Αξέχαστες στιγμές και εικόνες από το πανηγύρι στην Παλαιομάνινα τη δεκαετία του 1950

 

Ήταν μία σημαντική κοινωνική εκδήλωση, που συνοδευόταν από τη φροντίδα για τα καθαρότερα και μη μπαλωμένα ρούχα, ήταν μία μοναδική και γνήσια ψυχαγωγική εκδήλωση και ευκαιρία για χαμηλόθωρα ή με ερωτικά μειδιάματα βλέμματα των νέων στον χώρο γύρω από το χοροστάσιο, που σήμερα έγιναν μια χούφτα χιόνι ή μούσκλια στα γεροντικά κεφάλια, όπως λέει ο Λόρκα

Αναμνήσεις του Δημήτρη Στεργίου


Πρώτη φωτογραφία: Ο ιερός ναός των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στην Παλαιομάνινα έτσι όπως μού την παρέδωσαν οι επιδέξιοι Ηπειρώτες μάστορες της πέτρας

Δεύτερη Φωτογραφία: Ο ίδιος ιερός ναός των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης έτσι όπως τον κατάντησαν στη συνέχεια οι αδίστακτοι εραστές του … σοβά, εξαφανίζοντας, με μανία, μαζί με την παράδοση και τα έθιμα, και την αριστουργηματική πέτρα!

Τρίτη Φωτογραφία: 20 Μαϊου 1959, παραμονή πανηγυριού στην αυλή του φπατρικού σπιτιού στην Παλαιομάνινα: Καθιστή με την παραδοσιακή ενδυμασία η αείμνηστη μητέρα μου με τον ανεψιό μου Λεωνίδα στην αγκαλιά. Πίσω, από αριστερά: η αείμνηστη αδερφή μου Ζωή, η ταπεινότητά μου (μαθητής Γυμνασίου) και η σύζυγος του αδερφού μου Αριστοτέλη, η αείμνηστη Χριστίνα, με τις εορταστικές ενδυμασίες τους.

Τέταρτη φωτογραφία: Ο Κώστας (Κώτσιου) Μπικίρης , ο Βασίλης Νιτσάκης (διετέλεσε και πρόεδρος Κοινότητας της Παλαιομάνινας), ο Γιώργος (Γκόγκος) Σπανός, ο Γεράσιμος (Γεράσης) Μπίτας και ο Θόδωρος (Ράκιας) Πόπης εν χορώ (από την Ομάδα «Παλαιομάνινα)

Πέμπτη φωτογραφία: Ο μέγας κλαριντζής Βασίλης Σαλέας (ο παλιός) που διασκέδαζε πολύ κόσμο και γοήτευε πολλούς χορευτές με το συγκρότημά του

21η Μαϊου 2024,σήμερα, Εορτή των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, πολιούχων του χωριού μου, της Παλαιομάνινας Αιτωλοακαρνανίας, και πάντα θυμάμαι με νοσταλγία και συγκίνηση αιώνιες στιγμές και ανεξίτηλες εικόνες από το γνήσιο παραδοσιακό πανηγύρι, με το έντονο κοινωνικό, λαογραφικό, ερωτικό και ψυχαγωγικό χρώμα. Αυτό το πανηγύρι, μου κάνουν ακόμα πιο έντονο στη μνήμη μου ως παιδιού, ως νιού, ως έφηβου του χωριού μου οι ακόλουθοι στίχοι από τον «Ματωμένο Γάμο» του μεγάλου Ισπανού ποιητή Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, ο οποίος δολοφονήθηκε κατά το ξέσπασμα του ισπανικού εμφυλίου πολέμου:

«Ήταν καμάρι της αυγής
και καβαλάρης όμορφος.
Τώρα μια χούφτα χιόνι.

Γύρισε κάμπους και βουνά
και πανηγύρια πέρασε
στην αγκαλιά των κοριτσιών.

Ποιος το ‘λπιζε να γίνουνε

τα μούσκλια τα νυχτιάτικα
στεφάνι στα μαλλιά του;»

Σήμερα, ύστερα από 60 – 70 χρόνια, αυτοί οι έφηβοι, αυτά τα καμάρια της αυγής έχουν γίνει μία χούφτα χώμα ή να έχουν «χιόνια» στα μαλλιά τους! Αλλά, έτσι όπως είναι, έχουν να διηγηθούν πολλά στα εγγόνια τους για τα πανηγύρια της καρδιάς τους, της αγάπης, του έρωτα, της πραγματικής ψυχαγωγίας, της διασκέδασης, της κοινωνικότητας και προκοπής. Αυτό θα κάνει και η ταπεινότητά μου σήμερα, ανήμερα της εορτής των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, ανασκαλεύοντας μνήμες και ξεθαμπώνοντας σκηνές δεκαετιών από τα πανηγύρια στην Παλαιομάνινα.

