας του αφήνει εντέχνως να αιωρείται στην «ατμόσφαιρα» (για να στραφούμε στον Hakim Bay), το στοιχείο του δια-λόγου μεταξύ του ανδρόγυνου, παρά το γεγονός πως αυτός εκλείπει ολοκληρωτικά, συνεπεία του γεγονότος πως η γυναίκα είναι νεκρή και ως γνωστόν, οι νεκροί και δεν μιλούν και δεν ακούν..

Σχόλια