Πράγματι, αυτή τη στιγμή βλέπω να περνάνε μπροστά μου, σαν σε κινηματογραφική ταινία, εικόνες, σκηνές, ιερά πρόσωπα της δεκαετίας του 1950, όταν ήμουν στο χωριό ως μαθητής του Δημοτικού Σχολείου της Παλαιομάνινας και μαθητής του Γυμνασίου της Παλαμαϊκής Σχολής Μεσολογγίου έως και το 1961. Δηλαδή θυμήθηκα πάλι κι άλλα πολλά, πέρα από αυτά που έχω απαθανατίσει σε άρθρα και, κυρίως στο βιβλίο μου με τίτλο «Flashback» : Ημερολόγιο: «Η Ελλάδα τα τελευταία 60 χρόνια σε 360 ημέρες». Μερικά από αυτά, που θα μού θυμίσει η Μνημοσύνη μούσα, θέλω να μοιραστώ με αγαπητές φίλες και αγαπητούς φίλους, δηλαδή με όλβιες και όλβιους της ιστορίας, της παράδοσης και λαογραφίας «έχουσι μάθησιν», όπως διαπιστώνει ο Ευριπίδης.

Θυμήθηκα, λοιπόν, ότι σήμερα ήταν η δεύτερη μέρα του πάλαι ποτέ ξακουστού πανηγυριού που γινόταν στην Παλαιομάνινα πριν από 50 και 60 χρόνια και που διαρκούσε δύο ημέρες και, σε μερικές περιπτώσεις τριήμερης αργίας, και τρεις ημέρες! Δηλαδή, το πανηγύρι άρχιζε από την παραμονή (20 Μαϊου) ή την Παρασκευή, συνεχιζόταν το Σάββατο και επεκτεινόταν και την Κυριακή!

Θυμήθηκα ότι την ημέρα αυτή δεν πήγαιναν στα καπνοχώραφα για το κουραστκό καπνοφύτεμα, αλλά απλώς οι γυναίκες ράντιζαν με τα ποτιστήρια τις βραγιές με τα φυντάνια, τα οποία ένα – ένα τραβούσαν από το χώμα και τυλιγμένα σε κοκκινόλασπη τα πήγαιναν στα αυλάκια για φύτεμα με τα ξύλινα στην αρχή και σιδερένια ειδικά σουβλιά τα επόμενα χρόνια!

Θυμήθηκα ότι κύρια φροντίδα των γυναικών ήταν η καθαριότητα του σπιτιού, το πλύσιμο των ρούχων και το σιδέρωμά τους με το γνωστό στους παλαιότερος «σίδερο» με κάρβουνα (δεν υπήρχαν τότε … ατμοσίδερα, καθώς δεν υπήρχε ακόμα και ηλεκτρικό ρεύμα στο χωριό!).

Θυμήθηκα ότι οι νοικοκυρές έπλεναν και σιδέρωναν τα καλύτερα άσπρα (πάντα) πουκάμισα και καλύτερα παντελόνια των ανδρών, διότι ήταν ντροπή τότε (σε αντίθεση με σήμερα που είναι … μόδα και υπερηφάνεια!) να φοράνε οι άνδρες και γυναίκες τριμμένα ή σχισμένα ή μπαλωμένα ρούχα! Αυτός ο περιορισμός δεν ίσχυε πάντα και για τα παιδιά (αγόρια), καθώς σπάνια έβλεπε κανείς παντελόνι μακρύ, σώο κι αβλαβές! Όλα σχεδόν ήταν μπαλωμένα κυρίως στα γόνατα και στο πίσω μέρος!

Θυμήθηκα ότι για τις γυναίκες που δεν φορούσαν την παραδοσιακή ενδυμασία, τη σιγκούνα, και ιδιαίτερα τις έφηβες ή ανύπαντρες, παρατηρούνταν ιδιαίτερη φροντίδα, καθώς πολλές ημέρες πριν πήγαιναν κυρίως στο Αγρίνιο και αγόραζαν το σχετικό ύφασμα (συνήθως… βελούδινο και ποτέ το παρεξηγημένο ντρίλι!) για να ράψουν στη συνέχεια οι μοδίστρες (κι ήταν πολλές!) του χωριού το ανοιξιάτικο, δροσερό, αλλά πάντα ποδήρες, λιτό και μακρυμάνικο πολύπτυχο φόρεμα (τότε δεν είχε εμφανιστεί η μόδα του «φουρό», που αργότερα έγινε και το τραγούδι «φουστανάκι με καρό και από μέσα το … φουρό» κλπ.

«Μπάνιο» κάτω από τον παφιλένιο νιπτήρα!

Θυμήθηκα ότι πριν φορέσουν τα πλυμένα και σιδερωμένα ρούχα, πρώτα οι άνδρες έπρεπε να κάνουν … «μπάνιο»! Σε ένα υποτυπώδες απομονωμένο πλυσταριό κρεμούσαν από τον τοίχο έναν νιπτήρα από «πάφιλο» τον οποίο γέμιζαν με ζεστό νερό από ένα παρακείμενο καζάνι που ήταν πάνω σε φωτιά με ξύλα. Εκεί, με το νερό να πέφτει από ψηλά από τον νιπτήρα και με μπόλικο πράσινο σαπούνι πλένονταν όλοι και όλες!!! Σημειώνω ότι στο ριμένικο ιδίωμα «πάφιλο» ή «πάφλο» σημαίνει «τενεκές». Παράγεται από το αρχαιοελληνικό ρήμα «παφλάω» = κάνω κρότο. Έτσι, κατά συνεκδοχήν, επειδή ο τενεκές παράγει κρότο με την κάθε μετακίνησή του ή με κάθε χτύπημα πήρε την ονομασία αυτή και το υλικό από το οποίο κατασκευάζονται οι τενεκέδες ή οι παλαιοί κρεμαστοί νιπτήρες!

Θυμήθηκα ότι μετά το «μπάνιο» και το ντύσιμο με τα φρεσκοπλυμένα και σιδερωμένα ρούχα, οι άνδρες πήγαιναν στην πλατεία του χωριού, όπου γύρω – γύρω είχαν στηθεί τα υποτυπώδη … «κρεοπωλεία», δηλαδή μία κατασκευή, σε μορφή «Π», από κορμούς δέντρων «ικριωμάτων»» με τσιγκέλια από τα οποία κρέμονταν τα φρέσκα σφάγια. Εκεί πήγαιναν οι άνδρες και αγόραζαν (επί πιστώσει, βεβαίως, βεβαίως, δηλαδή με το «τεφτέρι») το προβατίσιο, κατά κανόνα, κρέας ή αρνάκι γάλακτος για ψητό στη σούβλα την επομένη. Σημειώνω ότι, επειδή τότε δεν υπήρχαν ψυγεία, έπρεπε οι κρεοπώλες να προγραμματίζουν τη σφαγή των προβάτων ή των αρνιών με βάση τις παραγγελίες που είχαν πάρει!

Θυμήθηκα ότι οι υπαίθριοι χασάπηδες παράλληλα με τον τεμαχισμό και την πώληση των κρεάτων εκεί κοντά, στην αυλή ή στον … δρόμο, που μόλις είχε καθαριστεί από τα … κόπρανα των αλόγων και γαϊδουριών και των ελεύθερων γουρουνιών (τριγυρνούσαν στο χωριό!), είχαν «στήσει» και πρόχειρες «ψησταριές» κι έψηναν τα κοκορέτσια και τα σπληνάντερα υπό τον ήχο των μουσικών οργάνων, που ετοίμαζαν – δοκίμαζαν οι οργανοπαίχτες εν όψει της έναρξης της πρώτης ημέρας του πανηγυριού λίγο πριν από τη δύση του ηλίου! Οι «ψησταριές» αυτές ήταν απλές: άναβαν φωτιά με ξύλα μέτρια και δεξιά και αριστερά, χάμω, δηλαδή στο χώμα, έστηναν τις σούβλες με τα κοκορέτσια και τα σπληνάντερα με τις άκρες τους να ακουμπάνε σε πέτρες ή … τούβλα. Και κάποιος συγγενής τους τις «γύριζε» για να μην καεί το περιεχόμενο!

Το 1961 το χωριό αριθμούσε 1.529 κατοίκους και το 2011 757, όσους το 1889, ενώ η αρχαία πόλη 3.500 κατοίκους!

Θυμήθηκα ότι τότε, στη δεκαετία του 1950, καθώς το χωριό μου αριθμούσε πάνω από 1.500 κατοίκους (έναντι 3.500 κατοίκων της αρχαίας πόλης κατά την κλασική περίοδο), ενώ σήμερα είναι σχεδόν … έρημο, δύο ή τρεις από τους ιδιοκτήτες καφενείων προσκαλούσαν τα καλύτερα δημοτικά μουσικά συγκροτήματα, με επικεφαλής πολλούς καταξιωμένους κλαριντζήδες και με τη συμμετοχή σημαντικών τραγουδιστών και τραγουδιστριών δημοτικών κυρίως τραγουδιών της εποχής αυτής.

Θυμήθηκα ότι σε πολλές περιπτώσεις το πανηγύρι στην Παλαιομάνινα διοργανώνονταν από τρία καφενεία – χοροστάσια, όπως των αδερφών Νίτσα, του Πέτρου Ντανά, του Χρήστου Νταγιάντα και άλλων ιδιοκτητών καφενείων στην κεντρική πλατεία, του Δημήτρη Νίτσα (Μήτσιου α Κώτα, δηλαδή ο Μήτσος του Κώστα) με το καφενείο στον κεντρικό δρόμο προς την εκκλησία με τις δύο ιστορικές μουριές, και του Βασίλη Κέκου κοντά στην εκκλησία με την ιστορική γέρικη μουριά, η οποία βρισκόταν στη θέση της βελανιδιάς στην οποία είχαν κρεμάσει το κεφάλι του ληστή Ντελή!

Θυμήθηκα (σίγουρα παραλείπω πολλούς) τον Φουσκομπούκα, πατέρα του μεγάλου Αριστείδη Μόσχου, τον Βασίλη (τον παλιό) Σαλέα, τον Βασίλη Σούκα, τον Τάκη Καρναβά, τον δικό μας, Αιτωλοακαρνάνα εν ζωή (δάσκαλο) Βασίλη Κολοβό, τον Χαράλαμπο Μαργέλη, τον Τάσο Χαλκιά , τον Βασίλη Μπεσίρη ή Τουρκοβασίλη, τον Γιάννη Βασιλόπουλο, τον Βαγγέλη Κοκκώνη, τον Βαγγέλη Σούκα, τον Γιώργο Κόρο, τον Ηλία και Φώτη Σούκα, τον Κ. Αριστόπουλο, τον Θανάση Κατσίκη, τον Δημήτρη Ζάχο, την Τασία Βέρρα, τη Σοφία Κολητήρη.

Θυμήθηκα ότι όλοι οι οργανοπαίκτες με μεγάλη προθυμία ανταποκρίνονταν στις προσκλήσεις να συμμετάσχουν στο πανηγύρι της Παλαιομάνινας και μάλιστα χωρίς προκαθορισμένη αμοιβή, διότι γνώριζαν ότι μετά το τέλος της εκδήλωσης θα έφευγαν με γεμάτα «τσουβάλια» (χωρίς υπερβολή!) από λεφτά που έριχνε σε ένα μεγάλο καλάθι ο κάθε χορευτής που έδινε και την «παραγγελιά» για ένα ή δύο τραγούδια (μερικοί μάλιστα το παράκαναν και χόρευαν περισσότερα, πάντα ρίχνοντας πρόσθετα λεφτά στο καλάθι, προς μεγάλη χαρά των οργανοπαιχτών!).

Θυμήθηκα ότι οι περισσότεροι από τους χορευτές – γλεντζέδες τις προηγούμενες ημέρες είχαν μεριμνήσει να εξασφαλίσουν τα χρήματα για να συμμετάσχουν στο πανηγύρι πουλώντας πρόβατα ή γίδια ή αρνιά ή με δανεικά κυρίως από τους παντοπώλες του χωριού!

Θυμήθηκα ότι ο Θανάσης Κατσίκης καταγόταν από τη Σταμνά και δεν έλειπε από κανένα σχεδόν γάμο ή πανηγύρι στο χωριό μου. Μού τον θύμισε (και τον ευχαριστώ) σε μιαν αναφορά του στην iaitoloacarnaniaο φίλος μου και γνωστός ως «κολλημένος» με την παράδοση και την παραδοσιακή ενδυμασία και βραβευμένος και από την UNESCO Νίκος Πλακίδας (έχει διασώσει κι ένα τραγούδι του Κατσίκη!)

Σερβιτόρος το 1959 στο πανηγύρι του Μήτσου α Κώτα!

Θυμήθηκα ότι το 1959 ο αείμνηστος πατέρας μου και αείμνηστος ξάδερφός μου Δημήτρης (Μήτσος) Νίτσας (Μήτσου α Κώτα), λειτουργούσαν στον επαγγελματικό χώρο (στον κεντρικό δρόμο του χωριού και απέναντι από τις ιστορικές μουριές) του δεύτερου συνεταιρικά το παραδοσιακό καφενείο.

Θυμήθηκα τότε ότι επικεφαλής του μουσικού συγκροτήματος ήταν ο εκπληκτικός κλαριντζής Γιάννης Βασιλόπουλος και τραγουδίστρια η νεαρά και όμορφη τότε Σοφία Κολλητήρη.

Θυμήθηκα ότι τότε ήμουν στην Τετάρτη τάξη του (εξαταξίου τότε) Γυμνασίου της Παλαμαϊκής Σχολής Μεσολογγίου και ο πατέρας μου με ενημέρωσε ότι θα διοργανώσει το πανηγύρι μαζί με τον Μήτσο και ότι έπρεπε να παρευρεθώ για να βοηθήσω (σερβιτόρος, σπάσιμο του πάγου στα βαρέλια, τροφοδοσία των βαρελιών με μπύρες, διότι τότε δεν υπήρχαν ούτε … ψυγεία πάγου, κλπ).

Θυμήθηκα ότι το πανηγύρι άρχιζε, όπως προανέφερα, από την παραμονή (20 Μαϊου) το απόγευμα και τελείωνε το πρωί (21 Μαϊου), ξανάρχιζε ανήμερα το απόγευμα και τελείωνε την επόμενη ημέρα το πρωί, με όλο το χωριό να πλημμυρίζει από τα γνωστά παραδοσιακά δημοτικά τραγούδια.

Μοναδική σχεδόν ευκαιρία για τους ερωτευμένους νέους για να … αλληλοκοιτάζονται!!!

Θυμήθηκα ότι το πανηγύρι ήταν και μια σημαντική ψυχαγωγική και κοινωνική εκδήλωση, καθώς, μόλις δινόταν το σύνθημα για την έναρξή του ή άρχιζαν να ακούγονται εκκωφαντικά σε όλο τα χωριό τα κλαρίνα και τα δημοτικά τραγούδια, όλοι συνέρρεαν κατά ομάδες ή οικογενειακώς στα καφενεία – χώρους με τους μισούς να καταλαμβάνουν τα τραπέζια και να θέλουν να χορεύουν, να πίνουν μόνο … μπύρες (αυτή η μόδα της παγωμένης μπύρας άρχισε από τα μέσα της δεκαετίας του 1950, όταν, φυσικά, καταργήθηκε το κρασί και το ούζο!) με μεζέδες που έφερναν από τα σπίτια τους και τους άλλους μισούς, χωρισμένους σε ομάδες γυναικών και ανδρών, κοριτσιών και αγοριών, να … αλληλοκοιτάζονται, δείχνοντας ότι τάχα κοιτάζουν τους χορευτές! Δηλαδή, σε άλλο σημείο του χώρου των εκδηλώσεων, ο οποίος έπαιρνε το σχήμα κύκλου, σχηματίζονταν απέναντι οι ομάδες των γυναικών και ανδρών και σε άλλο σημείο οι ομάδες απέναντι των ανύπαντρων κοριτσιών και αγοριών, για να αλληλοκοιτάζονται χαμηλόθωρα και με υπομειδιάματα οι ερωτευμένοι!

Θυμήθηκα ότι η ατμόσφαιρα ήταν καταπληκτική. Ο χώρος, με τα (νοικιασμένα) τραπεζάκια και τις καρέκλες, την παραδοσιακή εξέδρα, τον αχνό φωτισμό με «γκαζολίνι» (όταν δεν είχε ακόμα ηλεκτροδοτηθεί το χωριό!) και τους συγχωριανούς μας να συρρέουν οικογενειακώς και να πίνουν τις μισοπαγωμένες (μέσα σε … πάγο ή ξύλινα ψυγεία) μπύρες (σπανίως έπιναν κρασί) και να τρώνε μεζέδια που είχαν φέρει από το σπίτι τους, ήταν φαντασμαγορικός.

Θυμήθηκα ότι το πανηγύρι στην Παλαιομάνινα ήταν στην αρχή καθαρά εσωτερική υπόθεση. Συμμετείχαν μόνο σχεδόν οι συγχωριανοί μας και συγγενείς τους από τα άλλα πέντε βλαχοχώρια της περιοχής. Τα τραγούδια και οι χοροί που κυριαρχούσαν ήταν καθαρά παραδοσιακοί, όπως ηπειρώτικα, τσάμικα, συρτοί, καλαματιανοί, που ξεσήκωναν τους θαμώνες και ενίσχυαν ακόμα περισσότερο τη διάθεση για διασκέδαση. Μπορώ να πω ότι το πανηγύρι αυτό ήταν μετά το χειμώνα και το Πάσχα η πρώτη εκδήλωση ψυχαγωγίας και διασκέδασης των συγχωριανών μας, οι οποίοι στη συνέχεια περίμεναν το καλοκαίρι, όταν κάθε σχεδόν Κυριακή γίνονταν ένας και δύο γάμοι με τα γνωστά παραδοσιακά βλάχικα έθιμα.

Θυμήθηκα ότι η ατμόσφαιρα στο χώρο του πανηγυριού συμπληρωνόταν με πάγκους πλανόδιων πωλητών διάφορων εμπορευμάτων (παιχνίδια, ψεύτικα δακτυλίδια κ.λπ) και, κυρίως, του γλυκού «Πίτα ντι Νιέρι», είδους μπακλαβά που παρασκεύαζε σχεδόν αποκλειστικά ο Αγρινιώτης ζαχαροπλάστης Θεμιστοκλής, τυχερών παιχνιδιών (άσπρο – μαύρο κλπ), του «Μαλλιού της Γριάς» και άλλων.

Θυμήθηκα ότι το πανηγύρι στον υπαίθριο χώρο φυσικά των δύο ή τριών καφενείων, άρχιζε από το απόγευμα της παραμονής (20 Μαϊου) συνεχιζόταν όλο το βράδυ έως το πρωί με τους περισσότερους επισκέπτες, θεατές και χορευτές να είναι την πρώτη ημέρα κυρίως ντόπιοι.

Θυμήθηκα ότι το πανηγύρι με άλλες σκηνές ξανάρχιζε την επομένη, ανήμερα, το απόγευμα με το χωριό να κατακλύζεται και από επισκέπτες, συγγενείς και φίλους των γύρω χωριών και τα κλαρίνα και οι φωνές των αοιδών να πλημμυρίζουν όλο το χωριό.

Θυμήθηκα ότι ανάλογο, πανηγυρικό και χαρούμενο, ήταν και το οικογενειακό τραπέζι ανήμερα το μεσημέρι, στο οποίο συμμετείχαν και συγγενείς από τα γύρω χωριά. Κυριαρχούσαν το προβατίσιο κρέας με χοντρά μακαρόνια (βλάχικο γαμήλιο φαγητό) ή με πατάτες στο φούρνο ή τη γάστρα, το κοκορέτσι και το σπληνάντερο, ενώ ελάχιστες οικογένειες έψηναν αρνί στη σούβλα (ήταν προφανώς πολυτέλεια το ψήσιμο αρνιού στη σούβλα λίγες μόλις ημέρες μετά το Πάσχα!).

Θυμήθηκα ότι η χαρά, το γλέντι, το σπιτίσιο φαγητό και τα τραγούδια των γερόντων συμπληρώνονταν τα παλαιότερα χρόνια με μουσική πίπιζας και νταουλιού από πλανόδιους μουσικούς (ζυγιές), κυρίως γύφτους (το ίδιο γινόταν και στο πασχαλιάτικο τραπέζι), που γύριζαν από σπίτι σε σπίτι το μεσημέρι για να διασκεδάζουν τους συνδαιτημόνες, με το αζημίωτο φυσικά…

Από την ομάδα Facebook  Αιτωλία και Ακαρνανία στο πέρασμα του χρόνου, Aetolia Acarnania tempus

Σχόλια